Θα μπορούσε κανείς να το αποκαλέσει «το σύνδρομο της Νυρεμβέργης». Κάθε μεγάλη καταστροφή, όπως αυτή που βιώνει η χώρα μας σήμερα, επιφέρει την απαίτηση μιας «κάθαρσης», όπου ο νόμος καλείται να ανταποκριθεί στο «κοινό περί δικαίου» αίσθημα. Αλλά, παντού, ο νόμος συνάδει περισσότερο με το αίτημα της «διασφάλισης της τάξης» και της αποκατάστασης της ζωής και των ονείρων μας.
Στη Ρουμανία, το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει την πρόσβαση πρώην μελών της κουμμουνιστικής γραφειοκρατίας σε υψηλά κρατικά αξιώματα και δημόσιες θέσεις, πριν ακόμα αποδειχτεί η διάπραξη εγκλημάτων. Συνεπώς, ένας νόμος που αποσκοπούσε στην κάθαρση – μιας τάξης ανθρώπων και όχι συγκεκριμένων ατόμων – κρίθηκε αντισυνταγματικός.
Στην Ισπανία, ο «ενοχλητικός» για πολλούς εισαγγελέας Γκαρσόν καταδικάστηκε επειδή, κατά τη διάρκεια έρευνας για μια υπόθεση διαφθοράς στην οποία είχαν εμπλακεί μέλη του συντηρητικού κόμματος της περιοχής Βαλένθια, είχε διατάξει – παράνομα – την παρακολούθηση των τηλεφώνων τους. Συνεπώς, του επιβλήθηκαν 11 χρόνια αποκλεισμού από οποιαδήποτε δραστηριότητα στο χώρο της δικαιοσύνης. Σίγουρα ο Γκαρσόν θα λείψει απ’ όλους μας αλλά, όπως και ο Σωκράτης, είναι υποχρεωμένος τώρα να πιει το κώνειο.
Παντού, η δικαιοσύνη δεν μπορεί πάντα να ανταποκριθεί στο «κοινό περί δικαίου αίσθημα», επειδή πρώτο μέλημα της δικαιοσύνης είναι η εφαρμογή της τάξης του υφιστάμενου νόμου. Πολλές φορές, ο νόμος και όχι η δικαιοσύνη, έρχονται σε σύγκρουση με το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Στην Ελλάδα, το πολιτικό σύστημα έχει συνομολογήσει ότι πρέπει να αλλάξουν βασικές πτυχές του συντάγματος, προκειμένου τα πολιτικά πρόσωπα να διώκονται για κοινά εγκλήματα από κοινούς δικαστές. Έως σήμερα, ο θεσμός της ασυλίας έχει γίνει ένα «εμβληματικό» πολιτικό ζήτημα, αφού, εάν δεν είναι δυνατόν να «επιστρέψουν τα λεφτά», τουλάχιστον πρέπει «να πάνε φυλακή» όσοι πήραν τα λεφτά. Όσο δε συμβαίνει αυτό, το κοινωνικό αυτό στίγμα «του κλέφτη» στοιχειώνει την καριέρα κάθε πολιτικού.
Η ψυχραιμία δε συνάδει με καταστάσεις κρίσης, όπου το κοινό περί δικαίου αίσθημα απαιτεί, αν όχι δικαιοσύνη, τουλάχιστον μια πειστική και τάχιστη θυσία. Αλλά η δικαιοσύνη δεν μπορεί να ανταποκριθεί ούτε σ’ αυτό το αίτημα, επειδή η εξασφάλιση μιας δίκαιης δίκης είναι αυτό που διαχωρίζει το δικαστή από τον εκδικητή.
Το ρόλο του τιμωρού αναλαμβάνει συχνά ο Τύπος, φωτογραφίζοντας υπόπτους. Η κοινή γνώμη ένιωσε βαθύτατα προσβεβλημένη ακούγοντας το περίφημο «μαζί τα φάγαμε». Αυτή η κατηγορία συλλογικής ευθύνης, που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν αποδίδει όλο το συλλογισμό του εκφωνητή της, εξόργισε μια κοινωνία όπου, πολλοί από εμάς, δεν αισθάνονται κλέφτες. Αλλά, αυτή η οργή που εκφράζεται δικαιολογημένα από κάθε πολίτη, δεν μπορεί να ξεστομιστεί από πολιτικά πρόσωπα που δεν έχουν το τεκμήριο της αθωότητας.
Για όσους βρίσκονται στην πολιτική, το γεγονός αυτό είναι σημείο των καιρών, που δε μπορεί όμως κανένας να συνηθίσει, ιδιαίτερα επειδή οι φήμες δεν είναι κατηγορίες που περνούν τη βάσανο μιας δίκαιης δίκης. Ούτε φυσικά υπάρχει κάποιο είδος «συναδελφικής αλληλεγγύης», δεδομένου ότι το εκλογικό σώμα είναι διατεθειμένο να ακούσει, συχνά να αποδεχτεί, ή ακόμα και να επιδοκιμάσει με την ψήφο του πολλές φήμες και θεωρίες συνομωσίας.
Το γεγονός, όμως, είναι ότι οι πολιτικοί πρέπει σήμερα να αντιμετωπίσουν πρωτόγνωρες προκλήσεις χωρίς περιθώρια λάθους. Η μεγαλύτερη κατηγορία που απευθύνεται συλλογικά έναντι του πολιτικού κόσμου – ή τουλάχιστον των κυβερνώντων – είναι ότι αντέδρασε ακολουθώντας «δοκιμασμένες λύσεις» σε μια πρωτόγνωρη κρίση. Η μόνη απάντηση σε αυτή την κατηγορία είναι ότι ο νόμος, ως εγγυητής της τάξης, τιμωρεί συχνότερα τον πειραματισμό – ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πειράματα με ανθρώπινες ζωές – παρά τις «επαναστατικές λύσεις». Ο νόμος δεν είναι το καταφύγιο του επαναστάτη.
Όπως και στη Νυρεμβέργη, δεν μπορεί κανείς να κρυφτεί πίσω από αυτήν την αλήθεια προκειμένου να αποφύγει τις ευθύνες του. Αλλά ο νόμος, πάντα, αποδίδει ατομικές και όχι συλλογικές ευθύνες. Σε αντίθετη περίπτωση, η δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή, αλλά «λαϊκίζει». Με άλλα λόγια, η ψήφος, σε συγκεκριμένα άτομα και, αντίθετα, η αποδοκιμασία συγκεκριμένων ατόμων, είναι η μόνη ελπίδα για «μια δίκαιη δίκη», αφού ο νόμος διασφαλίζει απλώς την τάξη και όχι τη λύτρωση μιας κοινωνίας.
Όποιος πολιτεύεται με σύνθημα «την αποκατάσταση της δικαιοσύνης», είτε έχει ένα πολύ καλό νομοσχέδιο να προτείνει, είτε απλώς τρέφεται παρασιτικά από το αίσθημα του φόβου που ενέχει κάθε πρωτόγνωρη κοινωνική κρίση. Δυστυχώς, ακόμα και μετά τις εκλογές, η πολιτική θα εξακολουθήσει να είναι η τέχνη του εφικτού. Και οι εκλογές θα εξακολουθήσουν να είναι μια διαδικασία επιλογής μεταξύ υφιστάμενων κομμάτων, προγραμμάτων και προσώπων. Και αυτό πρέπει να το λάβει υπόψη του κάθε δικαστής ή τιμωρός, που θα βρεθεί απέναντι στην κάλπη.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