Το ψέμα που θα τρώει διαδοχικές κυβερνήσεις και κόμματα

Κώστας Σοφούλης 03 Ιουλ 2015

Με η χωρίς δημοψήφισμα, με «ναι» ή με «όχι» ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση αυτή έχει φάει τα ψωμιά της και οδεύει προς την έξοδο λίαν προσεχώς. Θα είναι η τέταρτη κυβέρνηση που θα έχει «φάει» η διαδικασία χρεοκοπίας της χώρας μας. Θα επακολουθήσουν και άλλες. Η διαδικασία αυτή καθεαυτή αποδείχνει την ανεπάρκεια του πολιτικού μας συστήματος, αλλά έχει εδραία αιτία: Η αντιμετώπιση της «κρίσης» γίνεται πάνω στη βάση ενός ανομολόγητου ψέματος που δημιουργεί χαοτικό ρήγμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην αντιμετώπισή της. Το ψεύδος επαναλαμβάνεται από όλες τις μέχρι τώρα κυβερνήσεις επειδή δεν έχουν την αντοχή να πουν την αλήθεια. Το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος υπερκεράζει τις στρατηγικές ανάγκες της κοινωνίας μας.

Αυτό το ψεύδος συνοψίζεται στο εξής: Η χρεοκοπία αντιμετωπίζεται ως πρόσκαιρη δημοσιονομική κρίση, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί απλή συγκυριακή έκφραση της αποτυχίας του παραγωγικού μας συστήματος να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του σύγχρονου διεθνούς ανταγωνισμού. Δεν πρόκειται για πρόσκαιρη κρίση, αλλά για αποκάλυψη ότι αυτό είναι το πραγματικό μας μπόι στη λίγκα της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομίας. Έχουμε το μπόι μιας Βουλγαρίας και νομίζουμε ότι απλώς ένα προσωρινό γονάτισμα μας έχει κοντύνει μέχρι να απλώσουμε αύριο τα ατέλειωτα ευρωπαϊκά τάχαμου πόδια μας και να δείξουμε πόσο γίγαντες είμαστε4. Ας δούμε τώρα λίγο αναλυτικότερα τα περί του ψεύδους αυτού.

Ερμηνεύοντας πραγματιστικά τα όσα συμβαίνουν τις μέρες αυτές διαπιστώνουμε ότι στην ουσία έχουμε, για μια ακόμη φορά, μια μακρόσυρτη κυβερνητική κρίση. Και η κυβέρνηση αυτή θα πέσει μέσα στους λίγους προσεχείς μήνες.  Αν συμβεί κάτι τέτοιο θα είναι η τέταρτη κυβέρνηση που θα πέσει στην αναμέτρηση με την πτώχευση της χώρας, που φαινομενικά εμφανίζεται ψευδώς ότι είναι αναμέτρηση με τους κακούς εταίρους μας. Χαρακτηριστικό όλης αυτής της σειράς των κυβερνητικών κρίσεων είναι η εμφάνιση κάθε φορά νέων πολίτικων σχημάτων για να αντικαταστήσουν τα προηγούμενα που καίγονται. Το πολιτικό παιχνίδι, όμως,  μένει το ίδιο ακριβώς.   Με άλλα λόγια, το πολιτικό σύστημα δεν προσέφερε προετοιμασμένες εναλλακτικές λύσεις εξουσίας.  Και το εκλογικό σώμα αναζητούσε «κάτι το καινούργιο» απορρίπτοντας συλλήβδην τα παλαιά πολιτικά σχήματα αντί να αναζητεί νέες λύσεις σε ένα πραγματικό πρόβλημα που δεν θέλει να αποδεχτεί. Γιατί; Τι είναι αυτό που ρευστοποιεί τη δομή του πολιτικού συστήματος και το αναγκάζει σε μεταμορφώσεις για να αντέξει στην κρίση των ψηφοφόρων;

Η απάντηση είναι απλή όσο κι αν φαίνεται παράδοξη: Τίθεται συνεχώς το ίδιο εσφαλμένο πρόβλημα και αποκρύπτεται το πραγματικό. Στο εσφαλμένο πρόβλημα κάθε επίδοξος διεκδικητής της πλειονοψηφίας κατ’ ανάγκη θα δώσει, κατά λογική συνέπεια, απαντήσεις σε λάθος ερωτήσεις και γιαυτό σύντομα θα απορριφθεί από την άτεγκτη πραγματικότητα. Το εκλογικό σώμα, από την πλευρά του περιμένει λύσεις σε λάθος πρόβλημα και γιαυτό σύντομα απογοητεύεται και αναζητεί πολιτική έκφραση που θα αντιπροσωπεύει την εσφαλμένη του αντίληψη της πραγματικότητας αντί να επαγγέλλεται λύσεις στο πραγματικό πρόβλημα. Πρόκειται για τραγική σκιαμαχία που ουδέν το καλό προοιωνίζει.

