Οσοι τιμάτε με το ενδιαφέρον σας αυτήν τη στήλη ίσως να θυμάστε ότι δύο φορές στη διάρκεια του προηγούμενου διμήνου επισημάνθηκε προς τον πρωθυπουργό ότι του δινόταν μια μοναδική ευκαιρία να επηρεάσει καθοριστικά το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών και ταυτόχρονα να ενισχύσει την εικόνα του ως πολιτικός ηγέτης που επιδώκει να συσπειρώσει κυβερνητικά ευρύτερες δυνάμεις. Και εκείνο που είχε να κάνει ήταν να προσφέρει τη στήριξή του στον Καμίνη, στον Μπουτάρη και στον Σγουρό.
Τελικά ο Α. Σαμαράς όντως επηρέασε το αποτέλεσμα. Αλλά όχι όπως θα ήθελε. Επέλεξε να κατεβάσει δικούς του υποψηφίους. Και οι επιλογές του αποδείχθηκαν επιεικώς άστοχες. Ο Σπηλιωτόπουλος δεν είναι από τους συμπαθέστερους πολιτικούς που διαθέτει το κόμμα του, ενώ ο Κουμουτσάκος είναι από τους ελάχιστα γνωστούς.
Και δεν ήταν μόνο οι επιλογές που έγιναν. Ηταν και ο τρόπος με τον οποίο υποστηρίχθηκαν. Διότι την τελευταία βδομάδα η στήριξη και των δύο υποψηφίων από την πλευρά του κόμματος υπήρξε η ανώτερη δυνατή και ναι μεν είχε ως αποτέλεσμα να βελτιωθούν τα ποσοστά τους, αλλά παράλληλα αυτό συνέβαλε ώστε να μειωθούν τα ποσοστά κάποιων άλλων και να προκύψει το αποτέλεσμα που νωρίς το απόγευμα δημιουργούσε την εντύπωση μιας εντυπωσιακής ανατροπής εκ μέρους των υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν ξέρω πώς θα εισπράξουν αυτή την εξέλιξη στη Νέα Δημοκρατία και ιδιαίτερα στο πρωθυπουργικό περιβάλλον. Εως τώρα έχουν δείξει να μην αντιλαμβάνονται ότι δεν βρισκόμαστε στο 1975 ή το 1990 ή το 2004. Οπως επίσης ότι δεν διαθέτουν κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, ώστε να είναι σε θέση να πολιτεύονται αλαζονικά και να μην αντιλαμβάνονται ότι οι συνεργασίες και οι συμμαχίες προϋποθέτουν διαφορετικές νοοτροπίες και άλλες συμπεριφορές.
Είναι σίγουρα παρακινδυνευμένη η εξαγωγή των όποιων πολιτικών συμπερασμάτων από το χθεσινό αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών. Αλλά μόνο αν τα συμπεράσματα αυτά περιοριστούν σε ανατροπές συσχετισμών εκλογικής δύναμης. Γιατί αν αναχθούν σε λογικές συμπεριφορών και πρακτικών που καλό θα είναι να μην επαναληφθούν, τότε είναι εξόχως χρήσιμα.