Πριν λίγα χρόνια εκεί κοντά στο 2010 στο Βόλο ήρθε ως ποδοσφαιρικός μεσσίας ενός καταπιεσμένου συναισθηματικά για διακρίσεις οπαδικού και φίλαθλου πνεύματος της πόλης, ο προσφάτως καταδικασθείς σε τέσσερα χρόνια για δωροδοκία, δωροληψία και στήσιμο ποδοσφαιρικών αγώνων στο σκάνδαλο Κοριόπολις, Α.Μπέος. Αν και δεν κατάφερε αρχικά να γίνει ιδιοκτήτης στην μια από τις δυο ιστορικές ομάδες του Βόλου, τη Νίκη, λίγους μήνες μετά, απέκτησε τον έλεγχο του Ολυμπιακού από τον τότε πρόεδρο του, εργολάβο δημοσίων έργων με συχνή επαγγελματική δραστηριότητα στα έργα του Δήμου της πόλης.
Η εμπλοκή του γνωστού ποδοσφαιρικού παράγοντα-με την γνωστή θολή δημόσια εικόνα που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα – στα ποδόσφαρικά πράγματα της πόλης, αντιμετωπίστηκε από μεγάλη μερίδα των φιλάθλων και σχεδόν το σύνολο των τοπικών πολιτικών παραγόντων και των ΜΜΕ, ως η ευκαιρία για να βγει από την αφάνεια το τοπικό ποδόσφαιρο, έστω και εάν όλοι έπρεπε να κάνουν τα στραβά μάτια, σε συμπεριφορές ξένες ως τότε στην τοπική κοινωνία, όπως τα γαλλικά στο δημόσιο λόγο, ή οι ευιδείς σεκιούριτι που συνόδευαν παντού τον επενδυτή παράγοντα…
Η αλήθεια επίσης είναι, ότι, η επιτυχία της ομάδας και η επιθυμία των φιλάθλων για διάκριση ανάλογη με το ένδοξο ποδοσφαιρικό παρελθόν του συλλόγου, υπήρξαν η δικαιολογία, ακομή και εκείνα τα λίγα πολιτικά πρόσωπα, ή τα media και δημοσιογράφοι που ήταν εξαρχής δύσπιστοι με τον παράγοντα, να κάνουν και αυτοί πως δεν βλέπουν, οτιδήποτε παράξενο και εάν συνέβαινε, ή είχε απόσταση από την δημοκρατική, πολιτική, αθλητική και δημοσιογραφική αισθητική της πόλης. Η κατάσταση προσομοίαζε με τους «φιλήσυχους πολίτες» στην περίοδο της χούντας, οι οποίοι έλεγαν περίπου: «εφ/ όσον εμάς κανείς δεν μας πείραξε και εμείς δεν πειράξαμε κανέναν, όλα βαίνουν καλώς, άρα μπορούμε να συνεχίζουμε τη ζωή μας ανενόχλητοι… να διαβάζουμε χωρίς να είναι απαραίτητο ν’ αντιλαμβανόμαστε τί συμβαίνει δίπλα μας»… όπως λ.χ έπραξε και ο νεαρός τότε, μακαριστός σήμερα Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, πρώην Δημητριάδος για να μην ξεχνιώμαστε.
Η μεγάλη αλήθεια ωστόσο είναι, ότι, ακόμη και αυτοί οι δύσπιστοι… εντέλει δεν ήθελαν λόγω του πολιτικού, του συναισθηματικού, ή και επιχειρηματικού κόστους, να εναντιωθούν, να μιλήσουν δημόσια… για την αντιδημοκρατική ανοχή και τον κατήφορο της πόλης στα καινούργια ποδοσφαιρικά ήθη, που όμως σε ένα βαθμό – αυτόν της πολιτικής πελατειακής συσχέτισης ποδοσφαίρου και πολιτικής- ο Βόλος τα είχε ξαναζήσει με χαρακτηριστικότερη εικόνα προ εικοσαετίας, το παράδειγμα του ελικοπτέρου του Παντσαβόλτα της ΑΓΕΤ που προσγειωνόταν στο ΕΑΚ.
Όσο η ομάδα πήγαινε καλά είναι χαρακτηριστικό ότι, ουδείς νοιαζόταν για τα όποια φαινόμενα αντιδημοκρατικής ανοχής που άρχισαν να γίνονται οικεία – συνήθεια… Η υπερβολή στις συμπεριφορές και τα ποδοσφαιρικά ήθη, δεν ήταν το μείζων, αλλά οικεία συνήθεια που προκαλούσε μάλιστα γέλια και διασκέδαση στους φιλάθους που ούτως ή άλλως ήξεραν ότι δεν πρόκειται για έναν κόσμο που δεν ειναι και αγγελικά πλασμένος.
Μόνον όταν ήρθε αργότερα το 2014 με τις πλάτες και τη στήριξη κορυφαίων στελεχών της ΝΔ, η ώρα της πολιτικής εμπλοκής του ποδοσφαιρικού παράγοντα στις δημοτικές εκλογές ως υποψήφιος Δήμαρχος – και μάλιστα ενώ είχε στην πλάτη του κακουργηματικές τότε κατηγορίες που τον είχαν οδηγήσει και σε πολύμηνη προσωρινή φυλάκιση για το Κοριόπολις- υπήρξε μερικώς πραγματική αφύπνιση. Μόνο που τότε αποδείχτηκε ότι ήταν αργά, διότι, ο ποδοσφαιρικός παράγοντας με όπλο μία δαπανηρή προεκλογική εκστρατεία, τον ακατάσχετο λαϊκισμό, τη προπαγάνδα και τα ψέματα, τις όποιες υπαρκτές αδυναμίες της τότε δημοτικής εξουσίας και την γενικότερη αναξιοπιστία του τοπικού πολιτικού προσωπικού, αλλά κυρίως με την φανατισμένη ισχυρή ομάδα πολιτικής κρούσης των φιλάθλων… κατάφερε να καταλάβει δημοκρατικότατα τη τοπική δημοτική εξουσία.
