Στη μέχρι σήμερα ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρώτα διαμορφώνονταν οι πολιτικές και ακολούθως αποφασιζόταν το ύψος των δαπανών που κρίνονταν αναγκαίες για τη υλοποίησή τους. Η ροή αυτή δείχνει ήδη να αντιστρέφεται με την πρακτική που ακολουθείται για τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης.
Πράγματι, αυτό που κυριάρχησε στη συζήτηση για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού δεν ήταν οι πολιτικές αντιμετώπισής της αλλά το ύψος, το είδος και η προέλευση της χρηματοδότησης. Η Επιτροπή πρότεινε τελικώς ένα φιλόδοξο αλλά ρεαλιστικό συνδυασμό επιδοτήσεων και δανείων ύψους 750 δισ. ευρώ, που θα ανεβάσει τον προϋπολογισμό της ΕΕ στο 2% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματός της (ΑΕΕ) την περίοδο 2021-2024. Το ποσό αυτό θα αντληθεί από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, με εγγύηση τον προϋπολογισμό της ΕΕ, πράγμα που αποτελεί μεγάλη θεσμική καινοτομία, η οποία προέκυψε από την αδυναμία κάλυψης ενός τέτοιου ποσού μέσω αύξησης των εθνικών συνεισφορών ή από νέους ιδίους πόρους. Η δημοσιονομική, δηλαδή, ανάγκη δημιούργησε την ανάγκη τολμηρών θεσμικών προσαρμογών.
Η αντιστροφή στη ροή της σχετικής διαδικασίας αναμένεται να ισχύσει και κατά την περίοδο που θα ακολουθήσει μετά το 2024 για τον εξής λόγο: Θεωρείται, οικονομικά και τεχνικά, πολύ δύσκολο έως αδύνατον να επανέλθει απότομα ο προϋπολογισμός της ΕΕ από το 2% του ΑΕΕ στο 1,1% το 2025. Είναι εξαιρετικά απίθανο οι μέχρι τότε ωφελούμενοι - οικονομίες, κλάδοι, περιφέρειες - να αντέξουν τέτοια απότομη μεταβολή. Από πολιτική δε άποψη, μια τέτοια μείωση θα υπονόμευε σε απειλητικό βαθμό την εσωτερική συνοχή της Ένωσης και θα εξέπεμπε πολύ αρνητικά μηνύματα στον, ούτως ή άλλως, μεταβαλλόμενο διεθνή οικονομικό και γεωπολιτικό περίγυρο.
Αυτό τροφοδοτεί την ανάγκη ο προϋπολογισμός της ΕΕ να παραμείνει και μετά το 2024 σε επίπεδα κοντά στο 2% του ΑΕΕ της Ένωσης. Αυτομάτως όμως ανακύπτει το ερώτημα: Ποιες θα είναι οι πηγές εσόδων που θα καλύπτουν αυτή την αύξηση; Και ένα δεύτερο ερώτημα: Τι θα χρηματοδοτεί ο τόσο αυξημένος προϋπολογισμός;
Οι απαντήσεις στα δύο ερωτήματα είναι αλληλένδετες και αλληλεξαρτώμενες. Η προέλευση των πόρων θα συνδέεται με το ποιοι θα είναι οι αποδέκτες τους. Προφανώς κανείς δεν προτείνει -ούτε μπορεί να γίνει αποδεκτό- να κατευθύνεται το σύνολο της αύξησης στον ευρωπαϊκό νότο και στην ανατολική Ευρώπη. Ένας τόσο αυξημένος προϋπολογισμός αναπόφευκτα θα πρέπει να αφορά πολύ περισσότερους Ευρωπαίους πολίτες, περιλαμβανομένων των πολιτών των κρατών/καθαρών συνεισφορέων, έστω και σε κάποια διαφορετική ένταση. Πράγμα εξ άλλου αναγκαίο για την ενίσχυση της πραγματικής συνοχής και, εν τέλει, για την εδραίωση μιας «ενεργού αλληλεγγύης» μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών, κοινωνιών και πολιτών.
Η «ενεργός αλληλεγγύη» δεν θα μπορεί όμως να υπηρετηθεί μόνο από τις υπάρχουσες πολιτικές, οι οποίες, εν τοις πράγμασι, αφορούν μόνο μέρος των πολιτών της ΕΕ. Η ανάπτυξή της θα απαιτήσει επέκταση της ενωσιακής δράσης σε νέους τομείς και πολιτικές, όπως στον κοινωνικό τομέα, στη δημόσια υγεία, στη μετανάστευση, στην αστική ανάπτυξη και, επέκεινα, στην ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Θα απαιτήσει, δηλαδή, περαιτέρω «κοινοτικοποίηση» εθνικών πολιτικών.
Οι νέες αυτές πολιτικές είναι που θα «γεμίσουν» το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του προϋπολογισμού. Της αύξησης που θα αφορά πλέον και μεγάλο μέρος των πολιτών των κρατών/καθαρών συνεισφορέων, που θα αισθάνονται έτσι ότι η υπόθεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αφορά και τους ίδιους, ως άμεσα ωφελούμενους και όχι υπό την αμυδρή έννοια των έμμεσων ωφελειών για την οικονομία της χώρας τους.
Έρχεται τώρα το θέμα της προέλευσης των αυξημένων πόρων. Προφανώς είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει νέος δανεισμός μετά το 2024 αλλά, και αν αυτός επαναληφθεί για μια φορά, δεν θα μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές. Νέες πηγές εσόδων θα μπορούσαν να είναι νέοι ίδιοι πόροι, όπως ο φόρος σε μη ανακυκλώσιμα υλικά, ο ψηφιακός φόρος ή η εμπορία αερίων ρύπων. Όμως, οι νέοι αυτοί πόροι δεν φαίνεται να μπορούν –ή και να πρέπει - να καλύψουν όλη την απαιτούμενη αύξηση. Μένουν οι συνεισφορές των κρατών μελών. Θα ήταν αποδεκτή μια αύξησή τους; Ναι, κατά την άποψή μας, εφ? όσον συνειδητοποιηθεί η οικονομική και ιστορική ανάγκη και επί πλέον υπό τον όρο ότι δεν θα συνοδευόταν από αύξηση του «καθαρού υπολοίπου» των καθαρών συνεισφορέων, δηλαδή της διαφοράς μεταξύ συνεισφοράς και απολήψεων. Ότι, δηλαδή, μαζί με τη συνεισφορά τους θα αυξάνονταν και οι απολήψεις τους από τον προϋπολογισμό, πράγμα εξ άλλου αναγκαίο προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι «κοινοτικοποιούμενες» εθνικές πολιτικές τους.
?Ετσι, η ανάγκη αποφυγής μείωσης του προϋπολογισμού μετά το 2024 μπορεί να οδηγήσει σε θέσπιση νέων ευρωπαϊκών πολιτικών και νέων ιδίων πόρων και, εν τέλει, σε ενίσχυση της συνοχής και της ενεργού αλληλεγγύης στην ΕΕ, αναγκαίων όσο ποτέ στις μέρες που ζούμε και σε αυτές που έρχονται. Και η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, εκτός από εργαλείο αντιμετώπισης της κρίσης, να λειτουργήσει και ως καταλύτης θεσμικών εξελίξεων στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Πηγή: www.tanea.gr