Ας συμφωνήσουμε σε μια βασική διαπίστωση: Ο νέος ηγέτης της κεντροαριστεράς δεν μπορεί να είναι «μία από τα ίδια». Αλλιώς δεν υπάρχει κανείς λόγος να συνδράμουν οι διάφορες μεταρρυθμιστικές ή εκσυγχρονιστικές δυνάμεις στο να αυξηθεί λίγο παραπάνω το ποσοστό του συρρικνωμένου ΠΑΣΟΚ. Μπορεί να μείνει μόνο του στο 6-7% ή να δοκιμάσει να πορευτεί με ίδιες δυνάμεις προς τα εμπρός.
Αν έχει νόημα να δημιουργηθεί (ξανά) μια Δημοκρατική Παράταξη (που μπορεί να έλκει τις πολιτικές της ρίζες ακόμα και στον Ελευθέριο Βενιζέλο, έναν από τους σημαντικότερους μεταρρυθμιστές στην ιστορία της χώρας), αυτό είναι να υπερβεί τον λαϊκισμό και τις παθογένειες του ΠΑΣΟΚ, να κρατήσει τα θετικά, προοδευτικά του στοιχεία (σε σύγχρονη εκδοχή), να περιλάβει τους πάντες (από την πραγματική ανανεωτική αριστερά ως τη Διαμαντοπούλου) και να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο στην έξοδο της χώρας από την πολύχρονη κρίση. Αλλιώς, προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του 21ου αιώνα με τον Σπούτνικ της δεκαετίας του ’50.
Με αυτή την έννοια, μια ψηφοφορία με τη συμμετοχή μερικών δεκάδων χιλιάδων αποκαρδιωμένων (πρώην ή νυν) οπαδών του απαξιωμένου ΠΑΣΟΚ, που πιθανότατα θα εκλέξουν και πάλι τη Φώφη Γεννηματά ως Πρόεδρο, δεν οδηγεί πουθενά. Όσοι επιπλέον ψηφοφόροι προστεθούν στο δυναμικό της κίνησης, σύντομα θα λακίσουν, μόλις υιοθετήσει την επόμενη λαϊκίστικη ιαχή κατά Σόιμπλε ή απουσιάσει από την ψήφιση του επομένου «συμφώνου συμβίωσης» ? και μάλλον δεν θα εμφανιστούν στις εκλογές ή θα στραφούν σε κάτι άλλο για να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο ισχύει και για άλλους υποψηφίους που προέρχονται από τον κομματικό σωλήνα του ΠΑΣΟΚ, με μικροπολιτικές ικανότητες και ελάχιστη απήχηση στην κοινωνία ? και απλώς «βάζουν πόδι» στην επόμενη μέρα.
Εξαίρεση θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει ο Γιάννης Ραγκούσης, με το εκσυγχρονιστικό προφίλ, που δεν βρέθηκε μέσω κομματικών μηχανισμών στην κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά έχει περάσει από υψηλά κυβερνητικά και κομματικά πόστα, ως ένα από τα πιο λαμπερά πρόσωπα της εποχής ΓΑΠ. Το πόσο έχει απήχηση ο λόγος και η παρουσία του μένει να μετρηθεί στις κάλπες του Νοεμβρίου.
Η υποψηφιότητα του Σταύρου Θεοδωράκη φέρνει αμέσως το πρόβλημα του πολιτικού προσανατολισμού στο προσκήνιο: Έχει την πολυτέλεια η χώρα να μην έχει μια ισχυρή κεντροαριστερή παράταξη, αφήνοντας τον προνομιακό αυτό χώρο στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να αρκεστεί στις ίσες αποστάσεις ενός κεντρώου σχηματισμού; Κι αν ναι, τι μίγμα θα προσφέρει η ρηξικέλευθη (αλλά μετρημένη ήδη) δυναμική του Ποταμιού με την τολμηρή παρουσία και τα μοντέρνα γραφικά λογοδοσίας όταν παντρευτεί με τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ;
Στο πρώτο ερώτημα, την απάντηση θα κληθούν να δώσουν οι ίδιοι οι ψηφοφόροι με τον αρχηγό που θα επιλέξουν. Το δεύτερο είναι σε άμεση συνάρτηση με το άλλο μεγάλο ζήτημα, αυτό που η ΔΗΜΑΡ ζητάει να αποφασιστεί από τις ίδιες (διπλές) κάλπες: Θα φτιαχτεί ένα ενιαίο κόμμα (με αυτοδιάλυση των παρόντων) ή θα παραμείνει ένας «ομοσπονδιακός» σχηματισμός; Η πρώτη αντίδραση με διαρροές από πλευράς του ΠΑΣΟΚ ότι η διάλυση «αποφασίζεται μόνο από τα μέλη του κόμματος» και άρα αποκλείεται, δίνει και μια γεύση του κατενάτσιο που θα παίξουν οι «χαμένοι» επαγγελματίες της πολιτικής.
