Δεν ήταν τελικά τυχαίο ότι στα τέλη του 20ου αιώνα, ξαφνικά σε όλες τις χώρες και σε όλες τις γλώσσες της Ευρώπης ένας “συγγραφέας” με ύφος, που συναγωνιζόταν εκείνο των εκθέσεων μαθητών γυμνασίου παρήγαγε το ένα “μπεστ σέλερ” μετά το άλλο, στηριγμένος σε γλυκανάλατες φράσεις του στυλ “αν θες κάτι πολύ, το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να το αποκτήσεις”. Επρεπε να έχεις διαβάσει Πάουλο Κοέλιο για να είσαι “συμβατός” με την εποχή σου. Το νεοφιλελεύθερο αφήγημα είχε ανάγκη αυτό το “σύνδρομο Κοέλιο”, που απλοϊκά αλλά με την ακαταμάχητη ισχύ της “μόδας” έπειθε εκατομμύρια ανθρώπους ότι είναι τελικά στο χέρι τους να κάνουν το όνειρο τους πραγματικότητα. Ετσι κι αλλιώς τα απανωτά τηλεοπτικά σόου, επιβεβαίωναν το μύθο ότι μπορείς να γίνεις διάσημος, τραγουδιστής, ηθοποιός, ποδοσφαιριστής ή έστω συνοδός πλουσίων κυρίων με προοπτικές γάμου, αν το ήθελες και το προσπαθούσες πολύ.
Για τους πιο “ψαγμένους” τα ράφια με τα “ευπώλητα” των βιβλιοπωλείων είχαν γεμίσει με οδηγούς προσωπικής επιτυχίας και ευτυχίας. Κεντρική ιδέα: “Ο καθένας είναι μάνατζερ του εαυτού του, υπεύθυνος να πουλάει όσο το δυνατόν καλύτερα τις ικανότητές του και τις ιδέες του”. Υπεύθυνος για την επιτυχία του και την αποτυχία του. Ηταν μια πιο ευρωπαϊκή εκδοχή του “αμερικάνικου ονείρου”, η ευρωπαϊκή απομίμηση “της χώρας των απεριόριστων ευκαιριών”, όπως την αποκαλούσαν στον αγγλοσαξωνικό χώρο.
Είχες άλλωστε και ένα σωρό ζωντανά παραδείγματα, που επιβεβαίωναν το “δόγμα Κοέλιο”. Ο γείτονας με τη μεγαλύτερη από τη δική σου μεζονέτα, το βαρύτερο από το δικό σου τζιπ, το πιο ριψοκίνδυνο από το δικό σου δάνειο. Πλάνη ή μάλλον αποπλάνηση, αντί για καταπίεση. Αυτή ήταν η σοφή συνταγή, που ο νεοφιλελευθερισμός έδωσε στον “καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο” διανθίζοντας τον με μια τζούρα από οικολογικές ή ακόμα και κοινωνικές ευαισθησίες για τους “ανίκανους” που δεν άντεχαν τον ανταγωνισμό. Οι επιτυχημένοι δεν χρειάζονταν ούτε κοινωνικό κράτος, ούτε κοινωνική ασφάλιση, ούτε δημόσιες υπηρεσίες. Μπορούσαν να τα έχουν όλα μόνοι τους, να τα χρηματοδοτούν από τους καρπούς των επιτυχιών τους.
Γι αυτό και κάποιοι ένοιωθαν τόσο σίγουροι που μιλούσαν για “το τέλος της ιστορίας” και άλλα βαρύγδουπα, φέρνοντας σε αμηχανία την σοσιαλδημοκρατία αλλά ακόμα και κομμάτια της Αριστεράς, που δεν έβρισκε τρόπο να αντιμετωπίσει αυτή την ιδεολογική παλίρροια, που είχε παρασύρει κάθε αμφιβολία στο πέρασμα της.
Αυτή η ολοκληρωτική επικράτηση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας αποδείχτηκε ότι ήταν και το πιο στέρεο θεμέλιο ενός συστήματος, που κάποιοι πίστεψαν ότι κλονίστηκε με το σεισμό της Lehman Brothers. Γιατί είπαμε, δεν είσαι υπεύθυνος μόνο για την επιτυχία αλλά και για την αποτυχία σου. Αν το σύμπαν δεν συνωμότησε για να ικανοποιήσει την επιθυμία σου, φταις εσύ που δεν προσπάθησες αρκετά, δεν επέμεινες αρκετά, δεν υπέφερες αρκετά. Είσαι συνένοχος και θα πρέπει πρώτα να κοιταχτείς στον καθρέφτη. Και φυσικά από “μοναδικός” που ένοιωθες κάποτε τώρα αισθάνεσαι μοναχικός σε μια κοινωνία, που είχε θεοποιήσει τον ατομισμό και τον “ελεύθερο ανταγωνισμό” και είχε απαξιώσει τη συλλογικότητα και την αληλλεγγύη ως υποπροϊόντα για τους ανήμπορους ή τους τεμπέληδες. Μοναχικός και ένοχος, κάτι που στην ακραία του μορφή βρίσκει έκφραση στη βία ενάντια στον “αποτυχημένο εαυτό σου”: στην αυτοκτονία.
