Το πολιτικό κόστος των λαϊκίστικων πολιτικών του ΣΥΡΙΖΑ

Γιώργος Κόρδας 29 Ιουν 2015

Αναγγέλλοντας τα μεσάνυχτα τη διενέργεια δημοψηφίσματος με περιεχόμενο την έγκριση ή όχι των προτεινόμενων οικονομικών θέσεων των θεσμών προς την ελληνική κυβέρνηση, φαίνεται πως η κυβέρνηση απώλεσε κάθε διαπραγματευτικό ελιγμό. Ακόμα και αν δεν προκύψει τελικά τόσο τραγική η διαμορφούμενη πραγματικότητα, το κυβερνόν κόμμα κατάφερε το εξής ιδιαίτερο σε πέντε μήνες εξουσίας: αν και νέο κόμμα (ως μηχανισμός, αλλά και ηλικιακά) να κινδυνεύει να γίνει πολιτικά ένα «καμένο χαρτί», ανίκανο για νέα χρήση. Για να φτάσει σε αυτή τη θέση όμως, έπρεπε πρώτα να βραχυκυκλώσει πάνω στις θέσεις που το εξέλεξαν, δημιουργώντας ένα πολιτικό ντόμινο, το οποίο βραχυκυκλώνει πάνω σε έννοιες όπως «πολιτικό κόστος», «πολιτικός ρεαλισμός», «πολιτική υπευθυνότητα» και «διαπραγμάτευση».

Αναλυτικότερα, ο ριζοσπαστισμός που διέκρινε το κόμμα πριν τις εκλογές της 25ης Γενάρη και που αποτυπώθηκε – συνδυαστικά με το λαϊκιστικό στοιχείο – στις θέσεις του, του δημιούργησε την ψευδαίσθηση πως μπορεί να αλλάξει όλη την ευρωπαϊκή δομή, εμπαίζοντας τα υπόλοιπα κράτη – μέλη και επιδιώκοντας να παρουσιαστεί ως ανεξάρτητος πολιτικός «παίχτης», ικανός για συνομιλίες με χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, αλλά και η Βενεζουέλα και η Βολιβία. Η λήψη μέτρων που έρχονταν σε αντίθεση με την προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά κατάφερναν να παραμένουν το ίδια κενά πολιτικά, κατάφεραν να μπερδέψουν τις συνομιλίες με τους δανειστές μας, οδηγώντας μας σε ένα πολύμηνο διαπραγματευτικό παιχνίδι, με υφέσεις και εξάρσεις, ποτέ όμως οριστική λύση. Ταυτόχρονα, διατηρώντας την αντιμνημονιακή του ταυτότητα (σημαντικό στοιχείο της εκλογής του), ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε να αρνείται να αντιμετωπίσει την διαμορφούμενη πραγματικότητα: τα λεφτά δεν είναι δικά μας, οπότε πρέπει να πληρωθούν και για να γίνει αυτό θα πρέπει να εξασφαλίσουμε τη συνέχιση της ροής της εξωτερικής χρηματοδότησης. Επιδιώκοντας να βρει νέες συμμαχίες – με τη Ρωσία κυρίως, αλλά και με την κινεζική αγορά – απομακρύνθηκε από το ευρωπαϊκό πολιτικό μοντέλο, προκαλώντας δυσπιστία στο σύνολο της Ε.Ε. και φλερτάροντας με αυταρχικά καθεστώτα. Η διάθεσή του για ριζοσπαστισμό και πλήρη διατήρηση του αντί – μνημονιακού του χαρακτήρα, διεγράφη ξεκάθαρα όλο αυτό το διάστημα μέσα από τη διγλωσσία των πολιτικών ιθυνόντων απέναντι στην Ευρώπη και στο εσωτερικό, αλλά και στην ανωριμότητα με την οποία αντιμετώπισαν μια μεγάλη σειρά σοβαρών συναντήσεων, όταν ακόμα υπήρχε χρόνος. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να «υπερφορτώσει» την έννοια της «διαπραγμάτευσης», παίζοντας περισσότερο κρυφτό και «χαλασμένο τηλέφωνο» με τους Ευρωπαίους εταίρους, παρά παράγοντας σοβαρό πολιτικό λόγο και αντίλογο, ικανό να αποφέρει εναλλακτικές προτάσεις.

Αυτή τη στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ φέρεται να έχει φέρει τη χώρα σε ένα πολιτικό επίπεδο χειρότερο από αυτό της εποχής του «mail Χαρδούβελη», αλλά εξακολουθεί να αδυνατεί να υπολογίσει το πολιτικό κόστος των διαμορφούμενων συνθηκών. Πολιτικό κόστος που δεν αφορά μόνο την περίπτωση διενέργειας δημοψηφίσματος, αλλά πολύ περισσότερο το κλίμα που δημιούργησε στο εξωτερικό η εξαγγελία του και την κοινωνική απήχηση που είχε. Πιο συγκεκριμένα – και καθώς τα διαδικαστικά με το δημοψήφισμα δεν είναι ακόμα ξεκάθαρα – με την εξαγγελία του κατάφερε να γκρεμίσει όσες επικοινωνιακές γέφυρες διατηρούνταν ακόμα με την Ευρώπη – αρκετές, αν όχι όλες, με προσπάθειες Ευρωπαίων πολιτικών και αξιωματούχων – εκμηδενίζοντας τα επίπεδα αξιοπιστίας της χώρας ως διεθνούς συνομιλητή. Επιπλέον, τρία χρόνια μετά τον αποκαλούμενο «διπλό εκλογικό σεισμό» του 2012,  όπου ο πολιτικός άξονας διαχωρίστηκε με βάση τη θέση «Μνημόνιο – Αντί – μνημόνιο», γίνεται εκ νέου μια προσπάθεια κοινωνικής διαίρεσης με βάση το ερώτημα «ναι στους θεσμούς ή όχι», στην οποία έρχεται να προστεθεί το εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην εξαγγελία και τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.

Καθώς περιμένουμε τις εξελίξεις από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, φαίνεται πως ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ –  ο οποίος πήρε τη μορφή «κακή Ευρώπη», «αποικιοκράτες», «απόγονοι των ναζί» εναντίον της «Αλλαγής», των «καλών και χιλιοβασανισμένων Ελλήνων» – φτάνει στα όρια του, έχοντας καταφέρει να τοποθετήσει – ως διακύβευμα – στην εγχώρια πολιτική ατζέντα, μια από τις σημαντικότερες πολιτικές κατακτήσεις από τη Μεταπολίτευση και μετά: την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.