Το τελικό σχέδιο «Αθηνά» απέχει πολύ από τις αρχικές ανακοινώσεις του περασμένου καλοκαιριού. Τι έφταιξε, όμως, και ένα δεύτερο σχέδιο είναι ήδη απαραίτητο;
Το υπουργείο Παιδείας θεώρησε, καταρχάς, ότι θα πετύχει το ανέφικτο: αποφασίζοντας το ίδιο κεντρικά, επεδίωξε να βρει τα ιδρύματα και τα τμήματα που εξασφαλίζουν τις προοπτικές των αποφοίτων τους, όσα έχουν αδυναμίες και τι ακριβώς αναδιάρθρωση χρειάζονται. Χωρίς στοιχειώδη θεσμική συνέχεια στην κορυφή της κρατικής διοίκησης -όπου η αδιαφάνεια ενδημεί «εξυπηρετώντας» κυβερνώντες και ιδρύματα- θεώρησε ότι μπορεί να συγκεντρώσει τις απαραίτητες πληροφορίες για να λάβει ορθές αποφάσεις για το σύνολο των ιδρυμάτων. Οι πολλές αστοχίες του αρχικού σχεδίου οδήγησαν εύκολα σε υπαναχωρήσεις.
Από την άλλη πλευρά, οι απαιτήσεις ισχύος για μια τέτοια ταυτόχρονη παρέμβαση στα ιδρύματα της επικράτειας και ο φόβος των επιπτώσεων στην κυβερνητική σταθερότητα οδήγησαν από νωρίς στην εξαίρεση των μεγάλων πανεπιστημίων του κέντρου από το σχέδιο. Η παράταση της θητείας των πρυτάνεων, με σκοπό την υποστήριξή τους είχε, τελικά, βαρύ κόστος για το εύρος της αναδιάρθρωσης.
Εστιάζοντας πρωτίστως στα ΤΕΙ της περιφέρειας, το υπουργείο επεδίωξε πολιτικές συμμαχίες εκτός ιδρυμάτων, με επιμέρους «εξυπηρετήσεις» και «ισορροπίες» μεταξύ ισχυρών τοπικά πολιτικών παραγόντων. Η εμφανής ασυμμετρία μεταξύ κέντρου και περιφέρειας επιχειρήθηκε να αντισταθμιστεί σπασμωδικά, με το εμφανώς ανεπεξέργαστο σχέδιο δήθεν «ομοσπονδιοποίησης» ιδρυμάτων του Λεκανοπεδίου που τελικά αποσύρθηκε.
Οι επιλογές αυτές μοιραία λειτούργησαν σε βάρος της σαφήνειας των στόχων του σχεδίου, της ενιαίας εφαρμογής των εξαγγελθέντων κριτηρίων, και της αξιοπιστίας της παρέμβασης, που είναι απαραίτητα για την αποδοχή και την εφαρμογή της.
Υπήρχε, όμως, άλλη μέθοδος εκτός από τη «σοβιετικού» τύπου που επιλέχθηκε, καθορίζοντας τα όρια του σχεδίου «Αθηνά» κάτω από τον πήχη των προκλήσεων; Η εναλλακτική μέθοδος αναθέτει τέτοιες αποφάσεις στα ίδια τα ιδρύματα, που γνωρίζουν καλύτερα αδυναμίες, πλεονεκτήματα, δυνατότητες και ευκαιρίες κάθε ακαδημαϊκής τους μονάδας. Καθιστά την ποιότητα των ιδρυμάτων αποκλειστικό κριτήριο των αποφάσεων, περιορίζει τις απαιτήσεις ισχύος και την ανάγκη συμβιβασμών, προφυλάσσει τις αποφάσεις από εξωγενείς μικροπολιτικές σκοπιμότητες και δημιουργεί συμμάχους εντός των ιδρυμάτων που μπορούν να εγγυηθούν την εφαρμογή. Τι εγγυήσεις, όμως, υπάρχουν ότι τα ιδρύματα θα ανταποκριθούν αποτελεσματικά; Υπάρχουν, πράγματι, ορισμένες προϋποθέσεις.
Απαιτεί, καταρχάς, τη μεταβίβαση των σχετικών αρμοδιοτήτων για την ακαδημαϊκή οργάνωση στα ίδια τα ιδρύματα, ενισχύοντας την αυτονομία τους. Οι κεντρικές διοικήσεις τους θα πρέπει να είναι σε θέση ισχύος έναντι των επιμέρους μονάδων τους. Η εκτελεστική διοίκησή τους (πρύτανης, κοσμήτορες) πρέπει να επιλέγεται από το Συμβούλιο κάθε ιδρύματος για να υλοποιεί τις στρατηγικές του αποφάσεις λογοδοτώντας πρωτίστως σε αυτό, χωρίς «συνδικαλιστικού» τύπου διεκδικήσεις και χωρίς πελατειακές εξαρτήσεις από αυτούς που οι αποφάσεις αφορούν, όπως συνεπάγεται η εκλογή τους.
Απαιτεί ευέλικτες δομές ακαδημαϊκής οργάνωσης, που διευκολύνουν τις αναγκαίες αλλαγές, όπως τις σχολές που οργανώνουν διαφορετικά προγράμματα σπουδών, και όχι τα τμήματα και τους τομείς όπου κυριαρχούν τα στεγανά. Απαιτεί μια διαδικασία αντικειμενικής εξωτερικής πιστοποίησης της ποιότητάς τους, με προκαθορισμένα κατώτατα όρια, που αποτελούν αποκλειστικό κριτήριο και εφαρμόζονται ενιαία για όλους. Μια διαδικασία που υποδεικνύει στις διοικήσεις των ιδρυμάτων, τεκμηριωμένα με στοιχεία, τις μονάδες ή τα εκπαιδευτικά προγράμματά τους που χρειάζονται αναδιάρθρωση. Απαιτεί ένα στρατηγικό σχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση με σαφείς στόχους και «καθαρούς» κανόνες κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης στα ιδρύματα, που εισηγείται μια ανεξάρτητη από το υπουργείο και τα ιδρύματα αρχή. Απαιτεί πρόσθετα κίνητρα, με επιβραβεύσεις όσων ιδρυμάτων βελτιώνουν την ποιότητά τους, και ανάλογες κυρώσεις για όσα υστερούν. Απαιτεί όμως από το πολιτικό προσωπικό, πρώτα και πάνω απ’ όλα, να εγκαταλείψει οριστικά την άσκηση πελατειακής μικροπολιτικής στην ανώτατη εκπαίδευση. Η «σοβιετική» μέθοδος, άλλωστε, είναι αυτή που ευνόησε την αλόγιστη επέκταση των ΑΕΙ. Δεν ευνοεί το «συμμάζεμα» και την ποιότητά τους, όπως πλέον χρειαζόμαστε επιτακτικά.
Οι παραπάνω προϋποθέσεις θεσμοθετήθηκαν με τον «νόμο Διαμαντοπούλου» και ψηφίστηκαν με συντριπτική πλειοψηφία από τη Βουλή. Αντί, όμως, να ολοκληρωθεί η εφαρμογή τους, ανατράπηκαν ή «πάγωσαν» ως «εμμονές των εκσυγχρονιστών» από τους δήθεν «ρεαλιστές». Και τώρα;
* Ο κ. Αποστόλης Δημητρόπουλος (PhD, London School of Economics) εργάζεται στην Αρχή για τη Διασφάλιση και Πιστοποίηση της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Οι απόψεις που διατυπώνονται εδώ είναι προσωπικές.