Μετά από μια μεγάλη περίοδο αδικαιολόγητης αδράνειας, ο δημόσιος διάλογος για την ψήφο των εκτός επικρατείας Ελλήνων πολιτών έχει αναζωπυρωθεί και ήδη βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Αν όμως επιχειρήσουμε μια ψύχραιμη αποτίμηση της έως τώρα πορείας του, είναι φανερό ότι, ακόμα και σήμερα, ένα μεγάλο μέρος αυτού του διαλόγου είτε εκκινεί από εσφαλμένες προϋποθέσεις είτε κινείται φανερά εκτός των ορίων του ισχύοντος Συντάγματος.
Ας δούμε γιατί, ξεκινώντας από την σχετική (αναθεωρημένη το 2001) διάταξη του άρθρου 51 παρ. 4:
«…Νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια. Ως προς τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο…».
Από την κατ’αρχήν εύστοχη αυτή διάταξη ανακύπτει μια σειρά κρίσιμων ερωτημάτων, στα οποία θα επιχειρηθούν σύντομες απαντήσεις:
ΠΡΩΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: Ποιους αφορά η εν λόγω ρύθμιση;
Η απάντηση είναι πρόδηλη: αφορά αποκλειστικά τους Έλληνες πολίτες, δηλαδή αυτούς που έχουν ελληνική ιθαγένεια και είναι εγγεγραμμένοι σε κάποιο από τα δημοτολόγια της χώρας (που είναι και εκλογικοί κατάλογοι). Άρα οι όροι «ψήφος των ομογενών» και «ψήφος των αποδήμων», τους οποίους χρησιμοποιούν άκριτα και κατά κόρον πλείστοι όσοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί (ακόμη και αρμόδιοι υπουργοί…), είναι εξαιρετικά προβληματικοί και προκαλούν σοβαρές παρανοήσεις και συγχύσεις, διότι παραπέμπουν σε όλους όσοι, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, αισθάνονται Έλληνες, με κριτήριο την κοινή καταγωγή, την κοινή γλώσσα και τις κοινές πολιτισμικές παραδόσεις.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: Τι επιβάλλει το Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη;
Η απάντηση επίσης είναι προφανής: επιβάλλει αποκλειστικά και μόνον την διευκόλυνση της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος των εκτός επικρατείας πολιτών, παρέχοντάς τους –υπό το πρίσμα της ουσιαστικής πραγμάτωσης της καθολικής ψηφοφορίας– την δυνατότητα να ψηφίζουν (για όλες κατ’αρχήν τις εκλογές) χωρίς να διανύουν μεγάλες αποστάσεις και να επιβαρύνονται με υπέρογκα έξοδα.
Αυτό σημαίνει ότι ο νομοθέτης δεν έχει κανένα δικαίωμα να περιορίσει επί της ουσίας το δικαίωμα της ψήφου των εκτός επικρατείας πολιτών, με κριτήρια όπως αυτά που έχουν προταθεί για τον χρόνο απουσίας και την ύπαρξη ΑΦΜ. Κάτι τέτοιο αντίκειται ευθέως στο άρθρο 51 του Συντάγματος και ειδικότερα στην παρ. 2, που κατοχυρώνει την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας, και στην παρ. 3, που την εξειδικεύει, ορίζοντας ότι: «O νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα».
Έχει προταθεί, βέβαια, να προστεθεί με την αναθεώρηση νέα διάταξη στο άρθρο 54, ώστε να τεθούν ειδικοί περιορισμοί ως προς τους εκτός επικρατείας πολίτες. Κατά την άποψή μου, αυτό είναι επίσης συνταγματικά ανεπίτρεπτο, διότι το ζήτημα δεν αφορά τα του εκλογικού συστήματος και των εκλογικών περιφερειών, που ρυθμίζονται στο άρθρο 54 (για το οποίο εκκρεμούν δύο αναθεωρητικές προτάσεις, η πρώτη για το εκλογικό σύστημα και η δεύτερη –που είναι ενδιαφέρουσα– για την καθιέρωση ειδικού ενιαίου ψηφοδελτίου έως 5 βουλευτών για τον απόδημο ελληνισμό). Αντίθετα, οι όποιοι περιορισμοί των εκλογικών δικαιωμάτων συνδέονται αποκλειστικά με την ρύθμιση της καθολικής ψηφοφορίας του άρθρου 51, για το οποίο πρέπει να συνυπολογισθεί, πέρα από το ότι δεν έχει κριθεί ούτως ή άλλως αναθεωρητέο (εξ ου και δεν έγινε οποιαδήποτε σχετική συζήτηση στην πρώτη Βουλή) και το ότι συνδέεται άρρηκτα με την μη αναθεωρήσιμη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Υπάρχει πάντως μια άλλη συναφής νομοθετική λύση, που θα μπορούσε να κριθεί, κατ’οικονομίαν έστω, συνταγματικά ανεκτή: το να υποχρεωθούν, κατ’εξαίρεσιν, οι εκτός επικρατείας πολίτες να ανανεώνουν υποχρεωτικά και αυτοπροσώπως την εγγραφή τους στους εκλογικούς καταλόγους, σε τακτά χρονικά διαστήματα (πχ δεκαετία), όπως ισχύει σε άλλες χώρες.
ΤΡΙΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: Επιτρέπεται η ψήφος των εκτός επικρατείας πολιτών να αφορά την επιλογή μόνον ορισμένων βουλευτών από το ψηφοδέλτιο επικρατείας, χωρίς να προσμετράται στο συνολικό αποτέλεσμα, όπως προτείνει, ο ΣΥΡΙΖΑ;
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική: η πρόταση αυτή, που στηρίζεται σε εσφαλμένα συγκριτικά στοιχεία, παραβιάζει ευθέως την αρχή της ισότητας-ισοδυναμίας της ψήφου και οδηγεί στην δημιουργία μιας κατηγορίας πολιτών δεύτερης διαλογής, για τους οποίους θα ισχύει το εξής νομικό και πολιτικό παράδοξο: να ψηφίζουν το κόμμα και τον βουλευτή της προτίμησής τους, όταν μεταβαίνουν από το εξωτερικό στην εκλογική τους περιφέρεια, αλλά να μην μπορούν να επιλέξουν τίποτα από τα δύο, όταν ψηφίζουν στον τόπο διαμονής τους…
ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: Ποιες λύσεις εναρμονίζονται με το Σύνταγμα;
Η πληρέστερη νομικοπολιτικά λύση θα ήταν αναμφίβολα η μέγιστη δυνατή διευκόλυνση των εκτός επικρατείας πολιτών ώστε να μπορούν να επιλέγουν τόσο το κόμμα της αρεσκείας τους όσο και τους βουλευτές της εκλογικής τους περιφέρειας (δεδομένου μάλιστα ότι ο αριθμός τους προκύπτει από τον νόμιμο πληθυσμό, δηλαδή από τους εγγεγραμμένους στα δημοτολόγια, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή). Αυτό μπορεί να γίνει προεχόντως με ένα πολλαπλά εγγυημένο μικτό σύστημα, που θα αξιοποιεί επιλεκτικά και κατά περίπτωση κάθε πρόσφορο και δοκιμασμένο σε άλλες χώρες τρόπο, όπως ιδίως η ψηφοφορία στα προξενεία, η επιστολική ψήφος, η ηλεκτρονική ψήφος και η ψήφος διά πληρεξουσίου.
Ωστόσο, θα ήταν συνταγματικά ανεκτή, εν όψει των πολλαπλών δυσχερειών ενός τέτοιου εγχειρήματος, και μια μεταβατική –και δοκιμασμένη σε άλλες χώρες– λύση, βάσει της οποίας οι εκτός επικρατείας πολίτες θα επιλέγουν, με έναν συνδυασμό επιστολικής ψήφου και ψήφου στα προξενεία, τόσο το κόμμα που προτιμούν (πρόταση ΝΔ) όσο και έναν αριθμό από τους βουλευτές επικρατείας (πρόταση ΣΥΡΙΖΑ).
ΠΕΜΠΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: Υπάρχει όντως κίνδυνος να επιχειρηθεί, εν όψει μιας τέτοιας διευκόλυνσης της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος, εκτεταμένη και επιτηδευμένη αλλοίωση του εκλογικού σώματος, με αθρόες εγγραφές στα δημοτολόγια από ομογενείς που είναι πολίτες άλλων κρατών;
Οι σχετικές ανησυχίες ορισμένων κομμάτων είναι εν πολλοίς βάσιμες. Ωστόσο, οι λύσεις που προτείνονται είναι, όπως προαναφέρθηκε, συνταγματικά προβληματικές. Η μόνη θεμιτή ασφαλιστική δικλείδα, κατά την άποψή μου, μπορεί να αναζητηθεί στο δίκαιο της ιθαγένειας, με μια συγκεκριμένη ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία για να αποκτήσει εφεξής κάποιος αλλοδαπός την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη πρέπει να αποποιηθεί την προηγούμενη ιθαγένειά του (ή έστω να επιλέξει εφάπαξ, με υπεύθυνη δήλωση, ότι θα ψηφίζει μόνο στη χώρα μας, όπως περίπου συμβαίνει στην Πορτογαλία). Είναι μια λύση απλή και καθαρή, που δεν υπόκειται μάλιστα σε κανένα συνταγματικό περιορισμό. Επιπλέον, όμως, είναι και η ορθότερη, διότι αποδεικνύει πολύ ισχυρότερο δεσμό με την Ελλάδα, σε σχέση με τα χρόνια απουσίας και τον ΑΦΜ. Και ένας τέτοιος δεσμός όχι μόνον δικαιολογεί αλλά και επιβάλλει την άσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων…