Το Πολυτεχνείο: αλήθεια, μύθος και παραμύθια

Απόστολος Δοξιάδης 12 Νοε 2019

protagon.gr

Στην Ελλάδα πάσχουμε από την εθνική διαστροφή να γιορτάζουμε για τις επιτυχίες μας τις πιο ακατάλληλες ημέρες. Eτσι, για την ύπαρξη μας ως έθνους γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου του 1821, αυθαίρετο ορόσημο ενός ξεσηκωμού που έληξε λίγα χρόνια αργότερα σε έναν φρικτό εμφύλιο —αντί για τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, που όντως κατέβαλε τον κατακτητή, ή, λογικότερα, την ημέρα της ανακήρυξης του ελληνικού κράτους, το 1830. Για τη σημαντικότερη επέκταση της επικράτειας μας, τη δεκαετία του 1910, δεν γιορτάζουμε σε εθνικό επίπεδο τίποτε. Για τη νικηφόρα συμμετοχή μας στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γιορτάζουμε την ημέρα που μας επιτέθηκε η φασιστική Ιταλία, γεγονός που οδήγησε στην υποδούλωσή μας, αντί για την ημέρα που γιορτάζουν όλες οι άλλες συμμαχικές χώρες, της συντριπτικής ήττας του Άξονα. Τη νικηφόρα λήξη του αιματηρότατου Εμφυλίου Πολέμου, το 1949, που μας έσωσε από το να γίνουμε σταλινική δικτατορία, δεν την ξέρουμε καν ως ημερομηνία.

Όσο για την επταετή στρατιωτική δικτατορία, που άρχισε στις 21 Απριλίου του 1967, γιορτάζουμε την ημέρα της χειρότερης ήττας των δημοκρατικών πολιτών, την 17η Νοεμβρίου του 1973, ενώ την ημέρα της αποκατάστασης της δημοκρατίας—τη μόνη άξια να εορταστεί—κάνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στον κήπο του ένα πάρτι, του οποίου οι κύριες ειδήσεις αφορούν τις ενδυματολογικές επιλογές των καλεσμένων—άντε και καμιά κρυάδα που είπε κάποια ή κάποιος πολιτικός αρχηγός, κάτω από την τέντα που κάθονται όλοι μαζί και πίνουν το ποτό τους.

Μένω όμως ειδικά στη λεγόμενη Γιορτή του Πολυτεχνείου, καθώς πλησιάζει σε λίγες μέρες. Το ότι γιορτάζουμε με πανηγυρισμούς την ημέρα μιας αιματηρής ήττας της δημοκρατίας, είναι το λιγότερο παράξενο. Η ουσιαστική παραμόρφωση είναι ότι τη γιορτάζουμε ως μεγάλη νίκη. Και βέβαια, σε αρμονία με το εορτασμό, έχουμε διδάξει επί δεκαετίες και συνεχίζουμε να διδάσκουμε σε γενιές ανυποψίαστων νέων Ελληνόπουλων, ότι η 17η Νοεμβρίου του 1973 οδήγησε, λέει, κατευθείαν στην πτώση της Χούντας. Αλλωστε, το σύνθημα των πρώτων ετών της Κρίσης, «Ένα-δύο-τρία, η Χούντα δεν τελείωσε το ’73», που τάχα ήθελε να μας πει ότι ζούμε ακόμα σε καθεστώς δικτατορίας, ξεκινούσε από την παραίσθηση των φωνασκούντων ότι η Χούντα όντως τελείωσε το 1973 —λόγω του Πολυτεχνείου δηλαδή. Για να το πω αλλιώς, την επέτειο του Πολυτεχνείου τη γιορτάζουμε σαν να ήταν κάτι όπως το Βατερλό για την νίκη επί του Ναπολέοντα, ή η Απόβαση της Νορμανδίας για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εχω αποκτήσει το κουσούρι να ρωτώ τα τελευταία χρόνια διάφορα παιδάκια, μικρά και όχι τόσο μικρά —ενίοτε και παιδάκια τριάντα ή σαράντα ετών— «ξέρεις, τι έριξε τη δικτατορία;». «Το Πολυτεχνείο», μου απαντούν όλα, περήφανα για τις ιστορικές τους γνώσεις. Τέτοια είναι η στραβωμάρα που έκρινε το κράτος μας, σε αρμονία με κάποια ηττολάγνα διαστροφή στο συλλογικό μας ασυνείδητο, ότι έπρεπε να μας χώσει στα κεφάλια των μετεχόντων της ημετέρας σύγχρονης παιδείας. Και με αυτή και παρόμοιες στραβωμάρες πάμε να καταλάβουμε την ιστορία μας, που πάει να πει και την ταυτότητά μας. Αλλά ένα έθνος που γαλουχείται με στραβωμάρες και ψέματα, είναι φυσικό να προχωράει βλέποντας στραβά και ψεύτικα και την καθημερινή πραγματικότητα. Στραβή εικόνα για το παρελθόν, σημαίνει και στραβή εικόνα για το μέλλον.

Ευχαριστώ λοιπόν θερμά το Protagon, που μου δίνει σήμερα την ευκαιρία να μεταφέρω τις σκέψεις και την ανάλυση που κάνω στο βιβλίο μου για το πραγματικό νόημα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αφού πρώτα την αφηγούμαι στις σελίδες του. Τα όσα ακολουθούν είναι οι σχετικές, δοκιμιακές σελίδες στον «Ερασιτέχνη Επαναστάτη» (Ίκαρος, 2018) με μικρές αλλαγές εδώ σε κάποια σημεία ώστε να αποκτούν νόημα και για όσους δεν έχει διαβάσει την προηγούμενη αφήγηση του βιβλίου:

…Γράφοντας πώς έζησα τα γεγονότα [της κατάληψης του Πολυτεχνείου] έστω και από μακριά, αλλά και περιγράφοντας τις συναισθηματικές μου αντιδράσεις, είναι πιθανό να φανεί σε όσους γνωρίζουν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου από τον μύθο που επεκράτησε γι?αυτά, ότι αυτόν τον μύθο τον υιοθετώ κι εγώ. Άλλωστε δήλωσα ότι, αν βρισκόμουν στην Αθήνα εκείνες τις ημέρες, θα ήμουν μέσα στο Πολυτεχνείο. Και μάλιστα δεν είμαι διόλου σίγουρος πως, αν ήμουν μέσα, θα δεχόμουν την άποψη του αγαπημένου μου Σταύρου Τσακυράκη για την την οικειοθελή λήξη της κατάληψης, το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου—την άποψη που μειοψήφησε κατά δύο ψήφους στη γενική συνέλευση που έγινε αργά εκείνο το απόγευμα.

Αλλο όμως το τι σκέφτεσαι όσο εξελίσσεται η πραγματικότητα και άλλο η γνώση που έρχεται μετά, με την πάροδο του χρόνου που φέρνει τον αναγκαίο αναστοχασμό. Και, κυρίως, άλλο ο μύθος και άλλο η ιστορία. Άλλο το τι θέλουμε να πιστεύουμε ότι συνέβη και άλλο το τι πράγματι συνέβη. Άλλο το νόημα που μας αρέσει να δίνουμε στα γεγονότα και άλλο αυτό που πραγματικά έχουν, όπως τουλάχιστον το αναδεικνύει, κατά το δυνατόν, η προσεκτική ανάλυση της πραγματικότητας.

Το λέω εξαρχής, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Ως «Μύθο του Πολυτεχνείου» δεν εννοώ εδώ αυτό που αποκαλούν έτσι κάποιοι ακραίοι δεξιοί κύκλοι, ανάμεσα τους και υποστηρικτές της Χούντας, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι στις 17 Νοεμβρίου του 1973 δεν υπήρξαν νεκροί, ως αποτέλεσμα της κρατικής καταστολής της κατάληψης. Φυσικά και υπήρξαν, αν και δεν ήταν εκατοντάδες, ούτε ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο, όπως το θέλουν κάποιες εκδοχές. Σύμφωνα με τη Δίκη του Πολυτεχνείου, που έγινε τον χειμώνα του 1975, και που ήταν αντικειμενική με βάση την τότε γνώση των γεγονότων, οι νεκροί ήταν τουλάχιστον δώδεκα, ενώ μεταγενέστερες εισαγγελικές έρευνες κατέληξαν σε αριθμούς που προσέγγιζαν τους 30. (Ιδιώτες ερευνητές ανεβάζουν τον αριθμό μέχρι και τους ογδόντα, αλλά χωρίς τεκμηριωμένα στοιχεία.)

Αλλά ακόμα και η ελάχιστη τεκμηριωμένη και δικαστικά κατοχυρωμένη εκτίμηση, των δώδεκα νεκρών, δεν είναι διόλου αμελητέα. Δώδεκα ψυχές είναι αυτές. Δώδεκα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τη χουντική καταστολή εκείνων των ημερών, οι περισσότεροι από αυτούς σε αρκετή απόσταση από το Πολυτεχνείο, και αρκετοί από εξοστρακισμούς σφαιρών που δεν είχαν άμεσο ανθρώπινο στόχο. Αλλά οι νεκροί είναι νεκροί. Σε όποιο σημείο της Αθήνας κι αν έχασαν τη ζωή τους εκείνες τις δυο ημέρες οι συγκεκριμένοι συμπατριώτες μας, δεν πέθαναν από ατύχημα ή ασθένεια, αλλά από σφαίρες όπλων του ελληνικού στρατού.

