Μετά τις βιαιότητες του φασίστα εκπροσώπου της Χρυσή Αυγής, ελλοχεύει ένας διπλός κίνδυνος. Από τη μια υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρήσουμε πως ο μείζον αντίπαλος της ελληνικής δημοκρατίας είναι η Χρυσή Αυγή και ο δεύτερος είναι η ταύτιση των πρακτικών των δυο άκρων να οδηγήσει σε πλήρη απαξίωση το πρόταγμα της ατομικής και κοινωνικής χειραφέτησης. Να ταυτισθεί δηλαδή αυτό το πρόταγμα με τον κομμουνισμό, ο οποίος με τη σειρά του είναι ίδιος ως προς το κεντρικό του ζητούμενο με τον φασισμό. Θα προσπαθήσω να δείξω πως αυτές οι δυο θεωρήσεις είναι λαθεμένες.
Η όψιμη αντίδραση κάποιων να καταδικάσουν τη φασιστική βία, ενώ οι ίδιοι είτε πηγαίνουν μάρτυρες υπεράσπισης της «αριστερής», είτε τη διαχωρίζουν σε απελευθερωτική και αντιδραστική, δημιουργεί τεράστιες συγχύσεις. Άλλοι πάλι θεώρησαν πως τα χαστούκια του φασίστα Κασιδιάρη είναι μια προφανής εξέλιξη, όπως αυτή προκύπτει από την εξελισσόμενη εδώ και τρία χρόνια ανάπτυξη των φαινομένων βίας και εκθειασμού της ανομίας στην ελληνική κοινωνία. Θεωρούν πως η διάχυτη κουλτούρα της βίας, όπως αυτή καλλιεργήθηκε δυστυχώς από κόμματα και συγκεκριμένους παρα-δημοσιογράφους και μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπλισε το χέρι αυτού του φασίστα.
Αν προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά των χρυσαυγιτών με βάση τις συνθήκες ανομίας και βίας που επικράτησαν στην ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια, είναι σαν να θεωρούμε πως η «Πλατεία» έσπρωξε τους φασίστες στη βία. Ο Κασιδιάρης όμως είναι ο φασισμός και αυτός δεν χρειάζεται καμία προετοιμασία, καμία Πλατεία και «ωραία ατμόσφαιρα» για να ασκήσει βία. Η βία αποτελεί τη συστατική πράξη ίδρυσής του, το καμάρι του, τον εκδηλωμένο «ανδρισμό» του. Ο Κασιδιάρης θα ασκούσε βία, ακόμα και αν ζούσαμε στην πιο ιδεατή κοινωνία, στην κοινωνία της απόλυτης ευγένειας, του σεβασμού της διαφορετικότητας, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής αναδιανομής. Το παράδειγμα του Νορβηγού Μπρέιβικ είναι σαφές. Το πρόβλημα επομένως δεν είναι η άσκηση βίας εκ μέρους τοιούτων ανθρωποειδών, τα οποία χρειάζονται ακόμη 3000 χρόνια για να φθάσουν σ’ ένα υποφερτό επίπεδο άγριου ζώου. Το πρόβλημα βρίσκεται στις συνθήκες που έκαναν δυνατή την παρουσία ενός εκπροσώπου της ζούγκλας σε μια τηλεοπτική εκπομπή, ως εκπροσώπου ενός κοινοβουλευτικού κόμματος, που μισεί θανάσιμα την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το πρόβλημα είναι πως υπάρχει ο κίνδυνος οι χθεσινοί προπηλακισμοί των πολιτικών, τα φασκελώματα, οι «κρεμάλες», το μπ… η βουλή, οι κερατέες να οδήγησαν μέχρι σήμερα στην εκλογή και όχι στη συμπεριφορά Κασιδιάρη, αλλά αύριο μπορούν να καταλήξουν σε λιντσαρίσματα και σ’ εμφύλια σύρραξη.
