Το εγχείρημα της συγκρότησης μιας ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης φαίνεται πως έχει αρχίσει να κινεί και να συγκινεί ένα σχετικά μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Κι όσο και αν ένα μέτρο σκεπτικισμού είναι πάντα δείγμα υγείας της σκέψης, είναι γνωστό ότι ο σκεπτικισμός ως στάση δεν εγγυάται καμιά αρνητική βεβαιότητα και για να είναι συνεπής δεν μπορεί παρά μόνο να θέτει ερωτήματα τα οποία απευθύνονται πρωτίστως και στον ίδιο. Είναι όμως πράγματι αξιοσημείωτο, και δεν ήταν δεδομένο πριν ένα χρόνο, ότι ένας σημαντικός αριθμός πολιτών δεν πείθεται από την παλαιοκομματική ‘εκσυγχρονιστική’ διάθεση και εμβέλεια ενός ανερμάτιστου συντηρητισμού και δεν ενστερνίζεται τον επαναστατικό οίστρο αριστερών ή δεξιών ‘φίλων του λαού’ που φαντάζονται για μια ακόμα φορά εχθρούς, οι οποίοι δήθεν επιβουλεύονται τις τύχες ενός έθνους που δυστυχώς ακόμα και σήμερα η μόνη μεγάλη ιδέα που προβάλλει είναι η μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Επίσης δεν εμπιστεύονται πλέον όλους όσοι επιμένουν να αναμασούν γενικόλογα ιδεολογικά σχήματα με τα οποία οι ιδιοι ζήσαν και ζούν αλλά στη σημερινή κρίση δεν λένε τίποτα συγκεκριμένο αλλά επαναλαμβάνουν τα γνωστά περί δημοκρατικού σοσιαλισμού ή αναδιανομής. Αυτό το γεγονός μπορεί ακόμα να μη σημαίνει τόσα πολλά όσα θα θέλαμε αλλά δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση λίγα.
Σημαίνει πρώτα απ’ όλα ότι αρκετοί πολίτες έχουν αρχίσει να κατανοούν ότι στην πολιτική, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν ριζικές λύσεις και καθαρές τομές αλλά ότι χρειάζεται μόχθος, άσκηση, ενάργεια πνεύματος, καθαρός συγκεκριμένος λόγος, συναινετική πράξη και όλα όσα απαιτούνται για να προχωρήσει κανείς στα αχαρτογράφητα πεδία μιας νέας συλλογικότητας. Σημαίνει ακόμα ότι πολλοί από εμάς αρχίζουμε να κατανοούμε ότι το ζητούμενο αυτού του επαναπροσδιορισμού της προσωπικής μας σχέσης με την πολιτική που επιχειρούμε δεν είναι η ιδεολογική καθαρότητα ούτε η δημιουργία μιας νέας κεντροαριστερής ‘ιδεολογίας’ με λίγο σοσιαλισμό, περισσότερη δημοκρατία, αρκετή σοσιαλδημοκρατία και ένα μέτρο φιλελευθερισμού. Αντίθετα το ζητούμενο είναι η μη-ιδεολογική, κριτική πρόσληψη της πολιτικής ως διαρκούς εγχειρήματος υπέρβασης της σύγκρουσης συμφερόντων και της πολεμικής απόψεων δια μέσου της συ(ν)-ζήτησης και της διαμόρφωσης κοινών πρακτικών και συγκεκριμένων πολιτικών που δεν θα αναμηρυκάζουν γενικόλογα σχήματα. Για παράδειγμα, η σοσιαλδημοκρατία είναι πράγματι μία παράδοση που στις καλές της εκδοχές μπορεί και σήμερα να εμπνεύσει νέες συγκεκριμένες πολιτικές. Ομως ως ιδεολογικό σχήμα ανάγνωσης και οργάνωσης της ύστερης νεωτερικότητας είναι εξαντλημένο και εξουθενωμένο. Δεν μπορεί καν να αρθρώσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο ‘αναδιανομής’ που στην περίπτωση της Ελλαδος σημαίνει κυρίως αναδιανομή απο κρατικοδίαιτους, μη παραγωγικούς, μη εμπορεύσιμους κλάδους σε δυναμικούς εξωστρεφείς τομείς. Σημαίνει επίσης απεγκλωβισμό των επιδοτήσεων από περιφέρειες, δήμους και όλους τους αλλους πελατειακούς, κομματοκρατούμενους μηχανισμούς. Σημαίνει ριζική μεταρρύθμιση της παιδείας και αναδιανομή πόρων από εκπαιδευτικά ανώτατα τερατουργήματα που δεν μορφώνουν κανέναν σε άλλα. Και βέβαια παρα πολλά άλλα. Ενα τέτοιο συνεκτικό σχέδιο δεν μπορεί να είναι ιδεολογικά καθαρό με όρους 60. Χρειάζεται να είναι πρακτικό, διαμορφούμενο, συγκεκριμένο, με άλλα λόγια μη ιδεολογικό και δεν μπορεί να διαμορφωθεί όλο εκ των προτέρων γιατί μαγική συνταγή δεν υπάρχει.