Για τη μεγάλη πλειοψηφία φυσικά η επιλογή είναι διαφορετική. Δε μπορείς να επαναστατήσεις εύκολα απέναντι στην “δική” σου κοσμοθεωρία. Προτιμάς να συνεχίσεις να ταξιδεύεις σε ένα κόσμο ψευδαισθήσεων, που κάποια στιγμή θα γίνουν πραγματικότητα. Ετσι δεν έλεγε και ο Κοέλιο; Και η Βερόνικα είχε κάνει λάθος, όταν αποφάσισε να πεθάνει…
Σε μια κοινωνία, που ταλανίζεται από τη φτωχοποίηση και την αβεβαιότητα οι μάζες ακόμα έκθαμβες συνεχίζουν να ανοίγουν το στόμα στα media, για να ταϊστούν με “γάμους της χρονιάς” στις Σπέτσες και “πάρτυ της δεκαετίας” στη Μύκονο. Ακόμα μέσα του ο αυτοενοχοποιημένος μικροαστός ονειρεύεται, με το βλέμμα σταθερά στην κλειδαρότρυπα, ότι μπορεί να του δοθεί η ευκαιρία να ξεφύγει από τη μιζέρια και να κάνει το άλμα προς το μαγικό κόσμο των επωνύμων. Και υποσυνείδητα κατηγορεί τον εαυτό του, που δεν τα κατάφερε και αυτός να σκαρφαλώσει στα πιο ψηλά σκαλοπάτια της κοινωνικής καταξίωσης.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι παραλογισμοί, οι ταχυδακτυλουργίες, οι αυταρχικές αποφάσεις της εξουσίας δεν οδηγούν σε αντίσταση, σε διαμαρτυρία, σε εξέγερση αλλά χωνεύονται με απάθεια και καρτερικότητα. Μπορεί πολλοί να ενοχλήθηκαν από την εκχυδαϊσμένη μορφή της φράσης “μαζί τα φάγαμε” αλλά αυτή η ακριβώς είναι η ουσία του “συνδρόμου Κοέλιο”, που διατρέχει ως κυρίαρχη λογική την εμποτισμένη με την κουλτούρα του lifestyle ελληνική κοινωνία. Η επιτυχία του βασίζεται στην απλοϊκότητά του. “Είμαστε όλοι -ατομικά- υπεύθυνοι για την κατάρρευση ενός μοντέλου που λατρέψαμε και υπηρετήσαμε με την καρδιά μας”. Αυτό δε λέει ουσιαστικά και σήμερα η “Κεντροαριστερά”, ακόμα και εκείνη που προσπαθεί υποτίθεται από νεωτεριστικές θέσεις να αμφισβητήσει το παλαιοκοκομματικό σύστημα;
Ο τρόπος που προσεγγίζουν τα προβλήματα της χώρας σήμερα κάποιες πολιτικές δυνάμεις θυμίζει εκείνους, που όταν ένα καράβι με υπεράριθμους επιβάτες πέσει στα βράχια αρχίζουν να κατηγορούν πρώτα τους επιβάτες για να χαρίσουν εύκολα άλλοθι στον καπετάνιο. Μπορεί να χρεώσουν το ναυάγιο ακόμα και σε εκείνον το δυστυχή, που εκμεταλλευόμενος τον χαμό στο κυλικείο δεν είχε πληρώσει νωρίτερα για την “καραβίσια” τυρόπιτα.
Υπάρχουν βέβαια και οι πιο “μοντέρνοι”, οι εν αναμονή, υπουργοί που λένε ότι αν ήταν αυτοί καπετάνιοι θα είχαν κάτσει στη σκάλα και θα μέτραγαν ένα-ένα τα κεφάλια και θα είχαν αποσοβήσει το μοιραίο. Το “σύνδρομο Κοέλιο” έχει πολλές εκδοχές, αμέτρητα παραμυθένια πλοκάμια, εξυπηρετεί πολλά γούστα. Γι αυτό και ακόμα αντέχει στις “αναποδιές” της πραγματικής ζωής.