Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2020 στις ΗΠΑ δεν είναι ένα τοπικό γεγονός. Πρόκειται για μια διαδικασία που αφορά όλο τον πλανήτη και ιδιαίτερα την Ευρώπη. Το αποτέλεσμά τους θα καθορίσει πολιτικά, γεωστρατηγικά αλλά και ιδεολογικά την εξέλιξη των πραγμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο καθηγητής Cas Mudde, ενδεχόμενη εκλογή του Τραμπ, θα έχει τέτοιες συνέπειες που θα χρειαζόταν μια ολόκληρη γενιά για να ανασυγκροτηθούν οι ΗΠΑ.
Ας προσπαθήσουμε να συμπυκνώσουμε τα σημαντικότερα διλλήματα:
1)Οι εκλογές αυτές δεν είναι μια συνήθης αναμέτρηση δύο κομμάτων εξουσίας. Είναι αναμέτρηση για τη Δημοκρατία. Ο Τραμπ έχει με κάθε τρόπο δηλώσει την αντίθεσή του στους κανόνες του πολιτικού παιγνίου και έχει απειλήσει ότι θα αμφισβητήσει την εγκυρότητα της επιστολικής ψήφου. Απεχθάνεται την πολιτική τάξη, τους δημοκρατικούς θεσμούς, τους «πολιτικούς της Ουάσιγκτον» και θαυμάζει αυταρχικούς ηγέτες όπως ο Πούτιν, ο Ερντογάν, ο Μπολσονάρο, ο Κιμ Γιονγκ Ουν.
2)Οι εκλογές αυτές είναι αναμέτρηση ανάμεσα στην πολιτική των γεγονότων (reality based politics) και στην πολιτική των ιδεοληψιών. Πρόκειται για μια σύγκρουση που στιγμάτισε τον 20ο αιώνα και γέννησε τους δύο ολοκληρωτισμούς που αιματοκύλησαν την ανθρωπότητα, τον φασιστικό και τον κομμουνιστικό. Η πλέον πρόσφατη περίπτωση ιδεοληπτικής πολιτικής από τον Τραμπ είναι ο ισχυρισμός ότι οι γιατροί στις ΗΠΑ «φουσκώνουν» τον αριθμό των θανάτων από κορονοϊό επειδή παίρνουν «περίπου 2.000 δολάρια ή και παραπάνω» εάν καταγράψουν σαν αιτία θανάτου ενός ασθενή τις επιπλοκές από COVID, κάτι που προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση πολλών ιατρικών ενώσεων.
3)Με βάση την παραπάνω αντίθεση κυρίαρχη είναι η συστηματική χρήση του ψέματος ως πολιτικού εργαλείου. Το ψέμα δεν είναι ψέμα για τον Τραμπ, κάτι που τον κατατάσσει στην κατηγορία των πολιτικών ηγετών, όπως ο Χίτλερ και ο Λένιν, που θεωρούσαν ότι, στο όνομα του ενός και μοναδικού τελικού σκοπού, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Μεγάλες εφημερίδες, όπως η Washington Post και οι New York Times, καθώς και μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα, όπως το CNN, έχουν δημιουργήσει βάσεις δεδομένων με τα ψέματα του Τραμπ, που υπολογίζεται ότι εκστομίζονται με μέση συχνότητα 50 φορές την ημέρα. Πρόσφατα η ομάδα των ελεγκτών των γεγονότων (fact checker) της Washington Post κυκλοφόρησε βιβλίο σχεδόν 400 σελίδων με τίτλο «Donald Trump and His Assault on Truth The Presidents Falsehoods, Misleading Claims and Flat-Out Lies», που αμέσως έγινε best seller, δεδομένου ότι αναλύει περισσότερες από 16.000 παραπλανητικές δηλώσεις του Τραμπ από τη στιγμή που έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ.
4)Οι εκλογές αυτές είναι ανάμεσα σε δύο υποψηφίους που ο ένας (Τραμπ) επιδιώκει να διχάσει βαθιά το εκλογικό σώμα και ο άλλος (Μπάιντεν) να το ενώσει. Ο διχαστικός λόγος και η διαρκής επινόηση εχθρών είναι η καρδιά του πολιτικού DNA του Τραμπ. Συστηματικά στοχοποιεί εχθρούς, όπως το «κατεστημένο της Ουάσιγκτον» και ο Τύπος, τον οποίο έχει επανειλημμένα καταγγείλει ως «εχθρό του λαού».
