Η Ρεβυθούσα είναι ένα μικρό, ακατοίκητο νησάκι του Σαρωνικού που βρίσκεται στον κόλπο των Μεγάρων, κοντά στη Σαλαμίνα. Εκεί έχει δημιουργηθεί μια από τις σημαντικότερες εθνικές υποδομές της χώρας. Πρόκειται για τον Τερματικό Σταθμό Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (ΥΦΑ) Ρεβυθούσας που είναι ένας από τους δεκατρείς (13) αντίστοιχους σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου, που λειτουργούν σήμερα σε όλο το χώρο της Μεσογείου και της Ευρώπης. Έργο ζωτικής σημασίας για την αποθήκευση και διανομή φυσικού αερίου σε όλη την Ελλάδα.
.
Το έργο άρχισε να υλοποιείται στις αρχές της δεκαετίας του ’90, από τη ΔΕΠΑ. Με το που ανακοινώθηκε η δημιουργία των εγκαταστάσεων, κάτοικοι, κυρίως από τη Σαλαμίνα, και ακτιβιστές, διοργάνωσαν σειρά κινητοποιήσεων κατά της λειτουργίας του σταθμού, καταγγέλλοντας ότι «μια βόμβα θανάτου» ήταν προ των πυλών. Διαδηλώσεις, αποκλεισμός του νησιού από βάρκες, δηλώσεις κατατρομοκράτησης του πληθυσμού, ολοσέλιδα ρεπορτάζ στα μέσα ενημέρωσης. Ευτυχώς, παρά τις αντιδράσεις, οι εγκαταστάσεις ολοκληρώθηκαν, τίποτα το επικίνδυνο δεν παρατηρήθηκε όλα αυτά τα χρόνια και όλοι σήμερα αναγνωρίζουν τη στρατηγική σημασία του έργου.
.
Πριν τέσσερα χρόνια, η Ρεβυθούσα ήλθε και πάλι στην επικαιρότητα. Οι κάτοικοι της Σαλαμίνας κινητοποιήθηκαν με ένα εντελώς διαφορετικό αίτημα. Επιδίωξαν για τη Ρεβυθούσα να γίνει τμήμα του δήμου Σαλαμίνας προκειμένου να εισπράττουν αυτοί τα δημοτικά τέλη των 150.000 ευρώ ετησίως από τη ΔΕΠΑ και όχι ο δήμος Μεγάρων, που επίσης διεκδικούσε για λογαριασμό του τη Ρεβυθούσα. Η «βόμβα θανάτου» με μαγικό τρόπο μεταμορφώθηκε σε πολύφερνη νύφη.
.
Σε αυτό το περιστατικό μπορεί να συμπυκνωθεί όλη η παθολογία της ελληνικής κοινωνίας. Λυσσαλέα αντίδραση και επίμονη αντίδραση σε κάθε απόπειρα εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμίσεων, παράλληλα με την προσπάθεια ιδιοποίησης των πλεονεκτημάτων όταν κάτι υλοποιείται παρά τις αντιδράσεις. Ιδιοποίησης από «εμάς» και όχι από τους «άλλους». Είναι το σύνδρομο της Ρεβυθούσας.
.
Η Ρεβυθούσα δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Ο κατάλογος που ακολουθεί είναι ενδεικτικός και μπορεί να συμπληρωθεί με εκατοντάδες παρόμοιες περιπτώσεις: Κινητοποιήσεις και συγκρούσεις με την Αστυνομία πριν από δεκαετίες για να μην κατασκευαστεί το αεροδρόμιο στα Σπάτα. Οι ίδιοι φορείς που δεν ήθελαν το αεροδρόμιο, τώρα προσφεύγουν στα δικαστήρια διεκδικώντας το 10% από την αξιοποίηση του αεροδρομίου του Ελληνικού. Κοινωνική κατακραυγή όταν ανακοινώθηκε από τον Τάσο Γιαννίτση, το 2001, το σχέδιο για το ασφαλιστικό. Δεκάδες προσφυγές «περιοίκων» για κάθε σημαντικό έργο πολιτισμού, όπως το Μουσείο της Ακρόπολης και το Τελλόγλειο στη Θεσσαλονίκη. Αντάρτικο στην Κερατέα. Λαϊκή κατακραυγή εναντίον αποτεφρωτηρίου στο Μαρκόπουλο, με καθοδήγηση της εκκλησίας, κ.ο.κ. Η κυρίαρχη λογική ήταν το NIMB: Not in my backyard, δηλαδή «κάντε το όπου θέλετε, αλλά μακριά από τη δική μου αυλή».
