Εσείς τί θα προτιμούσατε; Ένα κόμμα φθαρμένο, βεβαρημένο με αμαρτίες τεσσάρων δεκαετιών, που οι κοινωνικές ομάδες οι οποίες παραδοσιακά το στήριζαν το αποκηρύσσουν πλέον μετά βδελυγμίας, που ο γιός του ιδρυτή του έχει στη φουρτούνα χάσει τα αβγά και τα πασχάλια, που ο διάδοχος του στην ηγεσία -ο ευφυέστερος και χαρισματικότερος κοινοβουλευτικός της γενιάς του- είναι ταυτόχρονα αποδιοπομπαίος τράγος για τη χρεοκοπία του κράτους και για τα όσα δεινά ακολούθησαν; Ή ένα ολόφρεσκο πολιτικό σχήμα, ελεύθερο από δουλείες και ιστορικά βάρη, στελεχωμένο απ’ τον αφρό της κοινωνίας, πρόθυμο να ασπαστεί και να εκφράσει το όραμα μιάς νέας, δημιουργικής και εξωστρεφούς Ελλάδας; Προφανώς το δεύτερο. Έτσι ακριβώς σκεφτόταν στις αρχές του 2014 κι ο Σταύρος Θεοδωράκης.
Κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη και διέκρινε όλα τα απαιτούμενα προσόντα, όλες τις κρίσιμες προδιαγραφές. Δημοσιογράφος δημοφιλέστατος, με εκπομπή κορυφαίας τηλεθέασης και εβδομαδιαίο δισέλιδο στην μεγαλύτερη εφημερίδα. Επιχειρηματίας επιτυχημένος στον χώρο της εστίασης. Άνθρωπος με κεραίες τεντωμένες, που -αν του έλειπε η εγκύκλια μόρφωση και η γλωσσομάθεια- ήταν ωστόσο ανοιχτός στις καινούργιες ιδέες, στις καινούργιες τεχνολογίες, στο καινούργιο γενικώς. Το αποδείκνυε περίτρανα και η εντυπωσιακή πορεία του «Protagon», του πόρταλ γνώμης που είχε εμπνευστεί και είχε καταφέρει να πουλήσει τις μετοχές του στους ίδιους του τούς συνεργάτες. (Η ιδιότητα του αρθρογράφου στο «Protagon» σού έδινε το δικαίωμα να αγοράσεις ένα μερίδιό του. Έτσι, όχι απλώς δεν πληρωνόσουν για τη δουλειά σου αλλά είχες δεσμεύσει και ένα ουκ ευκαταφρόνητο προσωπικό κεφάλαιό σου. Όσοι το έκαναν -όχι βεβαίως ο υποφαινόμενος- το σκυλομετάνοιωσαν…). Ο Σταύρος Θεοδωράκης είχε επιπλέον τα εξής προσόντα: Ήταν παιδί του λαού, μεγαλωμένο στις αλάνες της Αγίας Βαρβάρας, πόρρω απέχον από τη ρετσινιά του πορφυρογέννητου ή του διαπλασμένου σε κομματικό σωλήνα. Διέθετε ελκυστική εμφάνιση όχι όμως και το αλλαζονικό ύφος του ζεν-πρεμιέ. Μιλούσε -ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε- τη γλώσσα των απλών ανθρώπων. Δεν ήταν ιδιαίτερα εύγλωττος, δεν είχε όμως και τίποτα το «ξύλινο».
Η ίδρυση του «Ποταμιού» έλαβε ευρύτατη δημοσιότητα. Συγκίνησε πληθώρα διανοούμενων, ελεύθερων -και άφθαρτων- σκοπευτών του μεταρρυθμιστικού χώρου αλλά και εκπροσώπων μιάς διαφορετικής, υγιούς επιχειρηματικότητας, όπως ο πρόσφατα αδικοχαμένος Τάσος Καρκαντζέλης, ιδρυτής της «Φάρμας Δοξάτου».