Αν όμως πρόκειται το όλον εγχείρημα να καταλήξει στο να ξαναβλέπουμε στο προσκήνιο ή σε ασκήσεις δολιοφθοράς τα «ιστορικά στελέχη» του ΠΑΣΟΚ, τότε επιστρέφουμε στην αρχική μας διαπίστωση που συνηγορεί στο να αφήσουμε το πάλαι ποτέ κραταιό κόμμα να ξαναμπεί μόνο του στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Και να πληρώσει τα χρέη του, πραγματικά και μεταφορικά.
Η υποψηφιότητα Καμίνη είναι πιο σαφής πολιτικά, με αριστερό παρελθόν και σοσιαλδημοκρατική χροιά και έχει το προσόν ότι για τις δύο αναμετρήσεις στο Δήμο Αθηναίων έχει υποστηριχθεί από το «όλον ΠΑΣΟΚ» και όλο το φάσμα της κεντροαριστεράς. Ωστόσο, μένει να φανεί αν το (αθόρυβο) έργο του Δημάρχου της Αθήνας αποτιμάται θετικά από τους ψηφοφόρους και αν είναι σε θέση να προτάξει μια νέα ομάδα ανθρώπων που θα πάρουν τα ηνία. Στα θετικά του η σθεναρή αντίσταση στη Χρυσή Αυγή και η διείσδυση στους συντηρητικούς ψηφοφόρους της απέναντι πλευράς.
Πράγμα που μας οδηγεί στο τρίτο και κρίσιμο ερώτημα: Ποιοι τελικά θα ψηφίσουν για τον αρχηγό της Δημοκρατικής Παράταξης; Αν επαναληφθεί το φαινόμενο του ενός εκατομμυρίου ψηφοφόρων που έσπευσαν να επικυρώσουν την εκλογή του (μοναδικού υποψηφίου) ΓΑΠ, τότε όχι μόνο θα μιλάμε για θρίαμβο των ανοιχτών δημοκρατικών διαδικασιών αλλά και για έναν αρχηγό που θα έχει ένα τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο και αδιαμφισβήτητη πολιτική ισχύ. Αν επαναληφθεί η κινητοποίηση της κοινωνίας (με τη συμμετοχή ακομμάτιστων ή άλλου κόμματος ψηφοφόρων) που έβγαλε Μητσοτάκη στη ΝΔ, κόντρα στα καραμανλικά βαρίδια, τότε ενδεχομένως θα επιτελεστεί η υπέρβαση και στην κεντροαριστερή παράταξη.
Γι’ αυτό και η εκλογική επιτροπή των «σοφών» του Νίκου Αλιβιζάτου (που με το κύρος του συγκέντρωσε δίπλα του την εγνωσμένη αξία προσωπικοτήτων όπως ο Νικηφόρος Διαμαντούρος και ο Λουκάς Τσούκαλης) θα πρέπει να κλείσει τα αυτιά της στις σειρήνες της όποιας κομματικής οπισθοδρόμησης, που θέλει τις διαδικασίες κλειστές και μικρές. Και πρέπει να ανοίξει την ψηφοφoρία σε όσο το δυνατόν περισσότερους, ηλεκτρονικά και στο εξωτερικό (όσο αυτό είναι τεχνικά δυνατόν), ενισχύοντας έτσι τις πιθανότητες για μια σοβαρή εκτόξευση του νέου σχήματος στην πολιτική αρένα.