.
Εάν οι διαπιστώσεις που προηγήθηκαν είναι ορθές, τότε αυτονόητα τίθενται δύο ερωτήματα: Γιατί η κοινωνία αντιδρά με αυτό τον αναχρονιστικό και αντιδραστικό τρόπο; Επίσης, γιατί κοινωνικά τμήματα και ομάδες επιδιώκουν πάντα το ίδιο όφελος, αδιαφορώντας για το ευρύτερο συμφέρον;
.
Υποστηρίζω, έστω και ως υπόθεση εργασίας, ότι αυτά τα φαινόμενα έχουν τη ρίζα τους σε ένα δομικό χαρακτηριστικό αυτού που έχω αλλού αποκαλέσει «καταστροφική ιδεολογία της Μεταπολίτευσης» [1]: Στην επικράτηση ενός ακραίουατομικισμού και συντεχνιασμού σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Τα άτομα της μεταπολίτευσης κοινωνικοποιήθηκαν στη βάση της εξυπηρέτησης των στενών τους συμφερόντων, που είχαν ως απώτατο όριο τη συντεχνία τους και τον στενό περίγυρό τους. Το ανορθολογικό και εξαμβλωματικό κράτος της μεταπολίτευσης δομήθηκε στη βάση των επάλληλων συμβιβασμών με τα συντεχνιακά συμφέροντα. Λαϊκιστές πολιτικοί στο όνομα του «πολιτικού κόστους» ήταν αδύνατο να αντισταθούν στο τέρας που οι ίδιοι είχαν εκθρέψει και το οποίο είχε πλέον αυτονομηθεί. Το γεγονός και μόνο ότι στα 36 χρόνια της μεταπολίτευσης καμία κυβέρνηση δεν τόλμησε να ανοίξει τα κλειστά επαγγέλματα στο χώρο των μεταφορών είναι η καλύτερη απόδειξη για τη δύναμη των συντεχνιών και την αδυναμία των πολιτικών. Η τάση αυτή ενυπήρχε από το 1974, εμφωλευμένη αλλά όχι κυρίαρχη, στην αριστερή-λαϊκιστική κουλτούρα της εποχής. Σταδιακά επικράτησε πλήρως, ιδίως από το 1981 και μετά.
.
Σχηματοποιώντας αναγκαστικά, μπορούμε να πούμε ότι ο Έλληνας της Μεταπολίτευσης κοινωνικοποιήθηκε με όρους κακομαθημένου παιδιού, που τα θέλει όλα, εδώ και τώρα, που έχει μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις και που φυσικά κάθε κύρωση του είναι αδιανόητη. Το γενικό συμφέρον αποσαρθρώθηκε ως έννοια κοινά αποδεκτή, και υποκαταστάθηκε από τον ακραίο ατομισμό και συντεχνιασμό. Σε επίπεδο ανθρωπολογικό αυτό σημαίνει ότι το κράτος νοείται από τα άτομα ως κάτι απολύτως ξένο, που μόνο σκοπό έχει την καταπίεσή τους και το οποίο πρέπει να απομυζήσουμε με κάθε τρόπο.
.