Που βρίσκεται το σφάλμα; Επανέρχομαι σε ένα θέμα που καταλαβαίνω ότι δεν έγινε αρκούντως κατανοητό από τους αναγνώστες μου σε προηγούμενα κείμενά μου. Πρόκειται για το ερώτημα που έχω επανειλημμένα θέσει,  δηλαδή, κατά πόσο αυτό που ζούμε σήμερα αποτελεί οικονομική κρίση ή προβληματική δομική κατάσταση. Η εσφαλμένη διάγνωση είναι ότι πρόκειται για κρίση που ως τέτοια απαιτεί βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις αποκατάστασης στην προτέρα κατάσταση. Η αλήθεια είναι, όμως, πως αντιμετωπίζουμε μια νέα κατάσταση με ιδιαίτερα μακροχρόνιες προοπτικές, όπου περιπέσαμε εξ αιτίας της δημοσιονομικής κρίσης. Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας από μόνη της δεν αρκεί για να ανατραπεί η νέα κατάσταση. Χρειάζεται πλειάδα στρατηγικών ανατροπών που από τη φύση τους έχουν μεσο-μακροπρόθεσμη προοπτική απόδοσης. Ας σκεφτούμε το απλούστερο των παραδειγμάτων: Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων,  για την δημιουργία μιας νέας θέσης εργασίας απαιτείται επιτυχής επένδυση περίπου 27.000 Ευρώ. Η χώρα μας αυτήν την ώρα έχει περίπου 1,5 εκατομμύρια ανέργους. Για την απορρόφησή τους θα χρειαστούν  επενδύσεις περίπου 405 δισεκατομμυρίων Ευρώ. Που θα βρεθούν τα κεφάλαια αυτά, και ποιους μηχανισμούς προσέλκυσης και αξιοποίησης έχει σήμερα η χώρα με μια κυβέρνηση, ιδίως, που είναι φανατική εχθρική στην επιχειρηματικότητα; Στον πολιτικό διάλογο, ποιος έχει ακούσει συζήτηση για το ζήτημα αυτό;

Δεν θέλω να παίξω με τις λέξεις αλλά να θέσω ένα γνήσιο οντολογικό ζήτημα που από την απάντηση που θα δώσουμε σε αυτό θα εξαρτηθεί και η ορθότητα του λόγου που αναπτύσσεται πέντε ολόκληρα χρόνια στον τόπο μας. Όσο συνεχίζεται αυτή η παρανόηση, τόσο θα καίγονται διαδοχικά πολιτικά σχήματα και θα διαιωνίζεται η πολιτική αστάθεια. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις θα θυσιάζονται στον βωμό των ψευδαισθήσεών μας. Εξηγούμαι.

Με μεγάλη ευκολία που φθάνει στα όριο της απερισκεψίας, περιγράψαμε όλοι μας τα όσα προέκυψαν το 2010 με το κλείσιμο των διεθνών χρηματαγορών για την Ελλάδα, ως «κρίση». Η   αλήθεια είναι ότι το 2010 με το κλείσιμο των αγορών αποκαλύφθηκε η ανικανότητα ενός κρατικιστικού συστήματος που ζούσε με ενέσεις καταναλωτικές ενώ η οικονομία από-επενδύονταν από ό,τι παραγωγικό είχε στη διάθεσή της.

Συμπέρασμα: Αν όλη η σκέψη μας δεν συγκεντρωθεί στο πώς θα προσεγγίσουμε νέες παραγωγικές επενδύσεις σε ανταγωνιστικούς τομείς, οι κυβερνήσεις θα περιστρέφονται γύρω από εσφαλμένο άξονα και ζαλισμένες θα πέφτουν. Η δημοσιονομική σταθερότητα δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι απλό μέσο και βασική προϋπόθεση για την παραγωγική ανασυγκρότηση.  Όποια κυβέρνηση τολμήσει τελικά να αποταθεί στους εταίρους μας με μια τέτοια ατζέντα, εκτιμώ ότι θα βοηθούσε και αυτούς να αποβάλλουν ορισμένες αντιπαραγωγικές εμμονές της στην ισχύ των νομισματικών πολιτικών και να σταθούν αρωγές σε ένα πραγματικό πρόγραμμα ανάταξης μιας εξευτελισμένης επί του παρόντος οικονομίας όπως κατάντησε η ελληνική.