Ο Αϊζάια Μπερλίν (1909-1997) από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μπήκε για καλά στη ζωή του Έλληνα αναγνώστη. Δυο εκδοτικοί, η Scripta (τέσσερεις, δυστυχώς, εξαντλημένοι τόμοι) και η Κριτική (δύο τόμοι) μετέφρασαν πολύ σημαντικά του δοκίμια. Αυτά συνθέτουν τον πυρήνα της σκέψης ενός στοχαστή που μερικοί θεώρησαν ότι αναβαθμίζει τον Διαφωτισμό και κάποιοι άλλοι, όπως Ζέεφ Στέρνχελ, τον κατέταξαν στο ρεύμα των αντιδιαφωτιστών του 20ου αιώνα.
Ο παρουσιαζόμενος τόμος είχε εκδοθεί για πρώτη φορά το 2004, πάλι από την Κριτική και πάλι σε μετάφραση του Γιώργου Μέρτικα, με λίγο διαφορετικό τίτλο: Το στρεβλό ξύλο της ανθρωπότητας. Τίτλο που έδωσε ο Χένρι Χάρντι, επιμελητής των κειμένων του Μπερλίν, στηριγμένος σε μια αγαπημένη αναφορά του συγγραφέα στον Καντ, ο οποίος έγραφε πως «από το στραβό ξύλο της ανθρωπότητας τίποτα ίσιο δεν φτιάχτηκε ποτέ».
Έχει δίκιο ο Στέρνχελ που τον κατατάσσει στους αντιδιαφωτιστές; Και ναι και όχι.Ναι, γιατί πολλές φορές υπάρχουν αμφισημίες που δημιουργούν ένα πέπλο που όταν σηκώνεται αφήνει τον θαυμασμό του στη ρομαντική κριτική του Διαφωτισμού να επισκιάσει τον θαυμασμό του στον Διαφωτισμό. Και όχι, γιατί ο Μπερλίν σε προειδοποιεί πως αυτό που θέλει δεν είναι να σκοτεινιάσει τον φωτεινό κόσμο του Διαφωτισμού, αλλά να φωτίσει τον σκοτεινό κόσμο του ρομαντισμού.
Στο παρουσιαζόμενο έργο περιέχονται δοκίμια που καλύπτουν σχεδόν τριάντα χρόνια από την πνευματική διαδρομή του συγγραφέα (1959-1988). Περιλαμβάνονται γραπτά κείμενα, άρθρα και ομιλίες του που αφορούν την παρακμή των ουτοπικών ιδεών και τις συνέπειες από την επιδίωξη ενός ιδανικού κόσμου, την κριτική του ρομαντικού κινήματος στις αρχές του Διαφωτισμού και στον μύθο του ιδανικού κόσμου, τον βαθμό επιρροής του σχετικισμού στην ευρωπαϊκή σκέψη, αλλά και την κριτική στην αναβίωση του εθνικισμού.
Όσο περισσότερο γνωρίζει κανείς το έργο του συγγραφέα συναντά επαναλήψεις που περιέργως όμως προσθέτουν κάτι που δεν το έχει δει προηγουμένως. Ο Μπερλίν εν γνώσει του μας οδηγεί σ’ ένα επικίνδυνο ποταμό, που αν δεν προσέξει κανείς μπορεί να πέσει στους καταρράκτες του, αν όμως προσέξει, μπορεί να βγει σε παραδεισένια και φωτεινά εδάφη, αυτά ενός Φιλελευθερισμού του ασταθούς ισοζυγίου, όπως ο ίδιος γράφει. Γι’ αυτόν, αυτό το ισοζύγιο σημαίνει «ένα μηχανισμό σχεδιασμένο για να αποτρέπει τους ανθρώπους από το να επιφέρουν μεγάλη βλάβη ο ένας στον άλλο, που παρέχει επαρκή χώρο σε κάθε ανθρώπινη ομάδα προκειμένου να πραγματώσει τους δικούς της ιδιοσυγκρασιακούς, μοναδικούς, ιδιαίτερους στόχους» (σελ.100).