Δυστυχώς αυτή η βαθύτατα αντικοινωνική «κοινωνικοποίηση» επενδύθηκε με το λαϊκιστικό και στερεοτυπικό μύθο του καλού και ενάρετου λαού σε αντίθεση με τους κακούς που συγκροτούσαν το πολιτικό σύστημα. Παράλληλα, και στον επιστημονικό λόγο της εποχής κυριάρχησαν ως παράδειγμα οι αντιλήψεις του Alexis de Tocqueville ,[2]σύμφωνα με τις οποίες η κοινωνία των πολιτών ήταν μια αυτόνομη σφαίρα, μεταξύ της πολιτικής και της αγοράς, με διακριτά και διαχρονικά χαρακτηριστικά. Η αντίληψη αυτή, υποστηρίζει επίσης ότι αξιολογικά, το κράτος έχει αρνητικό πρόσημο, σε αντίθεση με την κοινωνία των πολιτών που έχει θετική σήμανση.
.
Ευτυχώς, οι αντιλήψεις αυτές αμφισβητούνται έντονα στις ημέρες μας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γιάννης Βούλγαρης [3] «η κοινωνία των πολιτών έχει την ικανότητα και την ισχύ να εκμεταλλεύεται τα κενά και τις αδυναμίες του δημοσίου, να αιχμαλωτίζει, να επιβάλλει ή να διαφθείρει δημόσιες πολιτικές και να οικειοποιείται πόρους νομίμως, νομοτύπως ή παρανόμως».
.
Ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου επισημαίνει: « Το κεντρικό ερώτημα εδώ είναι: η ελληνική κοινωνία παράγει ομάδες που συγκροτούνται σε στενά συντεχνιακή βάση ή με τρόπο ευρύ και περιεκτικό; Εάν οι ομάδες πίεσης είναι συγκροτημένες σε στενά συντεχνιακή βάση τότε και η προώθηση των συμφερόντων τους θα ορίζεται με στενό τρόπο και θα παίρνει τη μορφή απόσπασης μεριδίου από άλλους . Το σχετικά μικρό μέγεθος μιας ομάδας ειδικών συμφερόντων σημαίνει ότι και το μερίδιό τους από μια (μέσω κάποιας μεταρρύθμισης) αύξηση του εθνικού εισοδήματος θα είναι αντίστοιχα μικρό. Συνεπώς, είναι προτιμότερη η απόσπαση και διατήρηση πλεονεκτημάτων σε βάρος άλλων. Εάν οι ομάδες πίεσης συγκροτούνται με ευρύ τρόπο και περιλαμβάνουν μια πλειάδα επιμέρους συμφερόντων (π.χ. τα σουηδικά εργατικά συνδικάτα) τότε η δομή των κινήτρων της δράσης τους αλλάζει. Οι δυσμενείς συνέπειες από την προώθηση των επιμέρους συμφερόντων “εσωτερικεύονται” και λαμβάνονται υπ’ όψη από την ευρύτερη ομάδα». [4]
.
Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα σημαντικής αυτονόμησης του κοινωνικού στοιχείου απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Το μερικό κατισχύει του γενικού.
.
Με αυτά τα δεδομένα, οι σχέσεις ανάμεσα στην κοινωνία, τις κυρίαρχες κοινωνικά αντιλήψεις και το πολιτικό σύστημα πρέπει να τεθούν σε μια εντελώς διαφορετική βάση. Δεν υπάρχουν μόνο θύματα και θύτες. Δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί» μόνο, όπως στα γουέστερν. Οι σχέσεις είναι πολύ πιο περίπλοκες. « Οι πολιτικοί μπορούν θαυμάσια να είναι δέσμιοι ενός θηρίου που είτε οι ίδιοι είτε οι προκάτοχοί τους (από σχέδιο ή από ενδοτικότητα) εξέθρεψαν», σύμφωνα με την εύστοχη επισήμανση του Χρυσάφη Ιορδάνογλου [5]. Μεταφορικά μιλώντας, μοιάζουν πολύ με την πλοκή του μυθιστορήματος «Φρανκεστάιν» της Μαίρης Σέλλεϋ. Εκεί, η Μαίρη Σέλλεϋ περιγράφει τη δημιουργία ενός τέρατος από το δόκτορα Φρανκεστάιν, έναν τρελό επιστήμονα, που πιστεύει ότι το ελέγχει απόλυτα. Όταν το τέρας αυτονομείται και διαπράττει διάφορα εγκλήματα, παρότι κατά βάθος καλόψυχο, ο επιστήμονας με πόνο ψυχής αποφασίζει να το σκοτώσει. Ας σημειωθεί ότι το τέρας του Φρανκενστάιν, στο μυθιστόρημα της Σέλλεϋ, στο τέλος σκοτώνει το δημιουργό του και εξαφανίζεται.
