Αρέσει δεν αρέσει «Το Ποτάμι», πρέπει να δεχθούμε ότι είναι το πρώτο μεταμνημονιακό κόμμα της χώρας. Οχι γιατί ιδρύθηκε μετά τη ρηχή «τομή» του Μνημονίου στην ελληνική Ιστορία, αλλά γιατί την ξεπερνά. Δηλαδή, και το κόμμα του κ. Πάνου Καμμένου ιδρύθηκε μετά τη σύναψη της δανειακής σύμβασης με τους εταίρους (μαζί με τα μέτρα που τη συνόδευσαν), αλλά οι Ανεξάρτητοι Ελληνες φτιάχτηκαν έχοντας ως μόνη αναφορά το Μνημόνιο και τους «κακούς δανειστές». Και είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο κ. Καμμένος ποτέ δεν ρωτήθηκε για το πολιτικό του στίγμα παρά τις τερατολογίες και τις θεωρίες συνωμοσίας που συχνά ξεφουρνίζει, ενώ ζητείται διαρκώς από τον κ. Θεοδωράκη να βάλει την πινέζα του «Ποταμιού» στον άξονα Αριστερά-Δεξιά.
Βεβαίως όλοι «ξέρουμε» ότι οι Ανεξάρτητοι Ελληνες είναι δεξιότερα της Ν.Δ., αλλά πώς προκύπτει αυτό όταν π.χ. η πολιτική του ανάλυση για την οικονομία είναι ΣΥΡΙΖΑ κι ακόμη παλαβότερα; Πώς προκύπτει το κεντροαριστερό πρόσημο του ΠΑΣΟΚ, όταν αναγκάστηκε (έστω με μισή καρδιά) να πλήξει την «ιερή αγελάδα» της σοσιαλδημοκρατίας, που στην Ελλάδα είναι το κράτος; Πώς προκύπτει το κεντροδεξιό πρόσημο της Νέας Δημοκρατίας με τις τρεις γυροβολιές που έκανε στο πολιτικό σκηνικό και από τις πλατείες των Αγανακτισμένων έφτασε να εφαρμόζει το πρόγραμμα που με περισσή θέρμη κατήγγειλε;
Αν διαβάσει κάποιος την ομιλία του κ. Σταύρου Θεοδωράκη στο συνέδριο θα διαπιστώσει ότι η λέξη «Μνημόνιο» δεν υπάρχει πουθενά, ενώ η δανειακή σύμβαση απασχολεί μόνο μία από τις 24 ερωταπαντήσεις που έδωσε το νεοσύστατο κόμμα δίκην μανιφέστου· οι υπόλοιπες αφορούν το πολιτικό σύστημα, τον εκλογικό νόμο, τη Δικαιοσύνη, την Ευρώπη, την παγκοσμιοποίηση κ.λπ. Αυτό τεκμηριώνει τον πρότερο ισχυρισμό περί πρώτου μεταμνημονιακού κόμματος, αλλά μπορεί να γίνει και στόχος κριτικής περί «απολιτικοποίησης» από τους ίδιους που δεν αναρωτήθηκαν ποτέ τι σόι πολιτικοποίηση είναι ο ισχυρισμός του κ. Καμμένου ότι η προσφυγή της χώρας στην τρόικα ήταν αποτέλεσμα διεθνούς συνωμοσίας «που σχεδιάσθηκε από την άνοιξη του 2009 έως την άνοιξη του 2010».
Παλαβή αντιπαράθεση
Είναι πολλοί εκείνοι που θεωρούν τεκμήριο απολιτικοποίησης το γεγονός ότι πολλοί από τους διανοούμενους και καθηγητές του νέου αυτού σχηματισμού επιχειρηματολογούν πολιτικά προσφεύγοντας στην «κοινή λογική». Η αλήθεια είναι ότι η «κοινή λογική» δεν αποτελεί πολιτικό επιχείρημα, αρκεί αυτή να υπάρχει σε μια χώρα. Δυστυχώς στην Ελλάδα φτάσαμε να συζητάμε στα σοβαρά κάθε παλαβομάρα που η ιδεολογικά κυρίαρχη Αριστερά (σε θέματα οικονομίας ή θεσμών) ή η ιδεολογικά κυρίαρχη (σε θρησκευτικά και εθνικά θέματα) Ακροδεξιά έθεταν στην πολιτική ατζέντα.
