Η κρίση, όπως κάθε κρίση, παράγει συνέπειες πρωτογενείς και παράπλευρες. Οι πρώτες είναι ορατές διά γυμνού οφθαλμού. Οι δεύτερες υποφωτίζονται. Έτσι, μάλιστα, όπως οι προβολείς πέφτουν συνήθως πάνω στα προφανή, τα δευτερογενή εξελίσσονται αθόρυβα. “Δουλεύουν” αργά και συστηματικά. Υποδόρια. Έτσι όπως ακριβώς κάνει το σαράκι, που κατατρώγει μεθοδικά το ξύλο, μέχρι να το σωριάσει.
Στην περίπτωσή μας, το ξύλο είναι ο κοινωνικός ιστός. Αυτόν απειλούν να διαλύσουν οι τοξίνες που απελευθερώνει καθημερινά η κρίση, δημιουργώντας μία νέα τάξη πραγμάτων όχι μόνο οικονομικά και κοινωνικά, αλλά ιδεολογικά και πολιτικά.
Για να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, η Ελλάδα της (τρισκατάρατης πλέον) μεταπολίτευσης υπήρξε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία με προβληματικούς θεσμούς και εγγενείς παθογένειες, αλλά και ένα πλέγμα κανόνων, που εξασφάλιζε το πλαίσιο της αναγκαίας κοινωνικής οργάνωσης.
Το επικίνδυνο στις μέρες μας, έτσι όπως η κρίση ανατροφοδοτείται, είναι υπό την πίεση του εκρηκτικού μείγματος λιτότητας, ανεργίας και ανασφάλειας, να ενισχυθούν όσοι επενδύουν στην ισοπέδωση και μάχονται να ξηλώσουν ό,τι απέμεινε από το μεταπολιτευτικό πουλόβερ.
Ακόμα πιο επικίνδυνο είναι, επίσης, ότι το μπλοκ της ισοπέδωσης δεν προσελκύει πλέον μόνο τους συνήθεις ακροδεξιούς θαμώνες, αλλά πρόσωπα και ομάδες με “κοινωνική” ταυτότητα, που απολυτοποιούν τις ευθύνες των πολιτικών και αναδεικνύουν το “κράξιμο” σε συλλογική μόδα.
Διαμορφώνεται, έτσι, ένα ευρύχωρο, ετερόκλητο και αντιφατικό ρεύμα λαϊκισμού που διεκδικεί να βάλει τη σφραγίδα του στο δημόσιο χώρο, προβάλλοντας είτε εθνικιστικά και ρατσιστικά στερεότυπα είτε μειοψηφικές μέχρι τινος αντιλήψεις, όπως ήταν ο αντικοινοβουλευτισμός και ο αντιευρωπαϊσμός, που αργά αλλά σταθερά ανακτούν υπολογίσιμο έδαφος.
Υπό άλλες συνθήκες, η κίνηση αυτή δεν θα είχε πιθανότητες ούτε να επιβάλλει τη φυσιογνωμία και την αισθητική της ούτε να κατοχυρώσει την παρουσία της. Της δίνουν χώρο και σχετική άνεση, ωστόσο, τρεις παράγοντες, που θα ήταν λάθος να υποτιμηθούν.
Ο πρώτος είναι η απροθυμία που χαρακτηρίζει ορισμένες δυνάμεις της Αριστεράς να πάρουν ρητές αποστάσεις από το φαινόμενο, με το επιχείρημα ότι προέχει η αντιμετώπιση του μνημονιακού χειμώνα.
Ο δεύτερος είναι η σχετικοποίηση κάθε έννοιας δικαιοσύνης που έθρεψε η παράδοση της ατιμωρησίας, γεγονός που δίνει έρεισμα σε στάσεις και απόψεις οργανωμένης άρνησης τήρησης των νόμων.
Ο τρίτος είναι η συνολική μετατόπιση του πολιτικού άξονα προς τα δεξιά και η συντηρητικοποίηση μεγάλων μερίδων της κοινωνίας, εξέλιξη που πολλαπλασιάζει τα ακροατήρια των πάσης φύσεως “εθνοσωτήρων”.
Το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, το αν δηλαδή θα παγιωθεί ή αν θα “ξεφουσκώσει” αυτό το ρεύμα λαϊκισμού νέας κοπής, θα κριθεί από πολλές παραμέτρους. Κρίσιμη θα είναι για την τύχη του, ωστόσο, η στάση της Αριστεράς, η οποία θα όφειλε σε όλες τις αποχρώσεις της να απονομιμοποιήσει πρακτικές και λογικές που δεν έχουν σχέση με τη δημοκρατική πάλη και τον οργανωμένο αντιπολιτευτικό αγώνα.
.
O Χρήστος Μαχαίρας είναι δημοσιογράφος