Η πρόσφατη διαφωνία της ΔΗΜΑΡ για την ένταξη των αλλαγών των εργασιακών σχέσεων του ιδιωτικού τομέα στο πακέτο των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, έφερε στην επιφάνεια αρκετές από τις εγγενείς και υποβόσκουσες δυσκολίες στη συνύπαρξη των τριών κομμάτων της κυβέρνησης και των τριών πολιτικών αρχηγών.
Ο πρωθυπουργός έσπευσε αμέσως μετά τη διαφωνία του Φώτη Κουβέλη και την επιμονή του για την εξαίρεση των εργασιακών, να δηλώσει με απόλυτο τρόπο (που εξέπληξε) ότι «Θα σώσουμε τη χώρα όσοι το τολμήσουμε», υπονοώντας, ή μάλλον ξεκαθαρίζοντας ότι θα προχωρήσει στο εξής μόνο με το ΠΑΣΟΚ, χωρίς τη σύμπραξη της ΔΗΜΑΡ.
Όταν στη συνέχεια ήταν πια οριστικό ότι η ΔΗΜΑΡ θα ψηφίσει «παρών» στα μέτρα, αλλά «ναι» στον προϋπολογισμό, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, με τη σειρά του, επιχείρησε, μέσω συνεργατών του, να προκαταλάβει τον πρωθυπουργό και να βάλει όρους για τη συγκυβέρνηση, ότι δηλαδή η μη ψήφιση των μέτρων θα ισοδυναμεί με αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ, ενώ υποστήριξε ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή στήριξη της κυβέρνησης «α λα καρτ».
Και οι δυο τους, Σαμαράς και Βενιζέλος, μετακινήθηκαν μάλλον γρήγορα από τις παραπάνω θέσεις τους. Ο πρωθυπουργός αποδέχθηκε, πριν από την ψηφοφορία στη Βουλή για το νέο «μνημόνιο», την τελική απόφαση της ΔΗΜΑΡ, αποσυνδέοντας τη στάση της στην ψηφοφορία από την παραμονή της στο κυβερνητικό σχήμα, ενώ ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ δεν επέμεινε στο «βέτο» του ως προς τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση, προφανώς μετά το ισχυρότερο «βέτο» του πρωθυπουργού.
Όσο βιαστικές, παρορμητικές και αιφνιδιαστικές ήταν οι πρώτες κινήσεις και αντιδράσεις Σαμαρά και Βενιζέλου στην επίμονη θέση της ΔΗΜΑΡ, άλλο τόσο σώφρων και επιβαλλόμενη ήταν η μετατόπισή τους στη συνέχεια, που εκτόνωσε έγκαιρα την κατάσταση (πριν μάλιστα η αναδίπλωσή τους να καταγραφεί ως αναγκαστική επιλογή) και απέτρεψε μια σοβαρότερη κυβερνητική κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες.
Και αυτό το επιβεβαίωσε, με τον πιο έντονο τρόπο, η δύσκολη συνέχεια, μετά τις ραγδαίες εξελίξεις που ακολούθησαν την ψηφοφορία στη Βουλή για το πακέτο των μέτρων. Έξι διαφοροποιήσεις από το ΠΑΣΟΚ και μία από τη Ν.Δ., οδήγησαν στην έξοδο επτά κυβερνητικούς βουλευτές, ενώ με τον συνυπολογισμό και του Ανδρουλάκη (που αποχώρησε αμέσως μετά την ψηφοφορία), στις συνολικές απώλειες, η κοινοβουλευτική δύναμη Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ μειώθηκε στους 152 βουλευτές. Είναι αυτονόητο ότι καμία κυβέρνηση με αυτήν την οριακή πλειοψηφία δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα, πολύ δε περισσότερο σε μια τέτοια συγκυρία και με αυτή τη ρευστότητα.
Συνεπώς, το ρίσκο και η βεβιασμένη τοποθέτηση Σαμαρά, αλλά και η αφοριστική αναφορά Βενιζέλου προς την ΔΗΜΑΡ, προκάλεσαν απερίσκεπτα ένα ρήγμα στη συγκυβέρνηση και μάλλον εξέθεσαν τους ίδιους. Ο Κουβέλης, και δεν μετακινήθηκε από τη θέση του για «παρών» στην ψήφιση των μέτρων, και στην κυβέρνηση παρέμεινε, ισχυροποιώντας, εκ των πραγμάτων, τη θέση του, μετά τη μείωση της κοινοβουλευτικής δύναμης των κυβερνητικών κομμάτων και τη ρευστή εικόνα του ΠΑΣΟΚ.
Το σοβαρότερο όμως που αναδείχθηκε από την (αποσοβηθείσα τελικά) κυβερνητική κρίση, είναι η επίπλαστη (όπως αποδείχθηκε) σύμπνοια του προηγούμενου τετραμήνου ανάμεσα στους τρείς αρχηγούς και, κυρίως, το «ράγισμα» του γυαλιού, που, κατά πολλούς, επέφεραν οι τελευταίες εξελίξεις, με δεδομένο ότι κλονίσθηκε, ως ένα βαθμό, η σχέση εμπιστοσύνης που ήταν εξαρχής η βάση για τη δύσκολη κυβερνητική σύμπραξη και τις εκατέρωθεν υποχωρήσεις. Αυτό, είναι ευνόητο ότι αυξάνει την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα για το μέλλον, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό και είναι αναγκαίο να μετριασθεί η δυσμενής εντύπωση που δημιούργησαν τα πρόσφατα γεγονότα, κυρίως στους εταίρους μας και τους δανειστές.
Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης, με ουσιαστικότερη (αλλά όχι απαραίτητα «κομματικότερη») και πιο ευρεία συμμετοχή ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, με την ταυτόχρονη διαμόρφωση προς τις «έσω» σχέσεις των εταίρων, ενός νέου, ρεαλιστικού και πιο συγκεκριμένου προγράμματος, στη βάση μιας πιο ειλικρινούς (με τη συμβατική έστω έννοια) συνεργασίας, θα μπορούσε να μειώσει τον αρνητικό αντίκτυπο των τελευταίων εξελίξεων και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένα νέο και βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα. Αρκεί βέβαια να δρομολογηθούν προηγουμένως, ή έστω ταυτόχρονα, οι διαδικασίες που θα διασφαλίσουν τη χρηματοδότηση της χώρας και τη βιωσιμότητα του χρέους, σε διαφορετική περίπτωση όλα τα παραπάνω θα είναι χωρίς αντίκρισμα.
Αυτό πάντως που πρέπει να είναι μπούσουλας για τη συνέχεια, είναι η διαπίστωση ότι οι μονομερείς και αιφνιδιαστικές κινήσεις της «κλασσικής» πολιτικής, δεν μπορούν πια να βρουν πρόσφορο έδαφος σε αυτήν την οριακή για όλους κατάσταση. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα έχουμε μια προγραμματική συγκυβέρνηση που προέκυψε μετά από εκλογές, με διακήρυξη και πρόθεση μακράς πνοής. Θα ήταν απίθανο αυτή η δύσκολη και πρωτόγνωρη διαδικασία να είναι ακύμαντη. Το πιο σημαντικό όμως σ’αυτή τη διαδρομή είναι τα στραβοπατήματα να διορθώνονται άμεσα, αλλά και να αξιοποιούνται στη συνέχεια, για να βελτιώσουν την πορεία. Η διόρθωση, εν προκειμένω, έγινε γρήγορα. Να δούμε αν θα γίνει και η αξιοποίηση για τη δύσκολη συνέχεια.