Το τελευταίο διάστημα τα κόμματα της Ν.Δ., του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ (τυπικά και ΚΙΝ.ΑΛΛ. ακόμη) ανταγωνίζονται το ένα το άλλο ποιο θα στείλει σε μια Ανεξάρτητη Αρχή (Γενικό Λογιστήριο, Τράπεζα Ελλάδος, Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, γιατί όχι και Ελεγκτικό Συνέδριο, Αρειο Πάγο, Συμβούλιο της Επικρατείας και αλλού) το πρόγραμμά του για να κοστολογηθεί και να αξιολογηθεί.
Και εγώ που νόμιζα πως τα προγράμματα των κομμάτων τα αξιολογούν πολίτες και όχι Ανεξάρτητες Αρχές. Εδώ έχουμε «εθελούσια;» παράδοση της αυτονομίας της πολιτικής και των κομμάτων σε θεσμούς και οργανισμούς εκτός αυτών. Και όχι μόνο δεν ανοίγει μύτη, αλλά και όλοι θεωρούν αυτονόητη και ευκταία αυτή την εξέλιξη. Ετσι τα πολιτικά συστήματα από τα ιδεολογικά κόμματα του 19ου αιώνα πέρασαν στα πολυσυλλεκτικά του 20ού και, τέλος, από τα τέλη του 20ού στα κόμματα-σουπερμάρκετ. Σήμερα ούτε αυτό αρκεί στη μείωση του ρόλου της πολιτικής. Σήμερα περνάμε στη φάση του τεχνοκρατικού κόμματος.
Ο λόγος των μέχρι σήμερα πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχων μεγάλων εταιρειών καλύπτεται πίσω από την επίκληση των δήθεν αναγκαίων και ουδέτερων τεχνοκρατικών λύσεων. Αυτό το αποκαλώ τεχνοκρατικό λαϊκισμό. Στο κλίμα απαξίωσης της πολιτικής προστίθεται μια αντιπολιτική άποψη, σύμφωνα με την οποία κάθε χώρα χρειάζεται ένα οριζόντιο τεχνοκρατικό κόμμα για να αντιμετωπίζει πολυσύνθετα φαινόμενα, «αδιαφανή» στους μη ειδικούς.
Αν μάλιστα αυτό το κόμμα μεταμορφώνει και τη σοσιαλδημοκρατία σε τεχνοκρατικό μηχανισμό «Κεντρώων», τόσο το καλύτερο. Δεν είναι τυχαίο που η φιλολογία περί «του Κέντρου που κερδίζει τις μάχες», ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 ταυτοχρόνως με την επικράτηση της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον.
Αν πλέον ο στόχος είναι κοινός, όπως η ιδιωτικοποίηση του κράτους πρόνοιας, το «δίχτυ ασφαλείας», η επίπεδη φορολογία, η αποδοχή των φορολογικών παραδείσων, η απελευθέρωση των χρηματιστηριακών κινήσεων, η απορρύθμιση των αγορών εργασίας, η εξοντωτική αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης (στα 67, γιατί όχι και στα 69 και για να γίνω μακάβριος και μετά θάνατον;), ο καθορισμός των επιτοκίων μόνο από τη δήθεν βούληση της αγοράς, τότε το μείζον είναι πόσο αποτελεσματικός ή αναποτελεσματικός είναι κάποιος στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Και είναι πιο αποτελεσματικός αυτός που πλέον παραδίδει την πολιτική μόνο στην τεχνοκρατική σκέψη. Το ζητούμενο στην πολιτική είναι μόνο η αποτελεσματικότητα και η αποφυγή της βίας.
Ολα όσα παλαιότερα, όπως τα συμφέροντα των ταξικών και κοινωνικών ομάδων, το Κοινοβούλιο, τα ανοιχτά κόμματα, τα συνδικάτα, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, είχαν αξία, σήμερα τίθενται εκτός πολιτικής σκηνής. Το πολιτικό, βεβαίως με ευθύνη και των ίδιων των πολιτικών κομμάτων, γίνεται μεταπολιτικό και η Δημοκρατία μεταδημοκρατία αναγόμενη σε μορφές κατακερματισμένης και αποσπασματικής πολιτικής, όπως είναι η στιγμιαία δημοκρατία των τηλε-ειδήσεων, η ψηφιακή δημοκρατία του διαδικτύου και η μονοθεματική των ΜΚΟ.
Η πανδημία έγινε καταλύτης για την εδραίωση τάσεων αποπολιτικοποίησης και νομιμοποίησης τεχνοκρατικών πρακτικών, οι οποίες ήδη προϋπήρχαν στα σώματα των κοινωνιών της παγκοσμιοποίησης. Καταστάσεις που ενδημούσαν εδώ και δεκαετίες στο πλαίσιο των μεταδημοκρατικών μετασχηματισμών. Μόνο που τώρα οι βιοπολιτικές ρυθμίσεις νομιμοποιούνται από έναν αποϊδεολογικοποιημένο τεχνοκρατικό λόγο περί «Κέντρου».
Η μετάθεση των ευθυνών -γιατί περί τούτου πρόκειται- για πολιτικές αποφάσεις σε Αρχές πέραν της πολιτικής, σε Αρχές των οποίων δεν είναι ο ρόλος τους να κρίνουν τα προγράμματα των κομμάτων, σηματοδοτεί το τέλος της πολιτικής όπως την ξέραμε έως σήμερα. Και αυτό, αντί να μας ρίχνει σε πένθος, πανηγυρίζεται ως προσαρμογή των κομμάτων στις απαιτήσεις των καιρών. Δυστυχώς.
Πηγή: www.efsyn.gr