Ο Μπερλίν δεν θεωρεί τον Διαφωτισμό τομή σε σχέση με την αρχαία ελληνική και την ρωμαϊκή σκέψη. Μέχρι και το πρώτο πέμπτο του 18ου αιώνα, οπότε εμφανίζεται κυρίως ο γερμανικός ρομαντισμός, όλοι προσπαθούσαν να δώσουν απαντήσεις για το τι είναι δίκαιο και άδικο, τι έντιμο και τι ανέντιμο, τι σημαίνει κυριαρχία, υπακοή, επανάσταση, αντίσταση, αντίδραση, πρόοδος, φτώχεια, ανημπόρια, απελπισία, θεός, αθεΐα, πίστη, απιστία κ.λπ. Άλλοι αναζητούσαν τις απαντήσεις στη Βίβλο και στην Αποκάλυψη, άλλοι στην επιστήμη και τον ορθό λόγο, άλλοι στην εμπειρία και άλλοι στο ένστικτο ή και το συναίσθημα, όλοι όμως ορθολογιστές και ανορθολογιστές, ένθεοι και άθεοι συναινούσαν σε τρία αδιαμφισβήτητα δόγματα: πρώτον, για κάθε αυθεντικό ερώτημα υπάρχει μια αληθινή απάντηση, ανεξάρτητα του ποιος την ανακάλυψε και την κατέχει. Δεύτερον, αυτές οι αληθινές απαντήσεις μπορούν να γίνουν γνωστές σ’ όλους, και τρίτον οι αληθινές απαντήσεις δεν αλληλοσυγκρούονται, αλλά καταλήγουν σε μια αρμονική ολότητα.
Αυτή την ολότητα, αυτή την ενότητα, αυτόν τον μονισμό, από οπουδήποτε και αν προέρχεται, φοβάται ο πλουραλιστής και μετριοπαθής του φιλελευθερισμού, αλλά όχι και μετριοπαθής φιλελεύθερος Αϊζάια Μπερλίν. Καταφεύγει στη γερμανική ρομαντική σκέψη για να αποφύγει τον μύθο του μονισμού. Αυτόν τον «μύθο» που ήθελε τα θεμελιώδη προβλήματα των ανθρώπων να είναι, σε τελική ανάλυση, τα ίδια καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας.
Αρχικά ο μεγάλος στοχαστής αναδεικνύει την επικινδυνότητα εκείνου του «μύθου» που θεωρεί ότι υπάρχουν ενιαίες λύσεις για όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Πίσω απ’ αυτή τη θέση κρύβεται η ιδέα του ιδανικού κράτους και της ιδανικής κοινωνίας και πίσω και απ’ αυτή την ιδέα ελλοχεύει ο κίνδυνος του ολοκληρωτισμού. Και ο ολοκληρωτισμός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου. Ο Μπερλίν δεν δεσμεύεται να μας «αποκαλύψει» ποιοι είναι «οι φίλοι του λαού», μας αποκαλύπτει όμως ποιοι είναι και που κρύβονται ή δεν κρύβονται οι εχθροί του. Είναι αυτοί που υπόσχονται κάποιον παράδεισο, εδώ ή αλλού, δεν έχει σημασία.
Ο Βίκο, ο Μακιαβέλι, ο Χέρντερ είναι οι πρώτοι αμφισβητίες αυτού του μύθου. Και οι τρεις τους απορρίπτουν τις προαναφερθείσες παραδοχές της δυτικής σκέψης. Ο Μακιαβέλλι αμφισβήτησε πως υπάρχει ένα σωστό ερώτημα για κάθε σωστή απάντηση. Για τα ίδια προβλήματα της εποχής του υπάρχουν δυο σωστές απαντήσεις, είτε οι παγανιστικές αντιλήψεις και το ρωμαϊκό δίκαιο για τη συγκρότηση της αυθεντίας είτε οι χριστιανικές αντιλήψεις και η χριστιανική συμπόνια. Είναι θέμα επιλογής. Ο Βίκο απορρίπτει τη δυνατότητα συγκρότησης μιας τέλειας κοινωνίας έστω και ως προσεγγίσιμου ιδεώδους, ενώ ο Χέρντερ απορρίπτει την οικουμενικότητα των ανθρώπινων αξιών.