Η βία της Χρυσής Αυγής είναι μια δευτερεύουσα απειλή σε σχέση με τη μαζική ιδεολογική νομιμοποίηση της βίας, που προέκυψε τα τελευταία χρόνια. Το μείζον πρόβλημα μας είναι συνεχιζόμενη διαδικασία καθολικού εκφασισμού της κοινωνίας. Μόλις λίγες μέρες πριν ο κος Τσίπρας, ο οποίος κόπτεται για την οικολογική προστασία της χώρας, παρομοίαζε τους κατοίκους της Κερατέας, οι οποίοι αρνήθηκαν να εφαρμόσουν ένα νόμο, που θα απάλλασσε το λεκανοπέδιο από το βάρος της χωματερής των Λιοσίων, με τους αντιστεκόμενους στη ρωμαϊκή κυριαρχία Γαλάτες.
Θα ήμουν ευτυχής αν αυτός ο εκθειασμός της ανομίας ήταν ένα σχήμα λόγου, μια ακόμη εκδήλωση έλλειψης παιδείας ή κάποιο προεκλογικό τέχνασμα, με την χαϊντεγκεριανή έννοια του όρου, δυστυχώς όμως είναι πλέον κατεστημένη ιδεολογία. Από την άλλη όμως η ταύτιση του φασισμού, μιας ιδεολογίας, η οποία εμπεριέχει στο DNA της τον αντιανθρωπισμό, με τον αριστερό εξτρεμισμό και τις ιστορικές ολοκληρωτικές του εκφάνσεις είναι επίσης επικίνδυνη.
Είναι αλήθεια πως η βία έχει δυο άκρες- τη δεξιά και την αριστερή της, αλλά είτε την πιάνουμε από τη δεξιά είτε την πιάνουμε από την αριστερή της άκρη, έχει μόνο ένα πρόσωπο και αυτό είναι το φασιστικό της πρόσωπο. Ανεξάρτητα πως βλέπει η ίδια στο καθρέφτη αυτό το πρόσωπο. Είναι όμως επίσης αλήθεια πως οι ομογενοποιήσεις αποδυναμώνουν και δεν πλουτίζουν την κοινωνική ανάλυση. Αν ταυτίζουμε τον αριστερό εξτρεμισμό με τον αντιανθρωπιστικό φασισμό σ’ όλες τους τις εκφάνσεις, ακυρώνουμε το αίτημα της ατομικής και κοινωνικής χειραφέτησης. Αυτό βεβαίως καθόλου δεν είναι προς όφελος όσων πιστεύουν σε μια φιλελεύθερη και σοσιαλδημοκρατική κοινωνία.
Η προσπάθεια από φιλελεύθερους να ταυτισθεί ο Κασιδιάρης με τις αριστερές εξαλλοσύνες της τελευταίας τριετίας, προδίδει άγνοια βασικών αρχών της φιλελεύθερης σκέψης. Το πρωταρχικό κριτήριο του φιλελευθερισμού για την ανάλυση μιας ιδεολογίας δεν είναι τα αποτελέσματά της, αλλά η φύση της. Στη συνέχεια ακολουθεί η κριτική των αποτελεσμάτων. Ο Μοντεσκιέ για παράδειγμα διέκρινε τα πολιτικά συστήματα με βάση τις αρχές τους και έτσι μιλούσε για μοναρχία, δεσποτεία και αβασίλευτη δημοκρατία. Στη διάκριση των πολιτευμάτων βάσει μιας αρχής, προσθέτει ένα ακόμη στοιχείο, τη φύση του κάθε πολιτεύματος. Αρχή και φύση αποτελούν τη δομή ενός πολιτεύματος. Ο φασισμός είναι στη φύση του μια καθαρά αντιανθρωπιστική ιδεολογία, ο κομμουνισμός όμως ως θεωρία της κοινωνικής χειραφέτησης, είναι στη φύση της και όχι στην πρακτική της μια ανθρωπιστική θεωρία. Βεβαίως αυτή η διαφορά για τα εκατομμύρια θύματα και των δυο μικρή σημασία έχει. Έχει όμως σημασία γι’ όσους θέλουν να μη πεταχτεί στα απόνερα μαζί με τον κομμουνισμό και το αίτημα της ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης.