5) Ενδεχόμενη εκλογή του Τραμπ θα βαθύνει υπέρμετρα αυτό το διχασμό και κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγήσει σε ριζοσπαστικοποίηση τόσο το Ρεπουμπλικανικό όσο και το Δημοκρατικό κόμμα. Όπως επισημαίνει η έγκυρη δημοσιογράφος και συγγραφέας Anne Applebaum, αυτό το κοινωνικό σχίσμα έχει ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται. «Ο εξτρεμιστικός λόγος της μιας πλευράς οδήγησε στον εξτρεμιστικό λόγο της άλλης. Η οργανωμένη βία της μιας πλευράς οδήγησε στην οργανωμένη βία της άλλης πλευράς. Και οι δύο πλευρές κατηγορούν τους άλλους ότι πυροδοτούν αυτή τη δυναμική, αλλά στην πραγματικότητα η διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης έχει επιβληθεί αμοιβαία». Όπως παρατήρησε πρόσφατα ο καθηγητής Roger Eatwell, «οι άνθρωποι τείνουν να γίνουν βίαιοι, ή να συμπαθούν τη βία, όταν αισθάνονται μια υπαρξιακή απειλή».
6) Εάν επικρατήσει στις εκλογές ο Τραμπ, θα έχουμε, κατά πάσα πιθανότητα, την εξαφάνιση του πολιτικού Κέντρου. Μέσα σε μια βαθιά διχασμένη Αμερική οι μετριοπαθείς πολιτικοί και των δύο κομμάτων θα απομονωθούν και θα περιθωριοποιηθούν. Η διπλή ριζοσπαστικοποίηση θα επικαλύψει όχι μόνον την πολιτική αλλά και την κοινωνία.
7)Τέλος, ο διεθνής ρόλος των ΗΠΑ έχει τεθεί σε αμφισβήτηση από τον Τραμπ. Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί, στην μεταπολεμική περίοδο, είχαν συνείδηση του διεθνούς τους ρόλου και παρά τις ρητορείες περί εθνικού απομονωτισμού ενδιαφέρονταν για όσα συμβαίνουν στον διεθνή περίγυρο, πολλές φορές με λάθη και αστοχίες. Ο Τραμπ έχει βάλει στο στόχαστρο τον ΟΗΕ, τον ΠΟΥ, τους εταίρους των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, από την οποία αποχώρησε. Κάθε υπερεθνικός οργανισμός του προκαλεί αλλεργία.
Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς και πολλούς άλλους λόγους. Το σίγουρο είναι ότι τα πολλαπλά διακυβεύματα κάνουν τις αμερικανικές εκλογές τις πλέον κρίσιμες των τελευταίων 80 ετών. Τα προγνωστικά δίνουν ικανό προβάδισμα στον Μπάιντεν αλλά η περίπτωση υποεκπροσώπησης των υποστηρικτών του Τραμπ, όπως έγινε το 2016, δεν μπορεί να αποκλεισθεί.
Μια κρίσιμη παράμετρος είναι η στάση που θα κρατήσει η Αριστερά του Δημοκρατικού κόμματος. Στις εκλογές του 2016 συνέβαλε αποφασιστικά στην εκλογή του Τραμπ, με την άρνησή της να υποστηρίξει τη Χίλαρι Κλίντον, θεωρώντας ότι και οι δύο υποψήφιοι είναι ίδιοι και δεν αξίζουν την ψήφο της. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση της διάσημης ηθοποιού Σούζαν Σάραντον ότι θα καταψηφίσει την Κλίντον επειδή «απολαμβάνει τη στήριξη των μίντια και των ισχυρών». Αντίθετα, όπως και πολλοί ομοϊδεάτες της, ψήφισαν ανεξάρτητους υποψηφίους, κάτι που ευνόησε ιδιαίτερα τον Τραμπ και του έδωσε την οριακή νίκη. Είναι ακριβώς η ίδια «υπερεπαναστατική» νοοτροπία που είχε οδηγήσει τον Μελανσόν στη Γαλλία, πριν από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017, να αρνηθεί να υποστηρίξει τον Μακρόν εναντίον της ακροδεξιάς Λεπέν (την οποία πάντως ζήτησε να καταψηφίσουν). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ότι πολλοί από τους ψηφοφόρους του απείχαν από το δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Στις εκλογές αυτές, η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική. Ηγετικές προσωπικότητες της Αριστεράς του Δημοκρατικού κόμματος, όπως ο Bernie Sanders και η Alexandria Ocasio-Cortez, έχουν ενεργά υποστηρίξει την προεκλογική εκστρατεία του Μπάιντεν και παροτρύνουν τους υποστηρικτές του να τον ψηφίσουν. Όμως, πολλοί από αυτούς τους υποστηρικτές δηλώνουν, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ότι δεν θα ψηφίσουν τον Μπάιντεν επειδή είναι ένας από το πολιτικό κατεστημένο. Ίσως εάν είχαν κάποιον γνωστό ή φίλο από την Ελλάδα θα μπορούσε να τους εξηγήσει τις ολέθριες συνέπειες που είχε για την ελληνική Αριστερά η αποχή της από τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές του 1946, βασισμένη στη νοοτροπία που εκφράστηκε λίγα χρόνια μετά, το 1952, με το σύνθημα «τι Πλαστήρας τι Παπάγος, ούλοι οι σκύλοι μια γενιά».