Σήμερα βρισκόμαστε μετά από χρόνια ή δεκαετίες ή για πρώτη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με τους άλλους, πολλοί από εμάς παρακινούμενοι, ανάμεσα στα άλλα και από την επανεμφάνιση της κτηνωδίας του ναζισμού αλλά και από την ρηχή, από ό,τι φαίνεται, πίστη πολλών στη δημοκρατία την οποία είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν. Επιδίδονται σε μία κριτική του υπάρχοντος χρησιμοποιώντας ως μόνο μέτρο το δέον και συγχέουν την αριστοκρατικής φύσης εκδοχή τους της ιδεατής δημοκρατίας με την ‘πραγματική’ δημοκρατία, που δεν έχει διχοτομική, μανιχαϊστική υπόσταση αλλά κινείται στα πλαίσια ενός συνεχούς που διαρκώς διαμορφώνεται.
Αρχίζουμε σήμερα να κατανοούμε ότι η ιδεολογική ‘διαχείριση’ της δημοκρατίας μέσω κλειστών ιδεολογικών σχημάτων, όπως υπήρξαν ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός σήμαινε πολιτική στράτευση και όχι πολιτική αναζήτηση και στην ουσία αντιστρατευόταν τη βασική δημοκρατική αρχή πως τίποτα δεν είναι εκ των προτέρων αλλά και οριστικά αληθές ή δίκαιο. Το θεμελιακό στοιχείο που έφερε η ιδεολογική θεώρηση της πολιτικής ήταν μία ολιστική πρόσληψη του πολιτικού, μέσω της οποίας απλουστεύεται η πολυπλοκότητα και η απροσδιοριστία του, η οποιαδήποτε κριτική γίνεται στο όνομα δεδομένων ιδεών και ενός ‘ορθού’ και όχι κριτικού λόγου, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται οι επιθυμίες σε φαντασιακές πραγματικότητες και διάφοροι ιδεολογικοί βολανταρισμοί να βαπτίζονται κοινωνικές ανάγκες. Τα τελευταία 30 χρόνια αυτή η θεώρηση της πολιτικής έχει χρεωκοπήσει αφού κλειστά, ιδεολογικά σχήματα που υπόσχονταν ερμηνεία και αλλαγή του κόσμου στη βάση αφηρημένων αρχών αποδείχτηκαν όχι μόνο ανελαστικά μπροστά στον πλούτο της κοινωνικής και πολιτικής εμπειρίας αλλά και συστατικό μέρος του προβλήματος του σύγχρονου κόσμου. Παρ’όλα αυτά η οριστική υπέρβαση των ιδεολογιών παραμένει εξαιρετικά δύσκολη λογω της έλξης που έχει κάθε σωτηριολογική απλούστευση.
Με καθυστέρηση, παρ’όλα αυτά, πολλών δεκαετιών αρχίζουμε να κατανοούμε ότι το ζητούμενο δεν είναι μια νέα ιδεολογία αλλά η διαμέσου της κριτικής των ιδεολογιών νέα πρόσληψη της δημοκρατίας ως διαρκούς αναζήτησης του κοινού και της αμοιβαιότητας, ως υπέρβασης της αντίθεσης φίλου και εχθρού που είναι χαρακτηριστικό του κοινωνικού γίγνεσθαι αλλά όχι κατ’ανάγκη του πολιτικού για να θυμηθούμε και τον θαυμάσιο Παναγιώτη Κονδύλη. Με αλλα λόγια το δημοκρατικό πολιτικό, σε αντίθεση με άλλα πολιτικά, βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση κάποιας εστω πρόσκαιρης και ατελούς άρσης της ‘εχθρας’.