Ο Τζόσεφ ντε Μέστρ αποτελεί την ακραία μορφή αμφισβήτησης όλων των ιδανικών του Διαφωτισμού. Η πρωτοτυπία του όμως, κατά τον Μπερλίν, δεν έγκειται σ’ όσα είπε για να υπερασπίσει τον παρελθόν, αλλά σ’ όσα προφήτεψε για το μέλλον. Για τον ντε Μέστρ κάθε εξουσία απορρέει από τον Θεό και αυτή οφείλει να είναι αμείλικτη με τους υποτελείς της, γιατί αυτό είναι το σχέδιο του Θεού για να αντιμετωπίσει τους ανθρώπους του προπατορικού αμαρτήματος. Σημασία δεν έχει ο Λόγος, αλλά η ισχύς. Γι’ αυτό και θαυμάζει πιο πολύ τον αντίχριστο Ροβεσπιέρο και τον Ναπολέοντα από τον μαλθακό Λουδοβίκο XVI που άφησε να του ξεφύγει η εξουσία μην ασκώντας την ισχύ που του είχε δώσει ο Θεός. Μισεί τους μαλθακούς διανοούμενους όπως τον Κοντορσέ, περισσότερο από τους αιμοδιψείς βασιλοκτόνους επαναστάτες. Γιατί οι πρώτοι αρνούνται την ισχύ, ενώ οι δεύτεροι την εφαρμόζουν. Για τον ντε Μέστρ μόνο ο πιο αδίστακτος δεσποτισμός μπορεί να σώσει την κοινωνία από τη διάλυσή της. Γι’ αυτό και ο Μπερλίν τον θεωρεί πρόδρομο του ναζισμού.
(Αποκαλυπτικές είναι και οι συμβουλές του προς τον Αλέξανδρο Α’ της Ρωσίας για το πώς πρέπει να πατάξει κάθε αμφισβήτηση. Μακάρι να μη τον ανακαλύψει ο Πούτιν γιατί θα γίνει ακόμη χειρότερος κυβερνήτης απ’ ό,τι είναι. Αν και τη ρήση του ντε Μέστρ πως αν απαγχονίζονται ή δολοφονούνται οι διανοούμενοι πρέπει να μέμφονται τον εαυτό τους, ο Πούτιν τη γνωρίζει από πρώτο χέρι.)
Εντυπωσιακός είναι και ο τρόπος που ο ντε Μέστρ ορίζει τους εχθρούς του. Είναι όσοι «ρίχνουν στάχτη στα μάτια του λαού»: οι προτεστάντες, οι γιανσενιστές, οι ντεϊστές, οι αθεϊστές, οι ελευθεροτέκτονες, οι Εβραίοι, οι δημοκράτες, οι επιστήμονες, οι ιακωβίνοι, οι φιλελεύθεροι, οι ωφελιμιστές, οι αντικληρικαλιστές, οι ιδεαλιστές, οι νομικοί, οι δημοσιογράφοι, οι πάσης φύσεως διανοούμενοι, οι μεταρρυθμιστές και οι επαναστάτες. Τι μου θυμίζει!
Γιατί όμως ο Μπερλίν ασχολείται με τον ντε Μεστρ; Γιατί κατά τη γνώμη του αποδόμησε την παλιά δυτική σκέψη με τρόπο πιο αποτελεσματικό απ’ ό,τι κάποιοι προοδευτικοί διανοούμενοι. Βεβαίως προβαίνει σε μια κρίση απ’ αυτές που νομιμοποιούν τον Στέρνχελ να αμφισβητεί τον φιλελευθερισμό του. Θεωρεί πως αν και οι Βολταίρος και ντε Μεστρ έχουν διαφορετικές αφετηρίες, κληροδοτούν στα σύγχρονα ολοκληρωτικά κινήματα την κοινή τους νοοτροπία, που δεν γνωρίζει ενδοτικότητα, ασάφεια και μαλθακότητα. Σε τελική ανάλυση, αν και «οι ιδέες τους ενδεχομένως (sic) αλληλοαναιρούνται, η ποιότητα του πνεύματος τους είναι πολλές φορές υπερβολικά όμοια» (σελ. 260). Πολύ σκληρό να γράφεται κάτι τέτοιο για τον Βολταίρο και να τοποθετείται στους πρόδρομους του ολοκληρωτισμού μαζί με τον ντε Μεστρ, τον Σορέλ και τον Λένιν. Τελικά ο ντε Μέστρ είναι ένας σύγχρονός μας επειδή καταγγέλλει την ανικανότητα των αφηρημένων ιδεών; Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο Μπερλίν.
