Ορθώς στα προηγούμενα χρόνια στηλιτεύτηκαν ως αίτια της ελληνικής κρίσης ο κρατισμός, ο λαϊκισμός, οι πελατειακές σχέσεις, το ρουσφέτι, οι κατεστημένες νοοτροπίες, η κομματοκρατία, ο συντεχνιασμός, η αναξιοκρατία… και πολλά άλλα τέτοια φαινόμενα. Υπήρξε όμως ένα σφάλμα σ’ αυτήν τη στηλίτευση, αφού αυτή δεν συνοδεύτηκε και από ταξικές και διαστρωματικές αναλύσεις για το ποιοι και πόσο ωφελήθηκαν από αυτά τα φαινόμενα και ποιοι και πόσο ζημιώθηκαν. Αντιθέτως, κάθε ταξική αναφορά και ανάλυση, στηλιτεύτηκε ως ιδεολογικός αναχρονισμός και καταδικάστηκε ως «αριστερή» παρέκκλιση…
Είναι αλήθεια πως στην μεταπολιτευτική Ελλάδα φάνηκε πως από τον κρατισμό επωφελήθηκε όλη η κοινωνία, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια, θα έλεγα μάλιστα πως είναι η σκοτεινή πλευρά της αλήθειας. Γιατί η άλλη της πλευρά είναι πως πολλοί που ωφελήθηκαν βραχυπρόθεσμα και περιστασιακά, θα είχαν επωφεληθεί πολύ περισσότερο, αν το παραγωγικό, οικονομικό και πολιτικό μοντέλο της χώρας ήταν διαφορετικό. Και όμως σήμερα, που μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης εξαφανίζονται και τα ασθενέστερα στρώματα έχουν προ πολλού χάσει τις ελπίδες τους για μια σχετικά καλύτερη ζωή, η «συνείδηση» των πραγμάτων μένει πολύ πίσω από την πραγματικότητα. Οι προτάσεις για το μέλλον της χώρας, ή αναπαράγουν τη μιζέρια του παρελθόντος (ΣΥΡΙΖΑ), ή κλείνουν τα μάτια στη μιζέρια του παρόντος.
Σήμερα στην Ελλάδα, αντί να μιλήσουμε ξανά για ταξικά συμφέροντα και αντιθέσεις, για την εργασία και το κεφάλαιο, για κόμματα-φορείς της γενίκευσης αυτών των συμφερόντων, για τους αναγκαίους συμβιβασμούς που πρέπει να γίνουν ώστε να εφαρμοστούν οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις, για τη διαμόρφωση ενός πολιτικού συστήματος που θα νομιμοποιείται μέσα από την ενδυνάμωση των θεσμών της λαϊκής κυριαρχίας (κόμματα και κοινοβούλιο) και πολλά άλλα τέτοια, μιλούμε γενικά και αόριστα για «μεταρρυθμίσεις» και εννοούμε απολύσεις, για περαιτέρω αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας, για οριζόντιες φορολογικές λύσεις. Πολλές μάλιστα απ’ αυτές τις «μεταρρυθμίσεις», τρομάρα τους, ονομάζονται και σοσιαλδημοκρατικές και ορισμένοι τις προτείνουν ως στοιχεία του προγράμματος του εκκολαπτόμενου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Σήμερα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη χώρα είναι να εμφανιστούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις ως πολιτικά ουδέτερες, ταξικά αδιάφορες και κυρίως ως κάτι που θα αδιαφορεί για τις κοινωνικές επιπτώσεις και τα θύματά τους. Μια τέτοια διαδικασία θα τις απονομιμοποιήσει από την αρχή, μια που αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα προωθούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην υπάρχουν πρόνοιες για τις κατάλληλες ασφαλιστικές δικλείδες και έτσι θα οδηγηθούμε στην απόλυτη πτώχευση της «μεταρρυθμισμένης» Ελλάδας.
