Το σαράκι του διχασμού

Παντελής Καψής 22 Νοε 2015

Το «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» μαζί με το «θα σκίσουμε το Μνημόνιο» και βέβαια «θα διαγράψουμε το μεγαλύτερο μέρος του χρέους» θα συμβολίζουν για καιρό τα ψέματα και τη δημαγωγία που έδωσαν τη δυνατό­τητα στον ΣΥΡΙΖΑ και στους ΑΝΕΛ να γίνουν κυβέρνηση. Είναι απολύτως κατανοητό το ότι η αντιπολίτευση δεν θέλει να τα ξεχάσει. Για λόγους πολιτικούς αλλά και… ψυχολογικούς.

Οι πρώτοι προφανείς: αν σήμερα καλούμαστε να εφαρμόσουμε ένα πολύ πιο σκληρό πακέτο μέτρων από το μέιλ Χαρδούβελη οφείλεται στην ανερμάτιστη πολιτική των τελευταίων μηνών. Πολιτική που στηρίχθηκε σε αυτήν τη συνθηματολογία. Παράλληλα, όμως, δεν υπάρχει ούτε ένα στέλεχος της αντιπολίτευσης που να μην έχει υποστεί τη λοιδορία των Συριζαίων για τα ίδια ακριβώς μέτρα που σήμερα ψηφίζει η «πρώτη φορά Αριστερά». Κι όπως είναι γνωστό, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Το πραγματικό ερώτημα, ωστόσο, είναι αν όλα αυτά πάνε τη χώρα μπροστά. Ή αν μπαίνουμε ξανά στον ίδιο φαύλο κύκλο που μας έφερε στο σημερινό αδιέξοδο. Ηδη έχουμε ανησυχητικά κρούσματα.

Η τελική συμφωνία για τα δάνεια είναι ένα παράδειγμα. Σίγουρα είναι προβληματική για χιλιάδες ιδιοκτήτες και πάντως δεν έχει την παραμικρή σχέση με όσα προεκλογικά έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας όμως. Ούτε η προηγούμενη κυβέρνηση είχε πετύχει να επεκταθεί το πάγωμα των πλειστηριασμών. Και όλοι γνώριζαν ότι κάποιας μορφής συμβιβασμός ήταν αναπόφευκτος. Ηταν ο καλύτερος δυνατός; Πιθανότατα όχι. Πληρώνουμε καπέλο για τα «κάπιταλ κοντρόλς»; Σίγουρα ναι. Πρέπει να τον ψηφίσει η αντιπολίτευση; Ασφαλώς όχι. Από εκεί και πέρα, όμως, όταν λέμε αυτή «δεν είναι Αριστερά», υποκύπτει στις απαιτήσεις των δανειστών και δεν διαπραγματεύεται, κάποιοι ασφαλώς θα χαμογελούν ειρωνικά. Ιδίως όταν και η κυβέρνηση απαντά κατηγορώντας την αντιπολίτευση για λαϊκισμό: τόσο γρήγορη αντιστροφή ρόλων δεν θα την περίμεναν.

Κάτι ανάλογο είχε συμβεί λίγες εβδομάδες νωρίτερα όταν ο Ν. Φίλης εξέφρασε τις γνωστές απόψεις του για το αν η σφαγή των Ποντίων ήταν γενοκτονία. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ήταν αναμενόμενο ότι θα αντιδράσουν. Την επόμενη μέρα, ωστόσο, με αφορμή την επίθεση στον κ. Κουμουτσάκο από χρυσαυγίτες θέλησαν να φορτώσουν και την ευθύνη για τον ξυλοδαρμό στον ΣΥΡΙΖΑ, αναγορεύοντας τον κ. Φίλη σε ηθικό αυτουργό! Βρέθηκαν έτσι να συμπλέουν με εκείνους που αμφισβητούν το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης όταν οι απόψεις που διατυπώνονται δεν είναι -κατά τη γνώμη τους- πολιτικά ή εθνικά ορθές. Κι εδώ κρύβεται η μεγαλύτερη παγίδα.

Το δυσκολότερο πρόβλημα που έχει κληροδοτήσει η κρίση στη χώρα είναι ο διαχωρισμός των πολιτών σε δύο στρατόπεδα που είναι αδύνατον να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Ενας διαχωρισμός που έχει κατασκευαστεί συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες. Στη δημοκρατία οι απόψεις είναι ηθικά και πολιτικά ισότιμες. Στην Ελλάδα, ωστόσο, οι μισοί Ελληνες θεωρούν τους άλλους μισούς προδότες, διαπλεκόμενους ή κατ’ ελάχιστον θύματα της καθεστωτικής προπαγάνδας των ΜΜΕ και των τραπεζιτών. Με τη σειρά τους, οι τελευταίοι στην καλύτερη περίπτωση θεωρούν τους πρώτους ψεκασμένους. Στη χειρότερη φασίστες. Μαύρους ή κόκκινους δεν κάνει μεγάλη διαφορά.

Από τη μία πλευρά, όλοι ή σχεδόν όλοι καταδικάζουμε τη βία του ΙSIS και ορκιζόμαστε στην υπεράσπιση των πολιτιστικών αξιών της Δύσης για ελευθερία, ανεκτικότητα, αποδοχή της διαφοράς και του άλλου. Και την ίδια στιγμή ως κοινωνία λειτουργούμε με ένα μοντέλο μισαλλοδοξίας που έχει πια συστατικό της στοιχείο και τη βία. Φραστική αλλά και σωματική. Το μαχαίρωμα του Φύσσα ήταν ακραίο παράδειγμα. Κανείς όμως δεν γνωρίζει πώς θα είχε κλιμακωθεί αν δεν είχαν ασκηθεί διώξεις στη Χρυσή Αυγή. Για πολλούς «αγανακτι­σμένους» οι κρεμάλες στη Βουλή δεν είχαν τίποτα το μεταφορικό. Αρκεί να διαβάσει, εξάλλου, κάποιος την ανακοίνωση των αριστεριστών για την επίθεση που δέχθηκαν από αναρχικούς για να καταλάβει την «αριστερή» βία. Δεν δίστασαν, αναφέρουν στην ανακοίνωση, να εκτοξεύσουν «αδιακρίτως προς τον συγκεντρωμένο κόσμο πέτρες και γυάλινα μπουκάλια, να ανοίξουν κεφάλια με λοστάρια, να εκστομίσουν τις χειρότερες απειλές και να κινηθούν γενικά με δολοφονικό τρόπο απέναντι σε αγωνιστές του κινήματος». Κι αυτά επειδή τους πέρασαν για… κνίτες! Πού να ήταν τραπεζίτες. Είμαστε γελασμένοι αν πιστεύουμε ότι έτσι μπορεί να λειτουργήσει η Δημοκρατία.

Σε μια κανονική πολιτεία η πρωτοβουλία για να ξεπεραστεί ο διχασμός θα έπρεπε να προέλθει από την κυβέρνηση. Με δεδομένη την προϊστορία του ΣΥΡΙΖΑ και το επίπεδο της πλειονότητας των στελεχών του, ας μην περιμένουμε πολλά. Η μόνη ελπίδα είναι η αντιπολίτευση. Να ξεπεράσει τον μικροκομματισμό και να αρθεί αυτή στο ύψος των περιστάσεων. Να εκπαιδεύσει κυβέρνηση και κοινωνία. Σε τελευταία ανάλυση, τα ξέρει από πρώτο χέρι. Και γνωρίζει ότι αργά ή γρήγορα αυτή θα κληρονομήσει το πρόβλημα.