Αντιπαρατιθέμεθα π.χ. αν η τρομοκρατία είναι «τα τανκς των κατατρεγμένων», αν οι δολοφονίες είναι κομμάτι της πολιτικής πάλης, αν το πανεπιστημιακό άσυλο προστατεύει σε εποχές Δημοκρατίας την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, την ώρα που βλέπουμε τραμπούκους να προπηλακίζουν καθηγητές, διανοούμενους κ.λπ. εν ονόματι του ασύλου που… προστατεύει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Από την άλλη μεριά, θεωρείται πολιτική πρόκληση να εκφέρει κάποιος στον δημόσιο διάλογο την επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη ότι «Κρυφό Σχολειό» δεν υπήρξε ή να αμφισβητήσει την ύπαρξη του Αγίου Φωτός που με δαπανηρό τρόπο μεταφέρεται με το κυβερνητικό Εμπραέρ στην Ελλάδα. Είναι δε και πάλι περίεργο ότι η επίκληση της απλής λογικής θεωρείται στην Ελλάδα απολιτίκ, ενώ η επίθεση εναντίον της είναι πολιτική. Το τελευταίο τεκμηριώνεται από τα «πολιτικά γεγονότα» που παράγει· αρκεί να μετρήσει κάποιος τις επιθέσεις του γραφείου Τύπου της Ν.Δ. εναντίον στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που ξέφυγαν από την επίσημη εθνική μυθολογία.
Στην Ελλάδα η κοινή λογική δεν πολιτικοποιήθηκε από εκείνους που προσφεύγουν σ’ αυτή αλλά από τους πολέμιούς της. Κάποιοι καταφεύγουν σε μαρξιστογενή επιχειρήματα του στυλ ότι η «κοινή λογική» δεν είναι τόσο αθώα και ότι στο τέλος όλα είναι «πολιτικά», δηλαδή ταξικά. Οπως θα εξηγούσε ένας συνεπής ημιμαρξιστής (έχει γεμίσει από δαύτους η Ελλάδα), «σε κάθε επίπεδο παραγωγικών δυνάμεων αντιστοιχούν ορισμένες παραγωγικές σχέσεις, δηλ. σχέσεις ιδιοκτησίας. Οι κοινωνικές αυτές σχέσεις αποτελούν το οικονομικό οικοδόμημα στο οποίο αντιστοιχεί ένα εποικοδόμημα πολιτικών και νομικών θεσμών, ιδεών και μορφών σκέψης, που σε τελευταία ανάλυση αντανακλούν το ισχύον οικονομικό οικοδόμημα». Υπ’ αυτή την έννοια η προσφυγή στην «κοινή λογική» δεν είναι παρά η προσφυγή στην κυρίαρχη λογική των υπαρχουσών σχέσεων ιδιοκτησίας ή όπως θα το έλεγαν στο ΚΚΕ των «καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής».