Σήμερα, όλος αυτός ο λόγος (ο οποίος δεν ξέρω αν είναι κυρίαρχος, είναι όμως ο λόγος των μέχρι σήμερα πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχων), κρύβεται, ή μάλλον πιο σωστά, αποκαλύπτεται πίσω από την επίκληση των δήθεν αναγκαίων και ουδέτερων τεχνοκρατικών λύσεων. Δυστυχώς οι ίδιοι που οδήγησαν τη χώρα στο σημερινό της χάλι, χωρίς ίχνος σοβαρής αυτοκριτικής, αλλά με πομφόλυγες του τύπου «συγγνώμη σου ζητώ», μιλούν πάλι λαϊκίστικα, αλλά στο όνομα του αντιλαϊκισμού. Σήμερα ουσιαστικά επιδιώκεται να διασωθούν καριέρες και περιουσίες στο όνομα της τεχνοκρατίας.
Στο κλίμα απαξίωσης της πολιτικής, το οποίο θρέφει τα φυντάνια της Χρυσής Αυγής, έρχεται να προστεθεί αυτή η αντιπολιτική άποψη, σύμφωνα με την οποία η χώρα χρειάζεται ένα τεχνοκρατικό κόμμα για να αντιμετωπίσει την παρούσα κρίση. Αν αυτό μάλιστα παρουσιάζεται και ως σοσιαλδημοκρατικό, τόσο το καλύτερο. Γιατί, πολλές φορές, με λύπη μου παρατηρώ πως ένας τέτοιος λόγος εκπέμπεται και από κάποιους που μιλούν για την ανάγκη δημιουργίας μιας ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό, είτε είναι άγνοια του τι σημαίνει σοσιαλδημοκρατία, είτε εσκεμμένη παραπληροφόρηση, για την περίσταση είναι το ίδιο πράγμα.
Ο Νίκος Πουλαντζάς, το 1976, στο βιβλίο του Κράτος, Εξουσία και Σοσιαλισμός, μιλούσε για το κόμμα του αυταρχικού κρατισμού, ή το κόμμα της γραφειοκρατικής κυρίαρχης διοίκησης. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, στο πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, αυτή η διοίκηση αναλάμβανε τον πρώτο ρόλο στην πολιτική οργάνωση των κυρίαρχων τάξεων και στην αναμόρφωση των λαϊκών μαζών: Ο κύριος χώρος λήψης αποφάσεων -υποστήριζε- δεν θα ήταν πλέον το κοινοβούλιο και τα πολιτικά κόμματα, αλλά η απευθείας υπαγωγή κοινοβουλίου και κομμάτων σ’ αυτήν τη διοίκηση. Αυτή στο εξής θα ερχόταν σ’ επαφή με τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και τα συμφέροντά τους (θεσμοποιημένος νεοκορπορατισμός). Η νομιμοποίηση θα ανατίθετο στην τεχνοκρατική διοίκηση και όχι στους θεσμούς της λαϊκής κυριαρχίας.
Κάτι ανάλογο ζούμε και σήμερα. Γελιόμαστε όμως αν νομίζουμε πως το εγκώμιο της τεχνοκρατίας ως πολιτικής και όχι ως πολύτιμου στοιχείου που εκφράζει συσσωρευμένες γνώσεις για εξειδικευμένα ζητήματα, αφορά μόνο την Ελλάδα, ή έστω μόνο την Ιταλία. Δυστυχώς αφορά τον τρόπο μέσα από τον οποίο επιδιώκεται να εδραιωθεί η σημερινή «γερμανική» αντίληψη για την πορεία της Ευρώπης. Και το κύριο σ’ αυτήν την αντίληψη δεν είναι η έτσι κι αλλιώς υπαρκτή τιμωρητική αντίληψη για τα παρεκκλίνοντα κράτη και την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά η ακόμη πιο επικίνδυνη αντίληψη πως οι κρατικές οικονομίες είναι κάτι σαν τις οικογενειακές οικονομίες.
