Μια μεγάλη πρόοδος έχει συντελεστεί στη χώρα. Δεν αναφέρομαι στη μείωση των ελλειμμάτων, δεν μιλώ για την επιτυχή συνύπαρξη των τριών εταίρων, ούτε για τον εξορθολογισμό της αντιπολιτευτικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Και όσο για τη μείωση της εκλογικής και κοινωνικής απήχησης της Χρυσής Αυγής, φαίνεται ότι είμαστε ακόμη πολύ μακριά από αυτή τη μέρα. Αλλά τότε που είναι η πρόοδος;
Κάθε χρόνο αυτές τις μέρες του Ιουνίου οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια έξω από τα σχολεία ήσαν γεμάτοι με σχισμένα σχολικά βιβλία. Οι μαθητές έβγαιναν από την τάξη και αμέσως έσκιζαν το σχολικό τους εγχειρίδιο. Εφέτος, ενώ πέρασα από διάφορα σχολεία, δεν είδα σκισμένες σελίδες. Έπαψαν μήπως να τα σκίζουν; Όχι βέβαια. Απλώς κάποιοι δήμαρχοι είχαν φροντίσει να υπάρχουν έξω από τα σχολεία υπάλληλοι των δήμων με σακούλες, όπου είτε μερικοί (ε, όχι και όλοι) μαθητές έριχναν μέσα τις σκισμένες σελίδες, για να μαζεύουν ό,τι έσκιζαν και πετούσαν οι μαθητές.
Στο σημείο αυτό, εδώ έχουμε δυο καλά. Αφενός φροντίζουμε να μη ρυπαίνουμε το φυσικό περιβάλλον, αφετέρου ως έθνος που σέβεται τους μύθους του, φροντίζουμε να τηρούνται οι παραδόσεις. Γιατί προφανώς αποτελεί στοιχείο παράδοσης το σχίσιμο των σχολικών ( και όχι μόνο) βιβλίων. Αν έπεφτε λόγος, μάλιστα, στις δυο άλλοτε πρωταθλήτριες του ελληνικού στιβου, Χαλκιά και Παπαχρήστου, ίσως να πρόσθεταν μια ακόμα διάσταση: το σκίσιμο των βιβλίων είναι στο DNA του Έλληνα. Και όποιος το αμφισβητεί «χρυσαυγίτικη» φωτιά να τον κάψει.
Ας σοβαρευτούμε. Οι μαθητές δεν σκίζουν τα βιβλία τους κάθε χρόνο εξιατίας του κακού επιπέδου του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Ισχύει κάτι πολύ χειρότερο. Η καταστροφή των βιβλίων από τους μαθητές προδίδει μια κοινωνία στην οποία ζει και βασιλεύει και τις συνειδήσεις των ανθρώπων κυριεύει η «κοινοτοπία του κακού», όπως την όρισε η γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Άρεντ.
Ακόμη προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία της Μάργκαρετ Φόν Τρότα με θέμα τη δίκη του Ναζί Άντολφ Άιχμαν και την πνευματική πορεία που ακολούθησε η φιλόσοφος Χάνα Άρεντ για να χρησιμοποιήσει τον όρο «κοινοτοπία του κακού». Το κακό, σύμφωνα με την προσέγγισή της, δεν είναι κάτι το δαιμονικό, κάτι το ανήκουστο ή το αιφνίδιο. Το κακό είναι ακραίο, αλλά όχι ριζοσπαστικό. Κατά τη γνώμη της, είναι κοινότοπο και εντοπίζεται στην αδυναμία των ανθρώπων να έρθουν σε σύγκρουση με τις ιεραρχίες και τις παραδόσεις, όταν αυτές οδηγούν την ανθρωπότητα στην ανυποληψία. Στο βιβλίο της «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ» (εκδόσεις Νησίδες) αναφέρει ότι σε μια στιγμή ο Άιχμαν ρωτήθηκε αν υπήρχε περίπτωση να αντισταθεί στις διαταγές που εκτελούσε για τη μεταφορά των Εβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσής τους. Εκείνος αυτός απάντησε ότι ναι θα το έκανε, αν βεβαίως, ιεραρχικά είχε διαταχθεί να το κάνει.
Το σκίσιμο των βιβλίων είναι ένας τρόπος να εκφραστεί η ελληνική εκδοχή της κοινοτοπίας του κακού. Είναι η υπακοή σε μια παραδοσιακή «διαταγή» από μια κοινωνία που μισεί τη γνώση. Σχίζοντας τα βιβλία τους οι μαθητές δηλώνουν την περιφρόνησή τους για τη γνώση που αυτά περιέχουν. Ταυτίζουν, βεβαίως, τη γνώση με την επιβολή, την κακώς εννοούμενη πειθαρχία και με την παπαγαλία. Την ταυτίζουν με τον πειθαναγκασμό και όχι με την απόλαυση της ανάγνωσης και της γραφής. Αν όμως πούμε στους μαθητές «αυτό που κάνετε είναι κακό» δεν θα διορθωθεί τίποτα. Μια τέτοια προτροπή είναι ηθικολογία.
Στην «Κριτικής της Κριτικής Δύναμης» (1790) ο Καντ δεν αναζητεί το καλό πολίτευμα στον σεβασμό της ιεραρχίας και της παράδοσης, όπως διδάσκει η «κοινοτοπία του κακού». Η ηθική διαμόρφωση ενός λαού, εξαρτάται από ένα καλό πολίτευμα. Ακόμη και ένας «κακός» άνθρωπος μπορεί να γίνει καλός πολίτης σ’ ένα καλό κράτος. Αλλά καλό κράτος είναι εκείνο που διευκολύνει την αγάπη προς τη γνώση.
Εμείς δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις οικίες εκδοχές της κοινοτοπίας του κακού (ανάμεσα στις οποίες, το σκίσιμο των βιβλίων έχει ουσιαστική σχέση με την άνοδο της Χρυσής Αυγής), όχι επειδή έχουμε κακό εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά επειδή στην κοινωνία μας φθάσαμε στο σημείο το διάβασμα να θεωρείται, αντί για απόλαυση, τιμωρία. Ουσιαστικά, βολευόμαστε με τους μύθους μας και τις ιεραρχίες που αυτοί έχουν επιβάλλει.