Το πολιτικό μας σύστημα κινείται, όπως ένα εκκρεμές που φαίνεται να μη μπορεί καθόλου να ισορροπεί στον άξονά του. Η Νέα Δημοκρατία κινείται μεταξύ της αναγκαίας υπευθυνότητας που τής επιβάλλει η συμμετοχή της σε μια συμμαχική κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας και των απόψεων του βαθέος κόμματος. Αυτός ο επαμφοτερισμός γίνεται εμφανής σε περιπτώσεις όπως η εμμονή του κόμματος της ΝΔ να ταυτίζει τον ΣΥΡΙΖΑ με τα γκούλαγκ ή με τη Χρυσή Αυγή. Έχει και η πολιτική επικοινωνία τα όρια της βλακείας της. Βεβαίως την ίδια εκτίμηση αξίζουν και κάποιες αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ για «εκλεκτική συγγένεια» της ΝΔ με τους νοσταλγούς του Χίτλερ.
Η αντιφατικότητα των θέσεων της ΝΔ γίνεται επίσης εμφανής στις υπαναχωρήσεις της στο σχέδιο νόμου κατά του ρατσισμού, στις εθνικιστικές κορώνες που εξέφρασαν διαδικτυακοί κύκλοι της ΝΔ για τις εξελίξεις στη Κύπρο, αλλά και στον επιχειρούμενο παλαιοκομματικό τρόπο «επανακατάκτησης» της Δημόσιας Διοίκησης (διορισμοί διοικητών στα νοσοκομεία, υπόθεση Κικίλια). Οι κυβερνητικές ευθύνες του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά αντιφάσκουν με τον αξιακό κόσμο του αρχηγού του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Αυτή η αμφισημία δείχνει πως το σημερινό κυβερνητικό σχήμα δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμη απάντηση της πολιτικής της ευθύνης έναντι της πολιτικής της πεποίθησης.
Αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ αναπτύσσεται τελευταία ένας «αριστερός» εθνολαϊκισμός. Η ταύτιση του όλου ΣΥΡΙΖΑ με τον κυρίαρχο συναισθηματισμό και την ηρωοποίηση των δυνάμεων τού παρ’ ολίγο καταστροφικού κυπριακού «όχι», έκανε εφικτή την προσέγγιση του με την παρανοϊκή πολιτική «παιδεία» των ΑΝΕΛ. Σήμερα η κεντρική γραμμή του κόμματος ταυτίζει την εθνική ταυτότητα με την ιδεολογική διαφορά ή, αλλιώς, τη Γερμανία με τον νεοφιλελευθερισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει πιο έτοιμος να συμμαχήσει με τους εκπροσώπους του αντιδυτικισμού στο όνομα της θυματοποίησης του «αγνού και άσπιλου» ελληνισμού, παρά με τις δυνάμεις του φιλοευρωπαϊσμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως το ΠΑΣΟΚ το 74, παρουσιάζει σε νέα συσκευασία παλιές επεξεργασίες του τριτοκοσμικού «μαρξισμού».
Με δεδομένο τον προσωρινό χαρακτήρα της σημερινής διακυβέρνησης, η μόνη ρεαλιστική πολιτική συμμαχία, η οποία θα μπορούσε να αποκτήσει χαρακτηριστικά μιας πιο σταθερής εξέλιξης, είναι αυτή μεταξύ ενός «αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ, απαλλαγμένου από τον αντιδυτικό και εθνολαϊκίστικο ριζοσπαστισμό, με τις δυνάμεις ενός ισχυρού και ενιαίου σοσιαλδημοκρατικού πόλου, απαλλαγμένου από τις δικές του εθνολαϊκίστικες κορώνες.
Για να υπάρξει όμως μια τέτοια συμμαχία χρειάζεται κατ’ αρχάς, σταθεροποίηση και στη συνέχεια κάποια σημάδια ανάκαμψης. Η ρευστότητα ευνοεί τον αντισυστημικό ΣΥΡΙΖΑ. Η σταθεροποίηση θα ευνοήσει τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό σημαίνει πως αν οι λογικές αριστερές δυνάμεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ θέλουν να κυβερνήσουν στη βάση ενός προοδευτικού προγράμματος, πρέπει να εύχονται την επιτυχία της σημερινής κυβέρνησης.