Το πρώτο ψηφοδέλτιο που παρουσίασε το «Ποτάμι» στις ευρωεκλογές του 2014 κοσμούνταν από προσωπικότητες σαν τους πανεπιστημιακούς καθηγητές Γιώργο Γραμματικάκη και τον Σταύρο Τσακυράκη. Φευ! Ο Τσακυράκης, παρόλες τις ακαδημαϊκές και δημοκρατικές περγαμηνές του, ήρθε δέκατος ένατος. Την δεύτερη εκλόγιμη θέση κατέλαβε ο Μίλτος, συμπαθέστατος και αξιόλογος γιός του Λεωνίδα Κύρκου, πλην άγνωστος στην κοινή γνώμη. Εάν οι ψηφοφόροι ενός κινήματος σαν το «Ποτάμι» σταύρωναν με κριτήριο το οικογενειακό όνομα, κάτι πήγαινε εξ’αρχής πολύ στραβά.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης μάλλον δεν προβληματίστηκε ιδιαίτερα. Ούτε και στη συνέχεια, όταν βουλευτής Πειραιά εξελέγη ο Νίκος Ορφανός, ταλαντούχος μεν ηθοποιός, χωρίς καμία δε στο παρελθόν πολιτική δράση. Τόσο ελάχιστα προβληματίστηκε, ώστε στην περιφέρεια Μαγνησίας τοποθέτησε υποψήφια την γλυκύτατη Ρίκα Βαγιάννη, που όπως η ίδια έγραφε περνούσε εκεί τις διακοπές της…
Φλέγον την περίοδο εκείνη για το «Ποτάμι» ήταν να αποτινάξει τη ρετσινιά που του είχε κολλήσει η μαύρη διαδικτυακή προπαγάνδα του Σύριζα -τα περιβόητα τρολ του facebook και του twitter- ότι αποτελεί δημιούργημα της διαπλοκής. Πως έχει φτιαχτεί κατά παραγγελίαν μεγαλοεπιχειρηματιών. Δεν τα κατάφερε. Αλλού χαϊδεύονταν οι γάτες των Ιμαλαϊων, στο «Ποτάμι» χρεώνονταν τα νιαουρίσματά τους…
Ο Σταύρος Θεοδωράκης δεν έχανε στο μεταξύ την παροιμιώδη αισιοδοξία του. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2015, προέβλεπε ότι ο Σύριζα θα συνεργαζόταν μετεκλογικά μαζί του αφού εκείνος θα του προσέφερε κεντρώο, σοβαρό άλλοθι. Μετά το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015, ισχυριζόταν καλόπιστα πως ο ίδιος είχε μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο σταματήσει τον Αλέξη Τσίπρα από το να μας βγάλει από το ευρώ. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, στοιχημάτιζε ότι το «Ποτάμι» θα ξεπερνούσε το 10%. Το πίστευε; Σίγουρα πάντως δεν περίμενε πως το ΠΑΣΟΚ της Φώφης Γεννηματά θα τον άφηνε δυόμιση σχεδόν μονάδες πίσω. «Ποιά είναι η Φώφη;» θα σκεφτόταν μάλλον.
Ποιά είναι η Φώφη, αλήθεια; Με προίκα ένα από τα βαρύτερα ονόματα της Μεταπολίτευσης, εξελέγη το 2000 βουλευτής και δύο χρόνια αργότερα Υπερνομάρχης Αττικής. Πέρασε από πολλά δημόσια αξιώματα δίχως σε κανένα να αφήσει τη σφραγίδα της. Δεν απέκτησε ποτέ έντονο ιδεολογικό στίγμα, δεν εξετέθη υποστηρίζοντας την τάδε ή τη δείνα άποψη, δεν συγκρούστηκε μετωπικά, δεν την αγάπησαν κάποιοι για να τη μισήσουν κάποιοι άλλοι. Η μεγαλύτερη επιτυχία της ήταν ότι συνήθως βρισκόταν στη σωστή θέση την κατάλληλη στιγμή. Έτσι έθεσε, το καλοκαίρι του 2015, υποψηφιότητα για πρόεδρος του Πασόκ και πρώτευσε απέναντι σε έναν υπερβολικά θερμοκέφαλο, ασταθή σχεδόν, Ανδρέα Λοβέρδο. Έτσι όχι απλώς δεν συνετρίβη υπό το βάρος της προσωπικότητας του προκατόχου της αλλά τα πήγε εκλογικά πολύ καλύτερα από εκείνον. Το Πασόκ του Ευάγγελου Βενιζέλου είχε τερματίσει έβδομο στις εκλογές. Το Πασόκ της Φώφης Γεννηματά πέμπτο.