Σίγουρα ο φασισμός με τον σταλινισμό και τον ακόμη κραταιό σ’ εμάς μαοϊσμό κάπου ταυτίζονται. Που όμως ταυτίζονται; Σίγουρα όχι εκεί που επιδερμικές αναλύσεις δείχνουν. Πέρα από την κοινή τους αρχή, το μίσος για το διαφορετικό, συμπίπτουν και σε δυο μοντεσκιανά κριτήρια: «πόσοι συμμετέχουν στη διακυβέρνηση και το με ποιον τρόπο διαμορφώνονται οι νόμοι». Εδώ η απάντηση τους είναι κοινή: μόνο όσοι εκφράζουν την μονοκομματική εξουσία και την μονιστική της ιδεολογία. Είναι και οι δυο ολοκληρωτικές ιδεολογίες με ολοκληρωτικές και τραγικές συνέπειες.
Η ολική όμως ταύτιση των δυο ιδεολογιών, δεν απονομιμοποιεί τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, αλλά το φιλελεύθερο αίτημα για μια χειραφετημένη κοινωνία ισότητας και ελευθερίας των ατόμων. Παραχωρώντας αποκλειστικά στον κομμουνισμό αυτό το σοσιαλδημοκρατικό και φιλελεύθερο αίτημα, τού κάνουμε μεγάλη χάρη.
Το να διαχωρίζουμε επομένως το αίτημα για μια κοινωνία ισότητας εν ελευθερία από το αίτημα για μια κοινωνία ελευθερίας μέσα στην ισότητα, αποτελεί μια αντιφιλελεύθερη επιλογή. Η κατηγορηματική και άνευ πλαισίων καταδίκη της βίας απ’ όπου και αν προέρχεται, δεν πρέπει να ακυρώνει το φιλελεύθερο και σοσιαλδημοκρατικό αίτημα για μια κοινωνία ελεύθερων και ισότιμων ανθρώπων.
Το ζητούμενο πάντως δεν είναι τώρα να βγει και να μιλάει ο καθένας μας, πως είχαμε προειδοποιήσει γι’ αυτή την εξέλιξη, αλλά να δούμε γιατί η πλειοψηφία της κοινωνίας αδιαφόρησε γι’ αυτές τις προειδοποιήσεις. Γιατί η κοινωνία θέλγεται από τη βία; Μήπως δεν ακούσαμε τόσες φωνές να επαινούν τους άλλους κασιδιάρηδες, όταν κτυπούσαν τους πολιτικούς; Ενώ πάλι δεν ακούγαμε μέχρι τώρα τόσους επαίνους για την Κανέλλη που τα λέει στους εκπροσώπους του σάπιου αστικού καθεστώτος «χύμα και τσουβαλάτα»; Μήπως η κυρία Δούρου και οι σύντροφοί της στη συνέχεια του επεισοδίου δεν προσπάθησαν να αφορίσουν την φασιστική βία, κάνοντας τα γλυκά μάτια στην «αριστερή»; Μήπως δεν ένοιωσαν πολλοί στο πετσί τους να γίνονται στόχος προσωπικών επιθέσεων και απειλών, επειδή δεν συμφωνούσαν με τις ακραίες αριστερίστικές πρακτικές;
Πάντως πιστεύω ότι οι εκκλήσεις προς τον ΣΥΡΙΖΑ να καταλάβει που οδηγούν οι πρακτικές βίας είναι άσκοπες. Αυτός ο χώρος με τη σημερινή του ηγεσία έχει απομακρυνθεί πάρα πολύ από τις αρχές της ανανεωτικής αριστεράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Χρειάζεται μόνο να δούμε πως μπορούν να συσπειρωθούν σ΄ ένα συνασπισμό δημοκρατίας, όσοι ακόμα πιστεύουν στις προαναφερθείσες αρχές.
Θα ήθελα να ελπίζω πως τα παραπάνω δεν είναι μόνο θεωρητικά, αλλά πως έχουν έντονο πολιτικό χαρακτήρα και συνδυάζονται με το ερώτημα τι Ελλάδα θέλουμε και από ποιους θέλουμε να κυβερνηθούμε.