Αυτό που εγώ αποκαλώ εδώ «μύθο του Πολυτεχνείου» —ο πραγματικός μύθος, αν μου επιτρέπεται το οξύμωρο—είναι αυτός που επικράτησε ευρέως στη μεταδικτατορική περίοδο, και μάλιστα διδάσκεται στα σχολεία μας ακόμα και σήμερα ως Ιστορία. Αυτός ο μύθος λέει, στην πιο ακραία μορφή του, ότι η κατάληψη («εξέγερση», όπως αποκαλείται συνήθως) του Πολυτεχνείου είχε ως άμεση συνέπεια την πτώση της δικτατορίας, ενώ σε μια άλλη, ηπιότερη εκδοχή, ότι ήταν ο καθοριστικός παράγων που οδήγησε πολύ γρήγορα σε αυτήν.

Αυτά όμως δεν ισχύουν, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και δεν τιμάς τους νέους ανθρώπους που πήραν μέρος στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, κι ακόμα λιγότερο τους νεκρούς, με το να τους στολίζεις με ψεύτικες δάφνες. Η πράξη των νέων ανθρώπων που μπήκαν στο Πολυτεχνείο είχε τόλμη και θάρρος —συνάμα και, για τους περισσότερους, την άγνοια κινδύνου που κουβαλά αναγκαστικά η νιότη. Και αναμφισβήτητα, στη συντριπτική τους πλειονότητα, όσοι μπήκαν εκείνες τις ημέρες του Νοεμβρίου στο Πολυτεχνείο ήταν για να πετύχουν μια ώρα αρχύτερα την πτώση της δικτατορίας, δηλαδή για τον ίδιο ακριβώς λόγο που θα έμπαινα κι εγώ αν ήμουν εκεί —αν δεν με κρατούσε στο Παρίσι η πληροφορία ότι μόλις πατούσα το πόδι μου στην Ελλάδα θα με συλλάμβανε η ΕΣΑ, που με είχε βάλει στα κιτάπια της.

Αλλά η Ιστορία είναι πολύ πιο σύνθετη από τις προθέσεις ακόμα και των αγνότερων πρωταγωνιστών της. Ο μεγάλος φιλελεύθερος ρώσος στοχαστής του 19ου αιώνα, Αλεξάντερ Χέρτσεν, είχε απόλυτο δίκιο: στο δράμα της Ιστορίας προδιαγεγραμμένο λιμπρέτο, όπως το λέει, δεν υπάρχει. Και βέβαια ούτε γίνεται πάντα το επιθυμητό, ούτε κερδίζουν πάντα οι καλοί. Εν προκειμένω, το αποτέλεσμα της κατάληψης του Πολυτεχνείου, ήταν το ακριβώς αντίθετο από το επιθυμητό: αντί η απελευθέρωση, η σκληρότερη καταστολή. Και στην περίπτωση αυτή κέρδισαν κατά κράτος οι κακοί, όπως ακριβώς το είχε προβλέψει την πρώτη μέρα της εξέγερσης ο τότε καθοδηγητής μου, στο ΚΚΕ Εσωτερικού, ο Άξελ (Σωτήρης Βαλντέν).

