Το στημένο ματσάκι του καύσωνα

dimart 03 Ιουλ 2017

Αυτό δεν είναι τραγούδι #1071
DJ της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά

Σάββατο βράδυ με 45 βαθμούς υπό σκιά: ό,τι πρέπει για να σκοτωθούμε.

«Με το που έδυσε ο ήλιος, έπεσε λιγάκι», λέει ο Ντίνος, ο μετεωρολόγος.

«Πόσο, δηλαδή;» ρωτάω και με ξαφνιάζει η χροιά της φωνής μου: ποια είναι αυτή η στρίγγλα μέσα μου;

«Στους 44».

«Ε, τότε να κατεβάσω τα χειμωνιάτικα».

Καθόμαστε στο διαμέρισμά του, εγώ στον καναπέ ασάλευτη (και σαλεμένη) κι εκείνος στο γραφείο του, στον υπολογιστή. Όλη μέρα κλεισμένοι μέσα, με τα δύο κλιματιστικά στο τέρμα. Αλλά τι να σου κάνουν κι αυτά τα έρμα; Αν έξω είναι η κόλαση, μέσα είναι η αίθουσα αναμονής της.

«Ο σαρκασμός είναι η άμυνα του ανασφαλούς».

Κρυφοδιαβάζει Κοέλιο αυτό το παιδί, δεν εξηγείται αλλιώς.

«Κωνίνε, ξέρεις τι σου λέει ο ανασφαλής;»

Όταν τον λέω «Κωνίνο», ξέρει με απόλυτη βεβαιότητα ότι θα το χοντρύνω.

«Μην αρπάζεσαι! Δε λέει, με τέτοια ζέστη».

Σ’ αυτό έχει δίκιο, δεν μπορώ να πω. Ξαναπιάνω το βιβλίο μου και προσπαθώ να θυμηθώ αν γνωρίζω ανάγνωση. Και τότε – κόβεται το ρεύμα! May Day, πανικός!

«Τώρα;» λέω και ανακάθομαι. Δύσπνοια από τα πρώτα δευτερόλεπτα.

«Κάτσε, κάπου υπάρχει ένα κερί».

«Φέρε και κάνα ρεσώ, να με κλάψεις αξιοπρεπώς».

Φέρνει το κερί, το ανάβει και το ακουμπάει στο τραπεζάκι. Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε.

«Πόση ώρα κρατάνε οι διακοπές;»

«Πού να ξέρω; Η πρώτη είναι».

«Γενικά».

Πιάνει το κινητό, το ξύπνιο, και ψάχνει. Το Google έχει όλες τις απαντήσεις, ακόμα σε τέτοιες κουλές ερωτήσεις.

«Περίπου μισή ώρα, λέει. Συνήθως».

Μισή ώρα! Σηκώνομαι όρθια. Θέλω νερό, θέλω αέρα, θέλω να φύγω για το Βαλπαραΐσο. Beam me up, Scotty!

«Κάθισε κάτω και πάρε βαθιές ανάσες».

Αρχίζει και με εκνευρίζει ο τύπος. Πώς την έχει δει, δηλαδή, το παλικαράκι που κέρδισε τα γαλόνια του στα χαρακώματα; Κάθομαι, πάντως. Αλλά πρέπει και κάπως να περάσει αυτό το μισάωρο. Μήπως να τον βάλω στην πρίζα λιγάκι τον Λοχία Σώντερς;

«Ξέρεις, Ντίνο… [δραματική παύση] Πρέπει να μιλήσουμε».

Αυτή η ατάκα, η πιο ύπουλη στις διαπροσωπικές συζητήσεις στον δυτικό πολιτισμό, μετατρέπει αυτομάτως τις σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του σε παγοκρυσταλλάκια.

«Τώρα;!»

«Γιατί όχι; Είναι ιδανική η περίσταση. Άκρα του τάφου σιωπή, οι δυο μας μόνοι, το κερί».

Το κερί, αυτό κυρίως. Εδώ πληρώνονται όλα.

«Κάτσω να φέρω μια μπύρα, πριν ζεσταθούν κι αυτές. Θες μία;»

«Φέρε».

Πέταξε τη μπάλα στην εξέδρα, αλλά ο διαιτητής είναι μιλημένος: δεν θα το λήξει μέχρι να σκοράρω. Γυρίζει με τις πύρες και κάθεται δίπλα μου, αλλά όχι και πολύ δίπλα μου.

«Εντάξει, να μιλήσουμε. Για τι πράγμα;»

«Για μας».

Γεια μας!

