Το ερώτημα που δεν απαντήθηκε στο ιδρυτικό συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής και δεν θα απαντηθεί μέχρι να φτάσουμε στις κάλπες αφορά τις μετεκλογικές συνεργασίες και συνοψίζεται στο δίλημμα: Με τον Κυριάκο ή με τον Αλέξη;
Αυτή είναι η μοίρα κάθε μικρού συστημικού κόμματος, να αντιμετωπίζεται ως δυνητικός κυβερνητικός εταίρος και να πολιορκείται από τον δικομματισμό είτε απειλούμενο με συρρίκνωση λόγω πόλωσης είτε με δορυφοροποίηση γύρω από τον έναν από τους δύο μεγάλους.
Το θέμα είναι ταμπού για την κεντροαριστερά γιατί οποιαδήποτε επιλογή θα σημαίνει απώλειες και γιατί δεν υπάρχει μία μόνο εκδοχή. Αν φανεί καθαρά ότι το Κίνημα Αλλαγής θα συγκυβερνήσει με τη ΝΔ, τότε ένα κομμάτι του (ΚΙΔΗΣΟ, ΔΗΜΑΡ, Ραγκούσης κοκ) θα αντιδράσει με απρόβλεπτες επιπτώσεις για τη συνοχή του. Αν αντίθετα σκιαγραφηθεί πρόθεση διαμόρφωσης ενιαίου προοδευτικού μπλοκ με τον ΣΥΡΙΖΑ στο επίκεντρο, πάλι θα αναπτυχθούν φυγόκεντρες τάσεις (Βενιζέλος, Λοβέρδος, εκσυγχρονιστές κοκ) που μπορεί να φέρουν διάλυση.
Με αυτά τα δεδομένα, το δόγμα των ίσων αποστάσεων (Φ. Γεννηματά) φαίνεται μονόδρομος: Καμία προκαθορισμένη συνεργασία και αξιοποίηση της τρίτης διερευνητικής εντολής για να κατατεθεί ένα πρόγραμμα ως βάση συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου και όποια σύγκλιση προκύψει.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η θεωρία, όσο βολική και να είναι, δεν πείθει. Και δεν πείθει γιατί δεν εκφράζει μια ειλικρινή πρόθεση στηριγμένη σε ένα σοβαρό πολιτικό σκεπτικό, αλλά αποτελεί υπεκφυγή από ένα πραγματικό πρόβλημα.
Υπάρχει το παράδειγμα του SPD που παρά την εκλογική του συντριβή θα συγκυβερνήσει ξανά με τη δεξιά, υπάρχει και το παράδειγμα του Κόστα στην Πορτογαλία που στράφηκε αριστερά και τα καταφέρνει. Μόνο που εδώ δεν υπάρχει ούτε Μέρκελ ούτε η υπευθυνότητα του πολιτικού συστήματος της Λισσαβόνας. Επομένως, το δίλημμα γίνεται πολύ πιο άγριο για το Κίνημα Αλλαγής.
Στο παρασκήνιο κυκλοφορεί η ιδέα να προταθεί άλλος πρωθυπουργός από το Μητσοτάκη προκειμένου να συμμετάσχει το Κίνημα Αλλαγής σε κυβέρνηση με κορμό τη ΝΔ, αλλά αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να το αποδεχθεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εκτός αν έχει πολύ ασθενές ποσοστό, κάτι που δεν είναι πιθανό με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα.
Η άλλη σκέψη που γίνεται είναι ότι αν το Κίνημα Αλλαγής βρεθεί από άποψη εκλογικής δύναμης κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να συζητήσει συγκρότηση προοδευτικού μετώπου θέτοντας αυστηρούς όρους ως προς τις προγραμματικές θέσεις και τον τρόπο του πολιτεύεσθαι.
Επομένως, έχει πολύ μεγάλη σημασία το εκλογικό ποσοστό γιατί αλλιώς διαπραγματεύεται ένα κόμμα του 8% και αλλιώς μια πολιτική δύναμη του 15% που βλέπει από σχετικά μικρή απόσταση την αξιωματική αντιπολίτευση.
Μετά τις εκλογές το Κίνημα Αλλαγής, εφόσον τις κερδίσει η ΝΔ όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, θα κληθεί να απαντήσει γρήγορα σε τρία ερωτήματα:
-Αν θα συγκροτήσει πλειοψηφία μαζί με το πρώτο κόμμα για την προεδρική εκλογή ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος πολιτικής αστάθειας τον Μάρτιο του 2020.
-Αν θα υπερψηφίσει νέο εκλογικό νόμο ακολουθώντας την πρόταση της ΝΔ προκειμένου να μη γίνουν οι επόμενες εκλογές με απλή αναλογική.
-Αν θα συμμετάσχει στην κυβέρνηση σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας της ΝΔ ή σε περίπτωση αυτοδυναμίας εφόσον βρεθεί μπροστά σε τέτοια πρόταση.
Μία λύση είναι να απαντήσουν τα μέλη του κόμματος, όπως συνέβη στη Γερμανία με το SPD. Αλλη πιθανότητα είναι να αποφασίσει το κεντρικό όργανο του νέου φορέα, να πρόκειται δηλαδή για μια επιλογή που θα γίνει από πάνω. Το μεγαλύτερο λάθος θα είναι να αποτελέσουν κριτήριο οι δημοσκοπήσεις ή το κλίμα στα ΜΜΕ.
Οποιος δρόμος και αν ακολουθηθεί θα οδηγήσει σε αδιέξοδο αν δεν έχει συγκροτηθεί από πριν μια στέρεη πρόταση για τη μεταμνημονιακή ελληνική πραγματικότητα. Οχι στη βάση ευχών και αοριστιών, όχι με κλισέ και γενικότητες, αλλά με δέκα βασικές και ξεκάθαρες θέσεις για τα δέκα βασικά ζητήματα: κοινωνικό κράτος, παιδεία, σύστημα υγείας, δημόσια διοίκηση, ασφαλιστικό, παραγωγική βάση-απασχόληση, Δικαιοσύνη, ασφάλεια, εξωτερική πολιτική, ιδιωτικοποιήσεις-επενδύσεις-καινοτομία-νέες τεχνολογίες.
Αν αυτό συμβεί, αν το Κίνημα Αλλαγής αποκτήσει όραμα και αυτό το όραμα μπορέσει να το περιγράψει με σαφήνεια, τότε θα αποκτήσει στέρεη κοινωνική βάση, ισχυρή πολιτική δυναμική και την ικανότητα να μη σύρεται πίσω από τις εξελίξεις αλλά να τις καθορίζει. Με άλλα λόγια, αν πουν πρώτα κάτι σοβαρό, μετά θα είναι πολύ πιο εύκολο να χαράξουν στρατηγική και να φέρουν αλλαγή συσχετισμών.
Το δίλημμα “με τον Κυριάκο ή με τον Αλέξη” είναι λιγότερο σημαντικό από την απάντηση στο ερώτημα “με ποιους είμαστε”, “ποια χώρα θέλουμε” και “πόσο αλλάξαμε για να την αλλάξουμε”.