Το πρόβλημα σήμερα παραμένει, όπως ήταν και τον προηγούμενο αιώνα, ο φανατικός, ο φονταμενταλιστής, ο πιστός, ο μη αναθεωρών, ο υπερασπιστής της αριστερής ή όποιας άλλης ταυτότητας, ο ‘καθαρός’ που αναζητά στον άλλον το είδωλο του εαυτού του. Αυτός που προτάσσει τη βεβαιότητα του τέλους του δρόμου πριν ακόμα τον διασχίσει. Αυτός που συνεχίζει να αντιλαμβάνεται την πρόοδο όχι ως μεταρρύθμιση αλλά ως εσχατολογία, την πολιτική ως άμεση υλοποίηση του καλύτερου, δηλαδή ως σωτηρολογία, και όχι ως αναζήτηση και προσέγγιση του καλύτερου δυνατού.
Και αν αντιτείνει κάποιος την ανάγκη της οραματικής διάστασης της πολιτικής, το έσχατο και το τέλος ως κινητοποιούντα και κανονιστικά δεν έχουμε παρά να επιχειρηματολογήσουμε για το λάθος των απανταχού πλατωνιστών. Για το ότι εκλαμβάνουν το αφηρημένο ως υπαρκτό καθ’εαυτό και δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει μόνο το συγκεκριμένο και ότι αυτό, στό ανθρώπινο επίπεδο, δεν ορίζεται από νομοτέλειες αλλά ορίζει δυνατότητες. Οτι αντίθετα το κανονιστικό, το ιδεατό μπορεί να αναζητείται μόνο στο συγκεκριμένο και υποστασιακά είναι εξαρτημένο απο αυτό που κινείται και αλλάζει μέσα στην εμπειρία της πολιτικής σχέσης, όπου μόνο η δύναμη του κριτικού λόγου και της πειθούς αναιρεί και αναβάλλει τον πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Αυτό που ζούμε σήμερα στις διάφορες κινήσεις και πρωτοβουλίες για τη δημοκρατική παράταξη σε πολλά μέρη της Ελλάδας δεν είναι ο “κατακερματισμός σε κομματάκια”, όσο και αν κάποια ‘κομματάκια’ που μένουν καταιδρωμένα απ’έξω αυτό επιδιώκουν. Είναι αυτόν ακριβώς τον κατακερματισμό που υπερβαίνουμε σιγά-σιγά,ίσως βασανιστικά, βήμα-βήμα, με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση όχι για να επαναεφεύρουμε την καθησυχαστική αγκαλιά μιας νέας κεντροαριστερής καθαρότητας αλλά για να συναντήσουμε το δημοκράτη συμπολίτη άλλον, ο οποίος διαφέρει και μπορεί να μην μας αρέσει αλλά μαθαίνει να μας ακούει όπως και εμείς μαθαίνουμε να τον ακούμε και να μην τον ελέγχουμε για αυτό που κάποτε ήταν και έλεγε αλλά για αυτό που σήμερα είναι και λέει. Γιατί δημοκρατική παράταξη δεν σημαίνει ούτε αναβαπτισμό ούτε βέβαια ιερή εξέταση και ομοιομορφία αλλά συμπόρευση με όλους αυτούς που είναι διαφορετικοί από εμένα.
Η πρωτοβουλία των 58 κάλεσε σε συμπαράταξη κόμματα, κινήσεις και πρόσωπα με πρώτο σταθμό την κοινή κάθοδο στις ευρωεκλογές. Δεν κάλεσε σε δημιουργία νέου κόμματος και δεν κάλεσε μόνο πρόσωπα και ας μην θολώνουμε τα νερά. Στα πλαίσια αυτά η ανταπόκριση είναι ανταπόκριση σε ακριβώς αυτό και ας μην ανοίγει η όρεξη κάποιων. Ο μόνος στόχος αυτή τη στιγμή ειναι ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο ψηφοδέλτιο με όσο το δυνατόν καλύτερα πρόσωπα ευρείας αποδοχής και προφανώς κάποια απο αυτά θα προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ κι ας μην αρέσει σε όλους. Άλλος σημαίνει άλλος και δεν είναι η ώρα της ψυχανάλυσης και της ανάδυσης απωθημένων αλλά της πολιτικής.