Η χώρα έχει απόλυτη ανάγκη να ξεφύγει από την πόλωση που θα επιχειρήσουν πρωτίστως οι κυβερνώντες και δευτερευόντως η ΝΔ. Το διακύβευμα είναι τεράστιο και οι πιθανότητες εξόδου από την κρίση λιγοστεύουν σημαντικά. Επιπλέον, εάν η επόμενη κυβέρνηση δεν μπορεί (με τις κατάλληλες συνεργασίες) να ανατρέψει την καλοστημένη παγίδα της απλής αναλογικής, κινδυνεύουμε να βρεθούμε αενάως με τον ΣΥΡΙΖΑ σε ρόλο-κλειδί αποτροπής της όποιας επαναφοράς του εκλογικού συστήματος.
Το εκλογικό μας τοπίο είναι πράγματι αντιφατικό: Η Ελλάδα, όπως και κάθε ευρωπαϊκή (τουλάχιστον) χώρα χρειάζεται μια σοβαρή κεντροαριστερά, όπως χρειάζεται και μια σοβαρή κεντροδεξιά. Με δεδομένο όμως το κυβερνητικό συνονθύλευμα αντιευρωπαϊκής αριστεράς, ψεκασμένης ακροδεξιάς και του χειρότερου κομματιού του λαϊκίστικου ΠΑΣΟΚ, η κεντροαριστερή παράταξη θα έχει πολύ μεγαλύτερη απόσταση από τους (υποτίθεται) όμορους κυβερνώντες, παρά από τον αρχηγό της συντηρητικής παράταξης.
Από την άλλη, λόγω ακροδεξιών και παλαιοκομματικών βαριδιών (αν αυτό δεν αλλάξει θεαματικά μέχρι τις εκλογές), η δυνατότητα της ΝΔ να υποδεχθεί τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του 36% είναι πεπερασμένη. Μια Δημοκρατική Παράταξη που θα έχει λοιπόν παρόμοια χαρακτηριστικά ή θα είναι έτοιμη να συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ θα δώσει απλώς την ευκαιρία στους κυβερνώντες να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους ? και να την «καταπιούν». Είναι τέτοια δε η υποκρισία των λαθρεπιβατών της αριστεράς που, ενώ προτίμησαν να συνεργαστούν με τους Καμμένους παρά με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, τώρα επισείουν την «ακροδεξιά ταυτότητα» της ΝΔ και αποζητούν την προσέγγιση για τη διάσωσή τους.
Γι’ αυτό και η λυσσαλέα πολεμική (που ήδη ξεδιπλώνεται) να απαξιωθεί η όποια πρόταση εκτός της φιλοσυριζαϊκής, ως «δεξιά», είναι υποβολιμαία. Αρκετά με το συνωμοσιολογικό παραμυθάκι ότι όποιος αντιτίθεται στην πιο παλαιοκομματική και ανίκανη κυβέρνηση που γνώρισε ο τόπος μετά τη μεταπολίτευση ή πιστεύει στις προοδευτικές αξίες και τους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας, είναι «οπαδός του νεοφιλελευθερισμού» και γενικώς μπαμπούλας του συστήματος (όπως π.χ. ο Θεοδωράκης «ήταν του Μπόμπολα» και ο Τραμπ «αντισυστημικός»). Είμαστε μία από τις λίγες χώρες του αναπτυγμένου κόσμου που αντιμετωπίζουμε συστηματικά τη σύγχρονη πραγματικότητα με εργαλεία του παρελθόντος.
Οι ψηφοφόροι (και κυρίως οι ανέστιοι πολιτικά και οι νέοι άνθρωποι) πρέπει, εφόσον πληρούνται οι συνθήκες, να αισθανθούν ότι η υπόθεση της Δημοκρατικής Παράταξης τους αφορά και να σπεύσουν να εκδηλώσουν την προτίμησή τους. Μετρήστε ποιοι τους φοβούνται ? και ποιοι θα κάνουν καλό στον πολύπαθο αυτό τόπο.
Το άρθρο δημοσιεύεται στην athensvoice.gr