«Και τι να πούμε; Εμείς… Καλά είμαστε, δεν είμαστε;»

«Είμαστε;» Εδώ ανασηκώνω το ένα φρύδι, όπως μου έχουν μάθει στη σχολή. «Θέλω να ξέρω πού θα πάει αυτό. Θέλω να ξέρω τι σκέφτεσαι».

«Έλα, ρε Μαρίκα. Πλάκα μου κάνεις, έτσι; Χα χα χα!»

Αυτό το γέλιο θα έπρεπε να το ηχογραφήσω για το αρχείο μου με ηχητικά εφέ για ταινίες τρόμου.

«Μιλάω πολύ σοβαρά».

Μέσα μου γελάω, όμως. Τι είδους τέρας είμαι; Για να σκοτώσω μισή ώρα, θα τον στείλω αλειτούργητο τον άνθρωπο! Πίνω μια γουλιά μπύρα και περιμένω.

«Τι σκέφτομαι; Τίποτα δε σκέφτομαι! Ούτε που σε ξέρω καλά-καλά».

Λάθος απάντηση! Κάνει να έρθει πιο κοντά μου.

«Ούτε που να διανοηθείς να με αγγίξεις! Άμα θες επαφές τρίτου τύπου, να με πας στο Άνκοραζ!»

Αυτό το λέω καλά, γιατί το εννοώ: μόνο αυτό μου έλειπε τώρα.

«Ρε πουλάκι μου, τι να σου πω; Είναι ώρα για τέτοιες κουβέντες; Δε βλέπεις την κατάσταση; Χρωστάμε παντού, μέχρι και της Μιχαλούς. Οι δουλειές μας στον αέρα. Ζούμε μέσα στην ανασφάλεια. Τι να σου πω;»

Μάλλον έχει πάρει χαμπάρι ότι θα σκάσω στα γέλια, πρέπει να τον αποτελειώσω όσο προλαβαίνω.

«Δε μας τα λες καλά, Κωνίνε!»

«Εγώ, τι; Εδώ, δεν–»

«Μήπως να περιμένουμε πρώτα να καταργηθεί ο ΕΝΦΙΑ; Μήπως, ακόμα καλύτερα, να περιμένουμε να καταρρεύσει ο καπιταλισμός; Ε; Μήπως έχεις και μεγαλύτερη αδελφή ανύπαντρη;»

Κανείς δεν ξέρει τι να πει, τα λέει όλα η σιωπήηη. Θα σκάσω! Και τότε – έρχεται το ρεύμα! Μόλις βλέπω το ύφος του (που δήλωνε κάτι μεταξύ αγχωμένης ανακούφισης και ανακουφισμένου άγχους), πέφτω με φόρα πίσω στον καναπέ και πατάω κάτι γέλια, μα κάτι γέλια! Θα με ακούσανε ίσαμε τα κεντρικά της ΔΕΗ.

«Έλα, ρε απάτη! Μου κόπηκε το γάλα κι εσύ γελάς!»

Αλλά τώρα γελάει κι αυτός. Εντάξει, αποστολή εξετελέσθη.

Ξαναβάζουμε μπρος τα ερκοντίσια και την αράζουμε στον καναπέ με τις μπύρες μας. Τελικά, δεν είναι και τόσο άσχημα τα πράματα. Χρειάστηκε να χειροτερέψει κι άλλο η φάση για να εκτιμήσω την προτεραία κατάσταση. Σαν το ανέκδοτο με τον Χότζα και τα ζώα στην καλύβα.

«Σου το έχω πει εκείνο με τον Χότζα;» ρωτάω μέσα στην ανανεωμένη δροσιά, ευτυχής που μάλλον θα τη βγάλουμε καθαρή κι απόψε.

«Όχι. Όμως άλλο θέλω να μου πεις».

«Τι πράμα;»

«Να μου υποσχεθείς ότι άμα σου έρθει ποτέ η επιθυμία να μιλήσουμε, να μου δώσεις μια αβάντα μερικών ημερών να κάνω τα κουμάντα μου».

«Άνκοραζ;»

«Και κοντά λες!»

Τσουγκρίζουμε τα μπουκάλια μας, επικυρώνοντας τη συμφωνία. Και δεν τα τσουγκρίζουμε, κατά τα άλλα, τελικά. Δεν είναι βράδυ αυτό για εντάσεις – ούτε καν στην πλάκα. Καλά να ’μαστε και σκοτωνόμαστε όταν ωριμάσουν οι συνθήκες. Για την ώρα, όλα πρίμα.