.
Βρισκόμαστε μπροστά στο εξής παράδοξο, που είναι τελείως αντίθετο από την παραδεδομένη σοφία, από το zeitgeist της εποχής: Το πολιτικό σύστημα έχει αντιληφθεί, ή έχει υποχρεωθεί να αντιληφθεί, στην πλειοψηφία του, με ταλαντώσεις και παλινδρομήσεις, ότι πρέπει να σκοτώσει το τέρας που δημιούργησε, δηλαδή την κυρίαρχη κοινωνικά αντίληψη ότι κάθε αίτημα είναι σωστό, ότι κάθε δικαίωμα είναι ασάλευτο κεκτημένο, ότι κάθε αλλαγή είναι κίνδυνος, ότι κάθε συντεχνία δικαιούται να αδιαφορεί προκλητικά για την υπόλοιπη κοινωνία.
.
Αντίθετα, στην κοινωνία φαίνεται ότι αυτές οι αντιλήψεις συνεχίζουν να είναι πλειοψηφικές. Ενθαρρύνονται και αναπαράγονται από ένα άθλιο σύστημα λαϊκιστικών μέσων ενημέρωσης που καταγγέλλει κάθε απόπειρα εξορθολογισμού και μεταρρυθμίσεων ως επίθεση στα λαϊκά κεκτημένα, καθώς και από λαϊκιστές πολιτικούς που βλέπουν τα δημοσκοπικά ποσοστά τους να εκτοξεύονται υποσχόμενοι ανύπαρκτους παραδείσους.
.
Είναι σαφές ότι οι προσδοκίες για βαθύτατες διαρθρωτικές αλλαγές στην Ελλάδα, όρος επιβίωσής της, είναι αδύνατες χωρίς μια ριζική αλλαγή νοοτροπιών και συμπεριφορών. Είναι αδύνατες χωρίς την καταπολέμηση του συντεχνιασμού και του ατομικισμού από ένα διαφορετικό λόγο ( discourse ) με κύρια αναφορά στην έννοια του γενικού συμφέροντος και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Ένα λόγο φιλελεύθερο και προοδευτικό, ένα λόγο συνθετικό και όχι μερικό, ένα λόγο που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο σε αυτή τη χώρα.
.
Ή, με τα λόγια του ποιητή, Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκικαι λέει: καλά είμαι εδώ (Μιχάλης Κατσαρός, «Η διαθήκη μου»).
.
.
[1] Δες Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Πολιτικό Τραβέρσο στην Ύστερη Μεταπολίτευση, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 236.
.
[2] Δες Alexis de Tocqueville , Η δημοκρατία στην Αμερική, Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2008.
.
[3]Γιάννης Βούλγαρης, Η Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση στην Παγκοσμιοποίηση, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2008, σελ. 325.
.
[4]Χρυσάφης Ι. Ιορδάνογλου, «Το Μεταπολιτευτικό Κοινωνιολογικό Παράδειγμα. Άποψη ενός Οικονομολόγου». Σύγχρονα Θέματα, Τεύχος 110 (το 1 ο μέρος), Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010, σελ. 31-43, Τεύχος 111 (το 2 ο μέρος), Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2010, σελ. 42-55. Δες επίσης Μαριλένα Σημίτη, «Δύο Όψεις της Κοινωνίας των Πολιτών: Η πάλη για την ηγεμονία», στο Γιάννης Βούλγαρης, Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος (επιμ.), Στα μονοπάτια του Αντόνιο Γκράμσι, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2010, σελ. 65-85.
.
[5]Ιορδάνογλου, όπ.παρ.