Τελικά, ο Φώτης Κουβέλης και η ΔΗΜΑΡ δεν άντεξαν το βάρος της συμμετοχής στην κυβέρνηση, έστω και με μη πολιτικά στελέχη. Η άσκηση της εξουσίας είναι σκληρό πράγμα. Απαιτεί εμμονή στους στόχους, αταλάντευτη πορεία και δύσκολες αλλά ορθές αποφάσεις. Μόνον έτσι, μπορεί να ελπίζεις ότι θα δρέψεις κάποτε τους καρπούς των επιλογών σου.
Η ανανεωτική αριστερά, από την εμφάνισή της στην πολιτική σκηνή του τόπου με τη μορφή του ΚΚΕ εσωτερικού, δεν μπόρεσε να δείξει τις αρετές αυτές. Πάντα προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη των μεγάλων αλλαγών και στην κρυφή γοητεία του παρελθόντος της, με αποτέλεσμα να μην σταθεί ποτέ ικανή να κάνει και να εδραιώσει την υπέρβαση.
Μετά τη μεταπολίτευση, κατέβηκε στις εκλογές μαζί με το ΚΚΕ, το οποίο στρίμωξε και στραπατσάρισε τις ιδέες της μέσα στο παρά φύση σχήμα της Ενωμένης Αριστεράς, χαρίζοντας έτσι στο ΠΑΣΟΚ τον κύριο όγκο των δημοκρατικών δυνάμεων της ΕΔΑ. Στη συνέχεια, έκανε μεν την επιλογή της ευρωπαϊκής προοπτικής και της αποκήρυξης της δικτατορίας του προλεταριάτου και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, με γκρίνιες όμως και εσωτερικές συγκρούσεις. Τελικά, κατάφερε, μετά από χρόνια ψυχοφθόρων διαβουλεύσεων, να βγάλει το «Κ» από την επωνυμία της, με κόστος όμως τη διάσπαση των δυνάμεών της, και σχεδόν αμέσως μετά έπεσε πάλι στην αγκαλιά του ΚΚΕ, το οποίο κυριολεκτικά διέσωσε από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού με την εκλογική συνεργασία του 1989-90.
Ακόμα και μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ και τη δημιουργία του Συνασπισμού, δεν κατέστη δυνατό να αποκτήσει συνεκτικό, ριζοσπαστικό και μεταρρυθμιστικό προφίλ. Σπαρασσόταν συνεχώς ανάμεσα στην αριστερή κρατικίστικη ορθοδοξία και στη δημοκρατική μεταρρυθμιστική λογική, με αποτέλεσμα να οδηγήσει και πάλι τα πλέον ανανεωτικά της στελέχη και τον κόσμο που ήθελε διαρθρωτικές αλλαγές, στο αναπαλαιωμένο με σαθρά υλικά, αλλά πολύ ελκυστικότερο και αποτελεσματικότερο ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη.
Όταν ο εναπομείνας ΣΥΝ κατακλείστηκε από αριστερίστικες και λαϊκιστικές δυνάμεις, ό,τι ανανεωτικό είχε απομείνει εκεί αποσχίστηκε και δημιούργησε τη ΔΗΜΑΡ, που αποτέλεσε μια νέα ελπίδα για την αναβίωση του ανανεωτικού οράματος, ιδίως σε συνθήκες κρίσης του κατεστημένου πολιτικού συστήματος και προϊούσης κατάρρευσης του ιστορικού ΠΑΣΟΚ. Η επιλογή μάλιστα να δώσει διέξοδο στην εθνική κρίση του περασμένου Ιουνίου, έδωσε στη ΔΗΜΑΡ αυτό το 6%, το μεγαλύτερο ποσοστό που πήρε ποτέ η ανανεωτική αριστερά σε εθνικές εκλογές. Προς στιγμήν, φάνηκε μάλιστα ότι θα μπορούσε να αποτελέσει ακόμα και τον κορμό της μεγάλης κεντροαριστερής παράταξης που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος.
Την περασμένη Πέμπτη, πέταξε όλο αυτό το κεφάλαιο στα άχρηστα. Στα λόγια μεν για να προστατεύσει τη δημοκρατία και τους θεσμούς, στην ουσία όμως για να μην κατηγορηθεί ότι πετά στο δρόμο 600 τελικά -όπως εξελίχτηκε η υπόθεση της ΕΡΤ- εργαζομένους, οι οποίοι αποδεδειγμένα είναι διπλο- και τριπλοθεσίτες, ίνα μη τι χείρον είπω… Οι παλιοί δαίμονες του κρατισμού και της φοβίας του καινούργιου αναστήθηκαν και επεκράτησαν, σε συνθήκες μάλιστα όπου η επιλογή διάσπασης του κυβερνητικού συνασπισμού και η διενέργεια νέων εκλογών εγκυμονούσαν υπαρξιακούς κινδύνους για τη χώρα.
Και διερωτάται δικαίως ένας πιστός οπαδός της ανανεωτικής αριστεράς σε όλη αυτή την επίπονη και αντιφατική της πορεία: Υπάρχει πλέον έστω και ο παραμικρός λόγος να συμπορευθεί μαζί της; Γιατί; Για να υποστηρίζει επιλεκτικά την κυβέρνηση στα εύκολα και να μην βάζει πλάτη στα δύσκολα που έρχονται; Ο ΣΥΡΙΖΑ υπηρετεί πολύ πειστικότερα τη λαϊκιστική αδράνεια, το ΚΚΕ ενσαρκώνει πολύ καλλίτερα την αντισυστημική ορθοδοξία και το ΠΑΣΟΚ, ακόμα μία φορά, αναδεικνύεται στην πλέον φερέγγυα και υπεύθυνη δύναμη του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, που θα έχει εκ των πραγμάτων και τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην ανασύσταση και στην ενότητα της ελληνικής κεντροαριστεράς.
Σύντροφοι, καλή νύχτα και καλή τύχη.