Όμως, ακόμη και αν κάποτε ο ΣΥΡΙΖΑ προσχωρήσει στον κυβερνητισμό, θα διαπιστώσει πως δεν έχει συμμάχους. Γιατί η πορεία των άλλων δυο κομμάτων (ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ) ακολουθεί το δικό της εκκρεμές προς τη συρρίκνωση: η ΔΗΜΑΡ καλλιεργεί ένα μικρομεγαλισμό της ηθικής καθαρότητας, ενώ το ΠΑΣΟΚ αναζητεί τη διάσωσή του στο παρελθόν και όχι στο μέλλον.
Το μέλλον αυτών των δυο κομμάτων και των κινήσεων δεν βρίσκεται στο άθροισμα των δυνάμεών τους, αλλά σ’ ένα νέο συνέδριο που θα προκύψει από διαδικασίες μηδενικής βάσης. Προϋπόθεση όμως για να ανθήσει μια τέτοια πρωτοβουλία, είναι αυτή να δεθεί προκαταβολικά με μια κοινή αφήγηση. Επομένως πριν κάνουν το συνέδριο, χρειάζεται να ξέρουν, γιατί θα το κάνουν.
Άφησα για το τέλος τη δύναμη της Χρυσής Αυγής ως τον ακρότατο εκφραστή του εθνολαϊκισμού. Αναμφισβήτητα είναι ένα ναζιστικό κόμμα. Δεν ισχύει όμως το ίδιο με τους ψηφοφόρους της. Αυτοί δεν είναι, στην πλειοψηφία τους, λάτρεις του Χίτλερ. Είναι αφενός γεννήματα μιας απαίδευτης κοινωνίας που βρέθηκε σε μια απρόσμενη οικονομική και πολιτισμική κρίση και αφετέρου θρέμματα μιας κοινωνίας, που το δικό της εκκρεμές κινείται από την ορθολογική Δύση προς τις «κοινότητες των Ελλήνων» της ανατολίτικης εθνολαϊκιστικής «ιδιοπροσωπίας».
Η ψήφος στη ΧΑ έχει μόνο εν μέρει ρατσιστικό υπόβαθρο. Αυτή προκύπτει από αντιπολιτικές τάσεις άμεσα συνδεδεμένες με την απαξίωση του πολιτικού προσωπικού (π.χ., δίκη Τσοχατζόπουλου και το ζήτημα των χρεών των κομμάτων) και από ένα αντι-ελιτισμό, που δένει με την εμπέδωση ενός αισθήματος «εθνικής» κοινωνικής αδικίας.
Το όλο πολιτικό σύστημα θα κάνει λάθος, αν επιμείνει στο να καταδικάζει με απολίτικο τρόπο την Χ.Α μόνο ως κόμμα του ναζισμού. Η Χ.Α θα αποδυναμωθεί μόνο αν η πολιτική σημάνει εκ νέου την προάσπιση της ατομικής ασφάλειας και του δημόσιου συμφέροντος και όχι των προσωπικών συμφερόντων των επαγγελματιών της πολιτικής, των συντεχνιακών συμφερόντων διαφόρων κοινωνικών ομάδων ή των ατομικών συμφερόντων των πολιτών ως πελατών της πολιτικής.
Για να σταθεροποιηθεί το εκκρεμές του πολιτικού μας συστήματος θα πρέπει το ίδιο να επαναπολιτικοποιηθεί. Αυτό σημαίνει λογικές συμμαχίες, απαλλαγμένες από τον εθνολαϊκισμό, προκύπτουσες από τις διαφορές μεταξύ μιας δημοκρατικής φιλελεύθερης κεντροδεξιάς και μιας δημοκρατικής φιλελεύθερης κεντροαριστεράς. Γιατί ο φιλελευθερισμός (σ’ αντίθεση με τον εθνολαϊκισμό) είναι εκείνη η οριζόντια συνιστώσα, που χρειάζεται το πολιτικό μας σύστημα για να ισορροπήσει.