Το σκάνδαλο για το σκάνδαλο

Παύλος Τσίμας 19 Ιαν 2013

Κι έτσι, λοιπόν, ξημερώματα Παρασκευής, περίπου 7 χρόνια από τότε που ένας υπάλληλος της HSBC στην Γενεύη, ονόματι Ερβέ Φαλσιανί, υπέκλεψε περίπου 130.000 αρχεία λογαριασμών πελατών της τράπεζας, 4 χρόνια από τότε που ο κλεμμένος θησαυρός ετέθη στη διάθεση των γαλλικών Αρχών και σχεδόν 3 χρόνια από τότε που το Παρίσι αποφάσισε να μοιραστεί τον θησαυρό με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, πολίτες των οποίων εμφανίζονταν μεταξύ των πελατών, η ελληνική Βουλή αποφάσισε να κινήσει ποινική προδικασία εναντίον ενός πρώην υπουργού για την εξαφάνιση τριών από τα αρχεία της διαβόητης λίστας.

Στο μεταξύ, ως γνωστόν, η περίφημη λίστα περνούσε από χέρι σε χέρι, κάθε χέρι έκανε αντίγραφο και έχανε μυστηριωδώς το πρωτότυπο, αλλά κανένα χέρι, ως τώρα, δεν βρέθηκε να αρχίσει τις αναγκαίες διασταυρώσεις ανάμεσα στις εμφανιζόμενες στη λίστα καταθέσεις και τα δηλωμένα εισοδήματα των καταθετών, ώστε να μπορεί το ελληνικό Δημόσιο να διεκδικήσει κάτι από τα ενδεχομένως διαφυγόντα δημόσια έσοδα.

Είναι το χούι μας, φαίνεται, αυτό. Να μετατρέπουμε σε σκάνδαλο κάθε παταγώδη αποτυχία της Πολιτείας μας. Παράδειγμα: Η κακόφημη εταιρεία Siemens συνελήφθη να παίρνει έργα μοιράζοντας μίζες σε μια ντουζίνα περίπου χωρών. Μόνο στην Ελλάδα η υπόθεση δεν κατέστη δυνατόν να εκκαθαριστεί δικαστικά. Και γι? αυτό, μόνο στην Ελλάδα η υπόθεση Siemens κατέστη πολιτικό σκάνδαλο. Αδικαίωτο ώς τώρα, ώστε να τροφοδοτεί ανεμπόδιστα και των επόμενων σκανδάλων τη συζήτηση – όπως έγινε και προχθές, κατά τη λίγο σουρεάλ, λίγο από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα, συζήτηση επί του νέου σκανδάλου στη ζωή μας. Της λεγόμενης λίστας Λαγκάρντ.

Το οποίο σκάνδαλο προέκυψε κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ενώ η λίστα έφθασε στα χέρια των Αρχών πέντε ευρωπαϊκών χωρών, οι μεν άλλες τέσσερις προσπορίστηκαν από αυτήν κάποια έσοδα – πολλά ή λίγα – εμείς δεν πήραμε δεκάρα τσακιστή. Κι έτσι μπορούμε τώρα να απολαμβάνουμε ένα τόσο θεαματικό σκάνδαλο.

Παρ? ημίν το σκάνδαλο έχει μια αξία καθαυτό. Το σκάνδαλο για το σκάνδαλο. Ή, μάλλον, για την αξιοποίησή του ως προσάναμμα στον αέναο κομματικό ανταγωνισμό. Είκοσι χρόνια τώρα – και βάλε – τα σκάνδαλα παρελαύνουν εμπρός στα έκθαμβα μάτια μας, φωτίζουν για λίγο τον ουρανό με ζωηρά πυροτεχνήματα κι ύστερα χάνονται, χωρίς ανάμνηση, έχοντας υπηρετήσει τον μοναδικό τους σκοπό: την ανατροφοδότηση του κομματικού ανταγωνισμού, που είναι η κινητήρια δύναμη και η ultima ratio της κομματοκρατικής δημοκρατίας μας.

Από το σκάνδαλο Κοσκωτά κι ύστερα, θυμηθείτε. Πόσα σκάνδαλα ξεκοκαλίσαμε; Και τι άφησαν πίσω τους ως δίδαγμα, θεσμική κεφαλαιοποίηση, διόρθωση ημαρτημένων;

Το σκάνδαλο της λίστας Φαλσιανί δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Μια παταγώδης αποτυχία, μια πανηγυρική επιβεβαίωση της ατροφίας των θεσμών, της ελλιπούς ανεξαρτησίας της δημόσιας διοίκησης και της ελλιπέστερης πολιτικής βούλησης για την πάταξη της φοροδιαφυγής, μετατρέπεται σε σκάνδαλο, τροφοδοτεί ένα φεστιβάλ κομματικών αντιπαραθέσεων χαμηλής ποιότητας και οδηγεί στο πουθενά, μέσω του τίποτε.

Και τι ήθελες να γίνει; θα ρωτήσετε. Πείτε με απλοϊκό ή ονειροπαρμένο, αλλά θα ήθελα, αντί να παρακολουθώ χασμώμενος πολιτικές κλωτσοπατινάδες στη Βουλή και γνώριμες πολιτικοδικαστικές παρωδίες, να δω την υπόθεση να οδηγεί σε κάτι ωφέλιμο, σε μια αλλαγή τής από καταβολής του ελληνικού κράτους φορολογικής κακοδαιμονίας μας. Να κάθονταν, δηλαδή, στη Βουλή οι πολιτικοί ηγέτες και αντί να παίζουν κομματική τρίλιζα με την ποινική δικονομία να σχεδίαζαν μια συμφωνημένη, συναινετική μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση. Μια δραματική απλοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, την εκ θεμελίων κατεδάφιση του υπάρχοντος φοροεισπρακτικού μηχανισμού και τη συγκρότηση ενός νέου – σαν αυτόν που πρότεινε πρόσφατα ο καθηγητής Γ. Δερτιλής: με μια γερή διεύθυνση φορολογικών ελέγχων, μια άψογη υπηρεσία δίωξης φορολογικού εγκλήματος, στελεχωμένες από νέα στελέχη υψηλών προσόντων, με ένα νέο σύστημα λίγων αλλά εξαντλητικών δειγματοληπτικών ελέγχων και λίγων αλλά εξοντωτικών ποινών. Με στόχο διπλό: την αποκατάσταση του θανάσιμα τραυματισμένου αισθήματος δικαιοσύνης· και τον επαναπατρισμό μέρους έστω των ελληνικών καταθέσεων εκτός Ελλάδας, που υπολογίζονται σε πάνω από 300 δισ.