Για να καταλάβουμε τι σημαίνει η κατάληψη του Πολυτεχνείο ως προς τις συνέπειές της, θα πρέπει να γυρίσουμε το βλέμμα πίσω και να δούμε ποιες ήταν εκείνο τον καιρό, λίγο πριν από την κατάληψη, οι δύο βασικές εναλλακτικές για το μέλλον, όπως τις έβλεπαν οι εχθροί της Χούντας, σε σχέση με το πώς θα φτάναμε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Η πρώτη εναλλακτική ήταν αυτή που πίστευαν πολλοί πολιτικοί εχθροί της δικτατορίας ότι υπηρετούσε η ορκωμοσία της «αμιγώς πολιτικής» (χωρίς στρατιωτικούς δηλαδή) κυβέρνησης Μαρκεζίνη, τον Οκτώβριο του 1973, που έφερνε και την ελπίδα των εκλογών, έστω και περιορισμένων επιλογών. Με ετούτη την άποψη συντάσσονταν κορυφαίοι πολιτικοί της εκτός KKE Αριστεράς, όπως ο Λεωνίδας Κύρκος και γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Εσωτερικού Μπάμπης Δρακόπουλος, ο πρόεδρος της προδικτατορικής ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού, αλλά και άλλοι με σημαντικό ρόλο στην προδικτατορική περίοδο, όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Ευάγγελος Αβέρωφ. (Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αν και είχε ωθήσει τον Νίκο Μομφεράτο να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη, δεν συντασσόταν με την άποψη αυτή και κρατούσε τις αποστάσεις του). Σύμφωνα με ετούτη την οπτική, η κυβέρνηση Μαρκεζίνη έφερνε την ελπίδα ότι ύστερα από εξήμιση χρόνια δικτατορίας θα γίνονταν επιτέλους τα πρώτα—δειλά μεν, αλλά σαφή—βήματα προς την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Σίγουρα κανένας πολιτικός υποστηρικτής αυτής της πρώτης εναλλακτικής, αριστερός, κεντρώος ή δεξιός, δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι οι εκλογές που θα διεξήγε η κυβέρνηση Μαρκεζίνη θα γίνονταν υπό ιδανικές συνθήκες, ότι θα ήταν αγνές και ανόθευτες, και ότι θα οδηγούσαν σε ένα εντελώς ελεύθερο καθεστώς. Ούτε και πίστευε κανείς εχέφρων ότι με αυτές θα ξεφορτωνόμασταν τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο από «Πρόεδρο της Δημοκρατίας», όπως και τους στρατοκράτες αξιωματικούς που τον στήριζαν. Αφού όμως δεν είχε φέρει αποτέλεσμα τίποτε άλλο ως τότε, αφού η αντίσταση στη δικτατορία δεν είχε ούτε μια στιγμή καταφέρει να απειλήσει σοβαρά το καθεστώς, αφού οι λιγοστές κινήσεις για την ανατροπή του μέσα από τις ένοπλες δυνάμεις είχαν αποτύχει παταγωδώς, και αφού οι ισχυροί της Δύσης δεν έδειχναν καμία διάθεση να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, η αποκαλούμενη «φιλελευθεροποίηση» του υποσχόταν ο Παπαδόπουλος και οι εκλογές υπό την κυβέρνηση Μαρκεζίνη σίγουρα προσέφεραν μια κάποια λύση, μια ρεαλιστική διέξοδο, προς τη σωστή κατεύθυνση. Ήταν ρεαλιστική για τον απλούστατο λόγο ότι υπήρχε στην πραγματικότητα και όχι στη φαντασία μας. Και ήταν διέξοδος γιατί, αν μη τι άλλο, θα αποτελούσε μια σημαντική πρόοδο σε όσα είχαν συμβεί μέχρι τότε.

Η λογική των αντιχουντικών υποστηρικτών αυτής της εναλλακτικής, πολιτικών και πολιτών, ήταν κατά κάποιον τρόπο βασισμένη στη λεγόμενη «τακτική του σαλαμιού»: ας πάρουμε μερικές φέτες ελευθερίας και ας ελπίσουμε ότι σιγά-σιγά θα μπορέσουμε να πάρουμε κι άλλες. Έτσι, σύμφωνα με όσα πίστευε ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων, πολλών σοβαρών και άκρως δημοκρατικών ανθρώπων ανάμεσά τους, η κυβέρνηση που θα προέκυπτε από τις εκλογές, όσο αντιδημοκρατικά και να γίνονταν, θα επέτρεπε μεγαλύτερες ελευθερίες στην έκφραση από την προηγούμενη κατάσταση, θα περιόριζε την κρατική καταστολή, και θα επανέφερε σε κάποιο μικρό βαθμό το κράτος δικαίου. Σίγουρα, κανείς δεν πίστευε ότι θα αποκαθιστούσε διαμιάς την πραγματική δημοκρατία. Αλλά από το ολότελα… Και, από κει και πέρα, κάθε πρόοδος, κάθε παραπανίσια ελευθερία, θα δημιουργούσε μεγαλύτερη πίεση στους χουντικούς, που θα έφερνε με τον καιρό ακόμα περισσότερες ελευθερίες. Ουσιαστικά, με άλλα λόγια, με τις εκλογές που υποσχόταν ο Μαρκεζίνης θα συνεχιζόταν στο μέλλον, αλλά ισχυρότερα, το ίδιο μοντέλο που μας είχε φέρει μέχρι το πρώτο μισό του Νοεμβρίου του 1973, αυτό που είχε προκύψει εν μέρει μέσω των φοιτητικών διεκδικήσεων (κατάληψη της Νομικής), εν μέρει μέσω των συζητήσεων κάποιων συντηρητικών πολιτικών (κυρίως του Ευάγγελου Αβέρωφ) με τους μετριοπαθέστερους και πιο ρεαλιστές εκ των χουντικών, αλλά και σε μεγάλο βαθμό από τη μεγαλομανία του Γεώργιου Παπαδόπουλου, που ήθελε να μετατραπεί σε εθνάρχη. Πιέζω, παίρνω κάτι. Πιέζω κι άλλο, παίρνω κάτι ακόμα. Ως τότε, το σύστημα είχε λειτουργήσει σε κάποιο βαθμό. Ήταν λογικό ότι θα λειτουργούσε ακόμα καλύτερα με μια εκλεγμένη, πολιτική κυβέρνηση.

Διαβάστε την συνέχεια στο protagon.gr