Καθ’όλο σχεδόν το 2016, ζητούμενο ήταν η ενοποίηση της Κεντροαριστεράς. Οι πιό νηφάλιες φωνές ζητούσαν από τη Φώφη και τον Σταύρο να τα βρούνε, να συγκαλέσουν ενωτικό συνέδριο, να προκηρύξουν εκλογές από τη βάση για την ανάδειξη ενός λαοπρόβλητου ηγέτη του χώρου. Εις μάτην. Αμφότεροι κωλυσιεργούσαν, γαντζωμένοι -θα υποπτευόταν κανείς- στις καρέκλες τους.
Με την ανατολή του 2017, η Φώφη πήρε αίφνης τα πάνω της! Με την προσχώρηση του πλάνητος Ιλχάν Αχμέτ (πριν εκλεγεί με το «Ποτάμι», είχε διατελέσει βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, μετέπειτα δε υποψήφιος της Δημοκρατικής Συμμαχίας και της Δημάρ), με την επιστροφή του Λεωνίδα Γρηγοράκου, με τη φημολογούμενη ένταξη στο άμεσο μέλλον της Κατερίνας Μάρκου, το Πασόκ γίνεται τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη. Η συστράτευση του Γιώργου Παπανδρέου -ο οποίος επιμένει να πολιτεύεται αντί να αρκεσθεί στον θεσμικό ρόλο του πρώην πρωθυπουργού- αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα.
Περιτρίμματα -θα πείτε- θίασος παρωχημένων αστέρων. Επιτρέψτε μου να σάς επισημάνω ότι εάν κάτι ξέρουν οι πολιτικοί μας είναι να μεγιστοποιούν με τις κατάλληλες κινήσεις τις πιθανότητες εκλογής τους. Το ρεύμα τους προς το ΠΑΣΟΚ φανερώνει ότι το ΠΑΣΟΚ ξαναποκτά ρεύμα και στην κοινωνία. Πώς γίνεται και πάλι ηγεμονικό στον χώρο της Κεντροαριστεράς, όσο και για όσο αυτή θα ανθίσταται στη συμπίεση ανάμεσα στον Σύριζα και στη Νέα Δημοκρατία. Το «Ποτάμι» αντιθέτως μοιάζει να ακολουθεί τον δρόμο της ΔΗΜΑΡ προς την εξαέρωση…
Τι δηλοί ο μύθος; Πρώτον ότι η φίρμα ΠΑΣΟΚ -η μπράντα όπως θα έλεγαν οι ειδικοί περί το μάρκετινγκ- είναι τόσο ισχυρή,΄ώστε να αντέχει και στους ισχυρότερους κραδασμούς.
Δεύτερον ότι κόμμα δίχως τοπικές οργανώσεις, χωρίς στελέχη στον κάθε νομό, χωρίς δικτύωση που να υπερβαίνει το ίντερνετ και να απλώνεται στα καφενεία, στην αγορά, σε γειτονιές και σε σωματεία, δεν μπορεί να σταθεί στην Ελλάδα. Το «Ποτάμι» υιοθέτησε από τα σπάργανά του μία μεταμοντέρνα λογική, η οποία θεωρεί την κοινωνία μας ομογενοποιημένη. Όταν εν χορδαίς και οργάνοις ανακοίνωσε τον Νικηφόρο Διαμαντούρο ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας του, «πόσοι ξέρουν τον Διαμαντούρο;» αναρωτήθηκα. Το αποτέλεσμα με δικαίωσε…
Τρίτον πως για την πολιτική απαιτείται μια ειδικού τύπου ευφυία, ένα ιδιάζον ένστικτο, το οποίο δεν ταυτίζεται με το επικοινωνιακό χάρισμα ούτε καν με την πληθωρική προσωπικότητα. Εκ του αποτελέσματος η Φώφη αποδεικνύεται ικανότερη πολιτικός από τον Σταύρο.
Κόμματα αρχών, προσωπικοτήτων, ρήξης με το παλιό… Θα το σκεφτεί πάρα πολύ ο οποιοσδήποτε να εγκαταλείψει τη σταδιοδρομία και την ηρεμία του και να ακολουθήσει το παράδειγμα του Σταύρου Θεοδωράκη.