Εκεί όμως που συντρίβονται οι τρεις αρχές της δυτικής σκέψης είναι στην καταπιεσμένη από τις αποτυχίες της Γερμανία, όπου μετά το 1820 αναπτύσσεται το κίνημα του ρομαντισμού. Η ιδέα που κυριαρχεί είναι «αφήστε τους ξιπασμένους αλλά άθεους Γάλλους να καλλιεργούν τον εφήμερο κόσμο τους, με τα υλικά κέρδη, την επιδίωξη δόξας, πολυτέλειας» (σελ. 346) και ας στήσουμε τον δικό μας κόσμο της εσωτερικής κουλτούρας και αυτονομίας. Η άρνηση της γαλλικής και αγγλικής ηγεμονίας γέννησε την υγιή αντίδραση του πρώιμου ρομαντισμού, η οποία όμως στη συνέχεια συνδέθηκε με τον άρρωστο εθνικισμό και πολύ αργότερα με τον ναζισμό. Εδώ ο Μπερλίν υποστηρίζει το ίδιο που έγραφε και ο Νόρμπερτ Ελίας, πως δηλαδή μια από τις αιτίες ανόδου του ναζισμού ήταν το αίσθημα συλλογικής ταπείνωσης των Γερμανών έναντι των επιτυχιών της Γαλλίας και της Αγγλίας (βλ. Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Σ’ αυτήν την αποπνικτική ατμόσφαιρα της γερμανικής κοινωνίας των αρχών του 19ου αιώνα γεννιέται ένα κίνημα το οποίο κηρύσσει την ιδέα της πολλαπλότητας των πολιτισμών. Η λατρεία της ποικιλομορφίας και η βαθύτατη αποστροφή της ομοιομορφίας βρίσκονται στο επίκεντρό του και κατάληξή του είναι η αμφισβήτηση της ιδέας της μίας και μοναδικής αντικειμενικής αλήθειας. Βεβαίως, αυτή η λατρεία στη συνέχεια αποτέλεσε την ιδεολογική λεοντή των πιο ακραίων εθνικισμών.
Οι θεμελιώδεις αρχές του ρομαντικού ανθρωπισμού για τον Μπερλίν είναι: πρώτον, η ανάδειξη του ανθρώπου ως μοναδικού δημιουργού αξιών, δεύτερον, η αρχή πως δεν είναι οι άνθρωποι που καλούνται να υπηρετήσουν τους θεσμούς, αλλά το αντίθετο, τρίτον, πως οι άνθρωποι δεν πρέπει να αλληλοεξοντώνονται στο όνομα κάποιων αφηρημένων μεγαλόπνοων ιδεών, αφού οι αλήθειες και οι σκοποί είναι πολλοί και απρόβλεπτοι, και τέταρτον, πως το χειρότερο αμάρτημα είναι ο εξευτελισμός των ανθρώπων για χάρη κάποιων προκρούστειων προτύπων (σελ. 317).
Ταυτοχρόνως όμως ο Μπερλίν γνωρίζει και συνδέει αυτόν τον ρομαντισμό με την ανάπτυξη του εθνικισμού και του ολοκληρωτισμού. Μας μιλά για τη μετατροπή της πολυμορφίας σε απολυτοποίηση του γενέθλιου τόπου και των παραδόσεών του. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η αισθητικοποίηση της πολιτικής ισχύος. Η μετατροπή του πολιτικού σε ανυπέρβλητο καλλιτέχνη που διαμορφώνει ανθρώπους. Η αρχή πως ο άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως ένας καλλιτέχνης αντιμετωπίζει το δικό του έργο τέχνης. Η μεταφορά του αισθητικού υποδείγματος στην πολιτική και η μετατροπή της ανθρώπινης ζωής σε έργο τέχνης είναι εξίσου πηγές του ολοκληρωτισμού, όπως ο μονισμός και η ομοιομορφία. Από τη στιγμή μάλιστα που η πολυμορφία των εθνικών πολιτισμών ταυτίζεται με την ανωτερότητα ενός πολιτισμού, από τη στιγμή δηλαδή που ο ρομαντικός αισθητισμός του Σίλερ της πίστης στο δέντρο της ζωής μετατρέπεται σε μίσος για το δέντρο της παγκόσμιας γνώσης, από αυτή τη στιγμή η πίστη στην διαφορετικότητα ενδύεται τα ρούχα του εθνικισμού και τότε όλα αυτά μετατρέπονται σε φασισμό. Γιατί ο εθνικισμός δεν αποτελεί συνείδηση της αξίας ενός έθνους, αλλά πίστη στη μοναδική αποστολή του και στην ανωτερότητα της ύπαρξής του. Ο φασισμός είναι η ακραία έκφραση αυτής της ιδεολογίας.
Είναι λάθος να κατατάσσεται ο Μπερλίν στους αντιδιαφωτιστές, αν και σε καμιά περίπτωση δεν είναι απόλυτος υποστηρικτής του Διαφωτισμού. Το έργο του είναι το καμπανάκι για την τελευταία στροφή ενός δρομέα του Διαφωτισμού. Αν προσέξει μπορεί να βγει πρώτος, αν όχι τότε θα δώσει τη θέση του σε σκοτεινούς στοχαστές- δρομείς όπως ο Γιόζεφ ντε Μαίστρ.
