Η λέξη «κακόγουστο» αδικεί το Κιτς.
Είναι κάτι παραπάνω, συνδιαλέγεται με την Τέχνη.
Είναι ίσως η «φτηνή απομίμηση της Τέχνης».
Υποδύεται την Τέχνη αντιγράφοντας τα εξωτερικά χαρακτηριστικά μιας αισθητικής. Μέσα από την υπερπροβολή τους σβήνει τις λεπτομέρειες.
Αδιαφορεί για την λεπτότητα που περιέχει την ουσία και μένει στο περίγραμμα.
Δεν είναι πλήρης ο ορισμός αλλά περίπου.
Η λατρεία του Κιτς δεν εξαρτάται από το κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο.
Έχουμε υπέροχα δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής, μουσικής και, μην το υποτιμάτε, υψηλής μαγειρικής.
Το καθοριστικό στοιχείο του Κιτς είναι η προσποίηση, η ξιπασιά, το δήθεν…
Εξαρτάται και από το ποιος, πότε, που.
Κιτς είναι ο νεόπλουτος, όχι ο πλούσιος, ο γραπωμένος από την χαμένη νιότη ψευτοροκάς, όχι ο Κηθ Ρίτσαρντς, ο βολεμένος φραγκάτος τσεγκεβάρας με την παλαιστινιακή μαντίλα, όχι ο οργισμένος εικοσάρης μετά ή άνευ αιτίας. Κάπως έτσι…
Αν είσαι καλλιτέχνης γνήσιος και πονηρός το παίρνεις και το κάνεις τέχνη.
Οι τσιγγάνοι του Κουστουρίτσα, το Poor Thing του Λάνθιμου, ο Ταραντίνο. Μαέστροι…
Σκόρπιες σκηνές αυτογνωσίας και ειρωνίας από το Bollywood, την μήτρα, ο Λάκης Γαβαλάς και οι τρελές φορεσιές του, ο χρυσοποίκιλτος Γιώργος Μάγκας όταν σου βγάζει γλώσσα με το απίστευτο κλαρίνο του…
Και μετά από αυτή την αισθητική περιπλάνηση ερχόμαστε στη Eurovision.
Θα μου πείτε, γιατί πρέπει να συζητήσουμε για τη Eurovision;
Ένα φεστιβάλ με μηδενικό καλλιτεχνικό ή πολιτιστικό ενδιαφέρον πια.
Τραγούδια που δεν είναι ροκ, δεν είναι ποπ, δεν κρατούν κανένα ουσιαστικό στοιχείο από τις εθνικές μουσικές, ούτε καν προσποιούνται δηλαδή, δεν είναι λαϊκά, δεν είναι λόγια, δεν είναι γενικώς…
Ουδείς τα θυμάται τον επόμενο μήνα, ελάχιστοι κάνουν κάποια αξιοπρεπή καριέρα…
Εξωφρενικές και συνήθως κακόγουστες σκηνικές εμφανίσεις προσπαθούν να ντύσουν την μουσική ένδεια αγγίζοντας τα όρια του κωμικού.
Αρκετά γκρίνιαξα, έρχεται η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή, αυτή είναι η μόνη που παρακολουθώ, της ψηφοφορίας. Αναρωτιέμαι κάθε φορά ποιος κάνει τον κόπο να ψηφίσει αλλά τέλος πάντων.
Κι έρχεται το Ντουζ Πουάν από την Κύπρο, ευχαριστεί κι ανταποδίδει η Ελλάδα.
Έστειλε και το κορίτσι μας το τραγουδάκι του.
Και τι μας νοιάζει, σκέφτηκα, αλλά να…συζήτηση μεγάλη, βαρύς αχός ακούστηκε, πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Εδώ είναι πολιτισμός, δεν είναι παίξε γέλασε, δεν είναι ευρωβουλή να στέλνουμε όποιον νάναι…
Πολλοί αντέδρασαν οργισμένοι, προσβάλλει τη χώρα και τον πολιτισμό, σιγά ρε παιδιά μη μας κακολογήσουν οι ξένοι στο φεστιβάλ της ποιότητας, κάτσε να δω και το βίντεο, σουβλάκι, τζατζίκι, Παρθενώνας, περιφερομένες περικεφαλαίες, τσιφτετέλια, ολίγον mother India, τραπ και Μαντουμπάλα.
Τα υλικά της συνταγής μαζεμένα, με την κατάλληλη δόση ειρωνίας εύκολα μπορούσε να μετατραπεί στο αντίθετο της. Ο Τζιμάκος ο Πανούσης συχνά το κατόρθωνε αλλά έπαιζε στην έδρα του.
Που πας κορίτσι μου να παραστήσεις την Αντικιτσικιά; Στη φωλιά του Κιτς; Σε ποιον θα κλείσεις πονηρά το μάτι…
Αν δεν καταπιείς εσύ το Κιτς θα σε καταπιεί αυτό. Και μπορεί να σου δώσει και βραβείο. Αναμενόμενο, γιατί το φεστιβάλ του Κιτς, το πιο κιτς τραγούδι θα βραβεύσει και θα του αποδώσει τον τίτλο του Καρακίτς.
Κι από εδώ προκύπτει το παράδοξο της Eurovision.
«Το καλύτερο είναι το χειρότερο».
Κάπως έτσι, ερήμην της τέχνης, προχωρά η φιλοσοφική σκέψη…
Σχόλιο στην εκπομπή Καθρέφτης του Χρήστου Μιχαηλίδη στo Α΄Πρόγραμμα της ΕΡΤ