Η οικογενειακή οικονομία -υποστηρίζεται- χρειάζεται μια αυστηρή πειθαρχία και επίβλεψη, γιατί αυτή εξοικονομεί για να έχει και να καταναλώνει και δεν ενδιαφέρεται για την εξωτερική αναδιανομή αυτού που έχει. Με τον ίδιο τρόπο οφείλουν να λειτουργούν και οι οικονομίες των κρατών. Αυτή είναι μια βαθύτατα αντιδραστική και ιδιαιτέρως επικίνδυνη άποψη. Γιατί στην αντίληψη που ταυτίζει τις κρατικές οικονομίες με τα κλειστά οικογενειακά συστήματα (αντίληψη που καμία σχέση δεν έχει με τον Φιλελευθερισμό, ούτε βεβαίως και με τον Νεοφιλελευθερισμό), ταιριάζουν μόνο οι πολιτικές της λιτότητας και της απολίτικης «τεχνοκρατικής» τους επίβλεψης.
Οι οικονομίες όμως των κρατών και των διεθνών ενώσεων κρατών, δεν εξοικονομούν για να έχουν και να καταναλώνουν, όπως οι οικογένειες, αλλά εξοικονομούν για να αναπαράγουν και να αναδιανέμουν σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον. Η αντίληψη για τις οικονομίες των κρατών ως ανοικτά συστήματα, έχει ανάγκη την τεχνοκρατική γνώση και τους τεχνοκράτες ως στοιχεία του πολιτικού της συστήματος, όχι όμως ως κάτι που θα υποκαταστήσει το πολιτικό σύστημα. Η αντίληψη για τις κρατικές οικονομίες ως συστήματα παραγωγικής συσσώρευσης και αναδιανομής, απαιτεί, άλλοτε να ασκούνται πολιτικές αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας ώστε να αποφεύγονται υπερπληθωριστικές καταστάσεις που βλάπτουν την παραγωγική βάση και άλλοτε, πολιτικές ενίσχυσης συγκεκριμένων αναδιανεμητικών ελλειμμάτων, ώστε να κινηθεί η μηχανή της οικονομίας και να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κράτους πρόνοιας. Μια τέτοια αντίληψη είναι βαθύτατα ξένη στον κυρίαρχο λόγο των σημερινών ευρωπαϊκών ελίτ. Δυστυχώς όμως κατέχει και κυριαρχούμενη θέση στο λόγο όσων δεν έχουν κανένα λόγο να μη την υποστηρίζουν.
Συνεπώς, αντί να αναζητούνται λύσεις στο τεχνοκρατικό κόμμα και στην μονομερή αντίληψη περί «κακών» ελλειμμάτων, χρειάζεται να αναζητιούνται συμμαχίες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και μέσα στη χώρα που θα θεωρούν πως οι όποιες λύσεις θα είναι πολιτικές, ή θα είναι αντιδημοκρατικές και αντικοινωνικές.
Αν ενδιαφερόμαστε για αντιδημοκρατικές και αντικοινωνικές λύσεις, τότε το τεχνοκρατικό κόμμα είναι ένα πολύτιμο όπλο προς αυτή την κατεύθυνση. Αν όμως ενδιαφερόμαστε για δημοκρατικές λύσεις και για ισορροπία μεταξύ δημοσιονομικών πολιτικών και πολιτικών στοχευμένων ελλειμμάτων για τη δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας και μιας αναδιανεμητικής δικαιοσύνης, τότε χρειαζόμαστε τους τεχνοκράτες ως φορείς της συσσωρευμένης γνώσης.
Μόνο που τότε πρέπει να πολιτικοποιήσουμε τους τεχνοκράτες και όχι να τεχνοκρατικοποίησουμε την πολιτική. Και οι τεχνοκράτες πολιτικοποιούνται, όταν συμμετέχουν στη λειτουργία των κομμάτων στα οποία ανήκουν και όταν βεβαίως -εκτός από έκτακτες περιστάσεις και για συγκεκριμένο διάστημα, όπως ο Παπαδήμος και ο Μόντι- εκτίθενται στη βάσανο της λαϊκής ψήφου. Το ότι μέχρι σήμερα είχαμε κακούς πολιτικούς -στην πλειοψηφία τους- δεν σημαίνει πως αύριο δεν πρέπει να έχουμε πολιτικούς. Αν πάλι η δημοκρατία έχει ελλείμματα, δεν σημαίνει πως πρέπει να την καταργήσουμε. Αντιθέτως, οφείλουμε να την ανανεώσουμε – και κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο με πολιτικό τρόπο.