Ο σεβασμός όμως και η εκτίμηση του Μπερλίν προς το ρομαντικό κίνημα δεν τον οδήγησε να υποστηρίξει ένα αδιέξοδο σχετικισμό, ούτε έγινε θιασώτης του γνωσιοθεωρητικού και οντολογικού μετανεωτερικού χυλού. Για τον ιστορικό των ιδεών ασυμβατότητα των πολιτισμών δεν σημαίνει και αδυναμία σύγκρισής τους. Η εκ μέρους του απόρριψη οποιουδήποτε μεθοδολογικού μονισμού, δεν σημαίνει συνειδητή αποδοχή του σχετικισμού, αν και κατά τη γνώμη μου μερικές φορές οδηγείται σ’ αυτήν. Η πολυαρχία, η ασυμμετρία και η ασυμβατότητα των αντικειμενικών σκοπών είναι οι αρχές του, αυτά στα χέρια του δεν είναι σχετικισμός, μπορούν να γίνουν όμως σε κάποια πιο αδύναμα χέρια και μυαλά. Ο Μπερλίν δεν πιστεύει πως κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα προέρχεται από ανεξιχνίαστες δυνάμεις τις οποίες καλούμαστε να κατανοήσουμε και να ξεσκεπάσουμε, από την άλλη όμως δείχνει και μεγάλη δυσπιστία στη δύναμη του Λόγου. Πολλές φορές διολισθαίνει επικίνδυνα στο να θυσιάζει τον Λόγο στη Βούληση και αυτό είναι εξίσου επικίνδυνο με τις ουτοπικές θεωρίες για το «ιδανικό κράτος».
Η πλουραλιστική προσέγγισή του δεν απορρίπτει την ύπαρξη της αλήθειας, μόνο που κάθε αλήθεια είναι συγκεκριμένη και έχει ιστορικά όρια. Ο πλουραλισμός του είναι πρωτίστως γνωσιολογικός και λιγότερο οντολογικός. Ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει πως ακόμη «κι αν δεν υπάρχουν οικουμενικές αξίες, υπάρχουν εκείνες οι στοιχειώδεις αξίες, χωρίς τις οποίες οι κοινωνίες δεν θα επιβίωναν» (σελ. 57). Για τον Αϊζάια Μπερλίν η απαγόρευση του βασανισμού, του εξευτελισμού και του σφαγιασμού των ανθρώπων είναι αυτές οι στοιχειώδεις αξίες, οι οποίες όμως δεν νομιμοποιούνται από μια αιώνια και πανταχού παρούσα αντικειμενικότητα, αλλά από τον αναπόφευκτο χαρακτήρα τους για τη συμβίωση των ανθρώπων. Στο ίδιο όμως βαθμό η αναζήτηση της τελειότητας είναι συνταγή αιματοκυλίσματος.
Ο Μπερλίν δεν είναι οραματιστής, ούτε επαναστάτης. Γι’ αυτόν οι επαναστάσεις σπανίως ανταποκρίνονται στις προσδοκίες που γεννούν, το αντίθετο, γεννούν ολοκληρωτισμούς. Γι’ αυτόν, το κύριο είναι η αποφυγή των υπέρτατων δεινών και αυτό επιτυγχάνεται με τον βαρετό και μονότονο Φιλελευθερισμό, ο οποίος όμως εγγυάται συνθήκες επισφαλούς ισορροπίας, ως προϋπόθεση για μια σωστή και μετριοπαθή κοινωνία.
Στον πρόλογο του ο καθηγητής στο ΑΠΘ Νικόλας Σεβαστάκης με συνοπτικό και βαθύ συνάμα τρόπο μας παρουσιάζει ένα ιστορικό των ιδεών που επιδίωξε να παρεμβαίνει για να «ισιώσει το στραβό ξύλο της ανθρωπότητας».
Ο Μπερλίν υποστηρίζει πως αν δεν υπάρχουν αναλλοίωτες, αιώνιες και οικουμενικές αξίες, τότε δεν υπάρχουν και τέλειες κοινωνίες. Εν μέρει σωστό, όσο αφορά την μη ύπαρξη τέλειων κοινωνιών. Λάθος όσον αφορά όμως την ύπαρξη οικουμενικών αξιών. Ακόμη όμως πιο σωστός θα ήταν ο ισχυρισμός πως δεν υπάρχουν τέλειες κοινωνίες, επειδή κάποιες οικουμενικές αξίες, όπως αυτές του Διαφωτισμού, δεν μπορούν να εφαρμόζονται παντού και πάντα, αν και θα ήταν ευκταίο να εφαρμόζονται.