Το πρόβλημα με τους ημιμαρξιστές είναι το ίδιο με εκείνο που διαπίστωσε για τους ημικεϊνσιανούς ο κ. Φίλιππος Σαχινίδης· έχουν διαβάσει μόνο τις αριστερές σελίδες του Μαρξ. Ναι, η αλήθεια είναι ότι από ένα σημείο και μετά όλα είναι πολιτικά και πιθανότατα ταξικά. Μόνο που ξεχνούν κάτι. Ο μαρξισμός είναι παιδί του Διαφωτισμού και της επιστημονικής επανάστασης. Οι πατέρες του δεν αμφισβήτησαν ποτέ τα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού, θεώρησαν την κομμουνιστική κοινωνία ως το τελικό στάδιο αυτού του πολιτισμού. Αυτό που σήμερα στην Ελλάδα ονομάζουμε «κοινή λογική», π.χ. τη μεγιστοποίηση του οικονομικού προϊόντος, στον μαρξισμό αποτελεί αξίωμα και όχι ζήτημα αντιπαράθεσης όπως το κάνει η σύγχρονη ημιμαθής Αριστερά. Ο καπιταλισμός για τον Μαρξ είναι ένα θαυμαστό οικονομικό σύστημα, που «επαναστατικοποιεί διαρκώς τις μεθόδους παραγωγής», ασχέτως αν προορίζεται να τελευτήσει και να αντικατασταθεί από την κομμουνιστική κοινωνία. Ο ίδιος ο Μαρξ θα έφριττε από τις μοντέρνες «αριστερές» θεωρίες, όπως της φιλοσόφου Andrea Nye, που έγραψε στο πολυδιαβασμένο της βιβλίο (δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κλασικό διότι η ίδια απορρίπτει την έννοια) «Words of Power: A Feminist Reading of the History of Logic»: «Οι θεμελιωτές της τυπικής λογικής ήταν άνδρες. Ως άνδρες μιλούσαν από ανδρική σκοπιά… Το πεδίο της λογικής διαμορφώθηκε από τους άνδρες για τους άνδρες. Θεμελιώθηκε ρητά πάνω στον αποκλεισμό σε οτιδήποτε δεν ήταν ανδρικό, όπως και σε οτιδήποτε δεν ήταν αρχαιοελληνικό, χριστιανικό, δυτικό ή φυλετικά λευκό».
Ο δημόσιος διάλογος
Δυστυχώς στην Ελλάδα ο δημόσιος διάλογος βρίσκεται ακόμη σε προνεωτερικό επίπεδο, και όπως στον υπόλοιπο κόσμο του 18ου και 19ου αιώνα η «κοινή λογική» των Τζον Λοκ, Καρλ Μαρξ, Τζον Στιούαρτ Μιλ κ.ά. ήταν βαθιά πολιτική, έτσι και στην Ελλάδα του 21ου αιώνα ο αγώνας για την εμπέδωση είναι βαθύτατα πολιτικός. Οταν σε μια χώρα τακτικοί καθηγητές της νομικής επιστήμης ισχυρίζονται ότι το άρθρο 120 του Συντάγματος έχει εφαρμογή όταν οι αποφάσεις της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας δεν ικανοποιούν τη μειοψηφία, είναι απολιτική η αντιπαράθεση στον παραλογισμό; Μην παρεξηγηθούμε: κανονικά ο ισχυρισμός ότι «ακόμη και στη Δημοκρατία, όταν έχουμε άδικο καθεστώς, η αντίσταση πρέπει να παίρνει βίαιη μορφή» έπρεπε να είναι αντικείμενο συγκαταβατικού μειδιάματος ή ακόμη και χλεύης. Το πρόβλημα, όμως, με τα πολιτικά ανέκδοτα είναι ότι στην Ελλάδα εκλέγονται. Ή έστω διαμορφώνουν γενιές που πιστεύουν ότι το να κατεβάζουν τζαμαρίες καταστημάτων είναι «βία στη βία της αγοράς».
Γι’ αυτό -αν και δεν θα έπρεπε- η υπεράσπιση της κοινής λογικής πρέπει να αποτελεί πρόταγμα για τα κόμματα. Κι όταν συμφωνήσουμε στις βασικές αρχές του Διαφωτισμού, τότε μπορούμε να τσακωθούμε για το τι είναι αριστερό, τι είναι δεξιό και τι είναι παλαβό που πρέπει να τεθεί εκτός πολιτικής ατζέντας.
Ιnfo
• Richard Wolin, «Η γοητεία του ανορθολογισμού. Το ειδύλλιο της διανόησης με τον φασισμό. Από τον Νίτσε στον Μεταμοντερνισμό», εκδ. Πόλις.