Η περίπτωση Μπέου δεν μοιάζει με αυτή του κουμπουροφόρου Σαβίδη για πολλούς λόγους, κυρίως λόγω του οικονομικού μεγέθους του Προέδρου του ΠΑΟΚ και της μη ενεργούς του ως φυσικό πρόσωπο πολιτικής εμπλοκής. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι, έχει και μία τεράστια ομοιότητα τόσο με αυτή, όσο και με όλες τις άλλες ανάλογες εγχώριες προεδρικές ποδοσφαιρικές περιπτώσεις: Ο έλεγχος ποδόσφαιρικών ομάδων οδηγεί σε πολιτική εξάρτηση πολιτικά πρόσωπα που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με αυτές , λόγω της εκλογικής επιρροής που ασκείται μέσω των οπαδών και φιλάθλων της…
Είναι ξεκάθαρο ότι εάν στην περίπτωση Μπέου έδειχναν ανοχήή αδιαφορία στα όποια καμώματα του, Δήμαρχοι, απλοί επαρχιώτες βουλευτές, Περιφερειάρχης ή Δήμαρχοι, δημοτικοί ή περιφερειακοί σύμβουλοι… στον Σαββίδη και τον κάθε Σαββίδη, δείχνουν από ανοχή μέχρι υποτέλεια, κυβερνήσεις, κόμματα, υπουργοί, υποψήφιοι υπουργοί, αστέρες βουλευτές του κοινοβουλίου και του Ευρωκοινοβουλίου, μεγαλοδημοσιογράφοι και μιντιάρχες που συνήθως έχουν εξαγοραστεί ή επηρεάζονται οι εταιρείες τους, από τον πρόεδρο ποδοσφατικής ομάδας ολιγάρχη, που εν τέλει η βασική του ενασχόληση είναι να διαπλέκεται με την πολιτική εξουσία, να την χρησιμοποιεί και να τον χρησιμοποιεί σε υψηλό επίπεδο.
Ο Σαββίδης εν προκειμένου ενσαρκώνει το νέο διαπλεκόμενο επιχειρηματικό -ποδόσφαιρικό αφήγημα μιας εξουσίας που τη στηρίζει απροκάλυπτα με τον πάρα του και την ομάδα του… διαδραματίζοντας σημαντικό οικονομικό και πολιτικό ρόλο… όχι μόνον ως «λαγός» στο διαγωνισμό για τις τηλεοπικες άδειες, αλλά σώζοντας προβληματικές επιχειρήσεις και επενδύοντας στη ΣΕΚΑΠ, στο Μακεδονία Παλλάς, το Λιμάνι της Θεσσαλονίκης, σε τηλεοπτικά κανάλια όπως το «Ε», ή εξαγοράζοντας ιστορικές εφημερίδες όπως το ΕΘΝΟΣ.
Ο πυρήνας του προβλήματος είναι λοιπόν βαθύτατα πολιτικός… η διαφορά ωστόσο του Μπέου με τον Σαββίδη είναι ότι οι καουμπόικες συμπεριφορές οπλοκατοχής σε πανελλαδική διάσταση -όπου το ποδόσφαιρο διαπλέκεται σε μεγαλύτερο επίπεδο με τα πολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα που ανταγωνίζονται και συγκρούονται μεταξύ τους ανελέητα- δεν μπορούν να αγνοηθούν απροκάλυπτα από την επίσημη πολιτική και δικαστική δομή της δημοκρατίας μας, η οποία πέραν της οπαδικής πίεσης πρέπει να διαχειριστεί για την μακροημέρευση της και την πίεση της κοινής γνώμης που είναι μεγαλύτερη και ισχυρότερη της πίεσης του οπαδισμού…
Η κοινή γνώμη άλλωστε, είναι αυτή η οποία μπορεί -εάν βεβαίως τα αντανακλαστικά της απέναντι στα οποια διαλυτικά φαινόμενα διέπονται από ορθολογισμό και υπεράσπιση της ποιότητας της δημοκρατίας μας που προφανώς νοσεί- να επιβάλει: στα πολιτικά υποκείμενα κάθε επιπέδου να πολιτεύονται με βάση το «εμείς» και όχι το αυτάρεσκο εκλογικό «εγώ», στην πολιτική εξουσία να θεσπίσει και τηρήσει ίδιους κανόνες και ευκαιρίες για τα επιχειρηματικά συμφέροντα στη χώρα, νομιμότητα, ήθος και πολιτισμένες ζηλευτές όπως άλλες ευρωπαϊκές χώρες συμπεριφορές προς όλους, παράγοντες και φιλάθλους. Επειδή όμως αυτό και άλλα σοβαρά θέματα της χώρας, δεν θα πρέπει εν τέλει το πολιτικό σύστημα να τα φορτώνει προς επίλυση στον πατριωτισμό των πολιτών, θα πρέπει πρώτα αυτό να πείσει με τις πράξεις του τους πολιτές, ότι, δεν είναι αληθινή η αντίληψη που υπάρχει στη κοινωνία πως οι ολιγάρχες και οι όποιοι υποτακτικοί τους, συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται, γιατί νιώθουν ισχυρότεροι -άρα ατιμώρητοι- της πολιτικής και δικαστικής λειτουργίας της δημοκρατίας μας.