“Εκείνο που προκαλεί περισσότερο μίσος είναι το να είναι κάποιος μισητός”, λέει ο Πιερ Πάολο Παζολίνι.
“Peggio di tutto, naturalmente,è lo stato psicologico cui sono ridotti
(per una quarantina di mille lire al mese):
senza più sorriso,senza più amicizia col mondo,
separati,esclusi (in una esclusione che non ha uguali);
umiliati dalla perdita della qualità di uomini
per quella di poliziotti (l’essere odiati fa odiare)”.
“Και το χειρότερο απ΄όλα, φυσικά, είναι η ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκονται (εννοεί: οι αστυνόμοι), για μερικές λίρες το μήνα:
Χωρίς χαμόγελο, χωρίς πια φιλίες στον κόσμο,
Διαχωρισμένοι, αποκλεισμένοι (με έναν αποκλεισμό που δεν έχει όμοιο).
Ταπεινωμένοι λόγω της απώλειας της ιδιότητας του ανθρώπου,
για να απόκτήσουν εκείνη του αστυνόμου (το να είσαι μισητός μου προκαλεί μίσος)”
(Απόσπασμα από το ποίημα του Πιερ Πάολο Παζολίνι “Vi odio, cari studenti”- “Σας μισώ αγαπητοί φοιτητές”)
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια του Ιταλικού 1968 είναι αυτό της Valle Giullia, όταν την 1η Μαρτίου αριστεροί και δεξιοί φοιτητές συνεπλάκησαν με αστυνομικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα τονάγριο ξυλοδαρμό των αστυνομικών. Την άλλη μέρα, ο κορυφαίος Ιταλός διανοητής Πιερ Πάολο Παζολίνι, γράφει ένα ποίημα, με τίτλο “Vi odio cari studenti”, δηλαδή, “Σας μισώ, αγαπητοί φοιτητές”.
Είναι ένα ποίημα - παρέμβαση του Κομμουνιστή Παζολίνι, που αναπάντεχα (για όσους δεν τον ξέρουν) εκδηλώνει τη συμπαράστασή του στους αστυνομικούς, δέκτες, σε εκείνη την περίσταση του κοινωνικού μίσους και της βίας. Ένα ποίημα που έρχεται στο μυαλό αβίαστα, με αφορμή τη δολοφονική επίθεση κατά αστυνομικών, έξω από το γυμναστήριο του Ρέντη “Μελίνα Μερκούρη”, που έχει φέρει έναν 31χρονο αστυνομικό να χαροπαλεύει.
Το ποίημα αναφέρεται φυσικά, σε μία άλλη ιστορική περίοδο (1968) και σε διαφορετικό πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Επίσης, εντάσσεται σε μία εντελώς διαφορετική πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση, που τότε υπήρχε στους κόλπους της Ιταλικής Αριστεράς και, ιδίως, του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, σε σχέση με τα φοιτητικά κινήματα εκείνης της περιόδου.
Ο ίδιος ο Παζολίνι, αργότερα, χαρακτήρισε το ποίημα “άσχημο”. Παραμένει, ωστόσο, διαχρονικό. Και κυρίως, πενήντα πέντε χρόνια μετά, παραμένει επίκαιρο ως προς την περιγραφή που κάνει στο κοινωνικό, ταξικό και ψυχολογικό status των αστυνομικών.
Μεταξύ σφύρας και άκμονος
Μετά τα τραγικά επεισόδια της Νέας Φιλαδέλφειας, τον περασμένο Αύγουστο, η Ελληνική Κυβέρνηση, σε συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες των μεγαλύτερων ελληνικών ομάδων, αποφάσισε να πάρει την ευθύνη της φύλαξης των γηπέδων από τις ιδιωτικές εταιρείες παροχής υπηρεσιών ασφάλειας (“Security”) και να την αναθέσει στην ΕΛ.ΑΣ. Στην ουσία αφαίρεσε ευθύνη από τις ΠΑΕ και την ανέθεσε στο Κράτος. Μόνο που το “Κράτος” δεν είναι κάτι απρόσωπο. Είναι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, η ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. και φυσικά οι εκατοντάδες απλοί αστυνομικοί. Πριν από κάθε αγώνα νέα παιδιά, ένστολα, κάθονται έξω από τις θύρες των γηπέδων, για να ελέγξουν τους φιλάθλους. Η απάντηση της Κυβέρνησης στην στρατηγική αδυναμία της ηγεσίας της ΕΛ.ΑΣ να σταματήσει διακόσιους νεοναζί χούλιγκαν να διασχίσουν την βαλκανική χερσόνησο και να έρθουν να σκοτώσουν στη Νέα Φιλαδέλφεια, ήταν η μετακύηση της ευθύνης στον απλό αστυνομικό. Λύθηκε, άραγε, το πρόβλημα;
Τα γεγονότα στο Βόλο
Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου, κατά τη διάρκεια του αγώνα “Βόλος - Ολυμπιακός”, οργανωμένοι οπαδοί της φιλοξενούμενης ομάδας εισέβαλαν στον αγωνιστικό χώρο του “Πανθεσσαλικού”, για να διαμαρτυρηθούν για τις αποφάσεις του διαιτητή του αγώνα. Η ΕΛ.ΑΣ. επενέβη για να τους αναχαιτίσει... Την επόμενη ημέρα, ο διαιτητής του αγώνα κατήγγειλε ότι δέχθηκε απειλές για τη ζωή του ίδιου και της οικογένειάς του. Η δε ΠΑΕ Ολυμπιακός εξέδωσε μία ανακοίνωση, η οποία ανάμεσα στ’ άλλα ανέφερε:
“Θα περιμένουμε την ακόμα μεγαλύτερη αντίδραση του κόσμου του Ολυμπιακού που βλέπει να τον προκαλούν καθημερινά; Θα περιμένουμε μια ασύλληπτη τραγωδία για να ξυπνήσει η κυβέρνηση και να ασχοληθεί; Εδώ και 3,5 χρόνια τουλάχιστον, πέντε εκατομμύρια κόσμος προκαλείται συστηματικά και ένα ξέσπασμα ήταν τουλάχιστον αναμενόμενο. Και δυστυχώς με τα όργια που έχουν γίνει στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ίσως ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα. Πράγμα που κανείς μας δε θέλει και κατευνάζουμε διαρκώς την οργή του κόσμου!”.
Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, εύλογα, κάλεσε τον Πρόεδρο της ΠΑΕ Ολυμπιακός κο Μαρινάκη να καταθέσει όσα γνωρίζει σε σχέση: με “μία ομάδα ανθρώπων που λειτουργεί στα πρότυπα της μαφίας και έχει μοναδικό σκοπό να εξοντώσει τον Ολυμπιακό”, όπως αναφέρει η ανακοίνωσή της. Εκείνος, όμως, αρνήθηκε να πάει γιατί -λέει - η πρόσκληση ήταν καθυστερημένη...
Δεν πέρασαν παρά λίγες ημέρες και ανάμεσα στα διάφορα “τίποτα που δεν έχουμε δει ακόμα” ήταν και η στοχευμένη επίθεση χούλιγκαν εναντίον αστυνομικών με ξεκάθαρο σκοπό (όπως φαίνεται από τα ρεπορτάζ) να σκοτώσουν αστυνομικούς. Ποιος ήταν αυτός που τραυματίστηκε σοβαρά και χαροπαλεύει; Ένας οικογενειάρχης, μεροκαματιάρης, στον οποίο η Κυβέρνηση μετακύλησε την ευθύνη της ανεπάρκειας της Ελληνικής Αστυνομίας, την έλλειψη πολιτικής βούλησης της Κυβέρνησης να εφαρμόσει τα μέτρα που εξήγγειλε τον περαμένο Αύγουστο (ύστερα, μάλιστα από σύσκεψη με τον Πρόεδρο της ΟΥΕΦΑ και τους ιδιοκτήτες των μεγάλων ΠΑΕ) και την αδυναμία της Δικαιοσύνης να εφαρμόσουν τον υφιστάμενος νόμο περί αθλητικής βίας, αλλά και τον ίδιο τον ποινικό κώδικα περί σύστασης εγκληματικών οργανώσεων, οπλοκατοχής, οπλοχρησίας κλπ.
Μεταξύ σφύρας και άκμονος
Χρειάζονται περισσότερες αποδείξεις, για να ισχυριστεί κάποιος ότι οι έλληνες αστυνομικοί στο θέμα της οπαδικής βίας είναι μεταξύ σφύρας και άκμονος; Χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβει κάποιος ότι είναι εκείνοι που πληρώνουν το τίμημα;
Τα μέτρα που εξήγγειλε η Κυβέρνηση μετά τα τελευταία γεγονότα του Ρέντη, το κλείσιμο των γηπέδων για δύο μήνες, αποτελούν μία ξεκάθαρη δήλωση πολιτικής αποτυχίας. Εντάσσονται στη λογική: Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω την πανδημία, κλείνω την κοινωνία. Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω τη φοροδιαφυγή, κλείνω τη δραστηριότητα των ελεύθερων επαγγελματιών. Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω την οπαδική βία κλείνω τον αθλητισμό. Και όχι μόνο τα κλείνω. Αλλά νίπτω και τας χείρας μου έναντι του φοροφυγά ή του πραγματικού υποκινητή και οργανωτή των συνδέσμων οπαδών. Όμως, από την εποχή του Πόντιου Πιλάτου, το “νίπτω τας χείρας μου” συνιστά ξεκάθαρη θέση κατά του Χριστού και υπέρ του Βαραβά.
Σε αυτό το πλαίσιο και υπό αυτές τις συνθήκες, από όλους τους παράγοντες που εμπλέκονται στο πρόβλημα, η θέση των αστυνικών είναι η πιο δύσκολη. Διότι, οι υφιστάμενοι θεσμοί (Κυβέρνηση, ΕΛ.ΑΣ., Σωματεία, ΠΑΕ, διοργανώτριες αρχές, ομοσπονδίες) έχουν αποδείξει, με πράξεις και παραλείψεις, ότι όχι μόνο δεν επιθυμούν να εξαλείψουν τη βία, αλλά τους βολεύει να τη συντηρούν.
Κάποιοι από τους οργνωμένους οπαδούς βολεύονται να εργαλειοποιούνται και να λειτουργούν σαν στρατοί ταγμένοι να υπηρετούν ιδιωτικά συμφέροντα. Σε κάθε περίπτωση, όταν βγαίνουν στο δρόμο για να προκαλέσουν επεισόδια, να στραφούν κατά της Αστυνομίας ή κατά άλλων οπαδών έχουν ξεκάθαρο και διακηρυγμένο άλλοθι, που τους έχει δοθεί από τις ανακοινώσεις των ΠΑΕ, τις δηλώσεις και τη συμπεριφορά των πραγόντων.
Οι απλοί φίλαθλοι, αυτοί που δεν είναι οργανωμένοι, πλήττονται και αυτοί, στο βαθμό που, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν μπορούν να πάνε στο γήπεδο. Αλλά, εν τέλει, δεν είναι υποχρεωμένοι να το πράξουν. Στη χειρότερη περίπτωση “κλαίνε” για το ακριβό εισιτήριο διαρκείας που έχουν προκαταβάλει.
Αντιθέτως, ο Έλληνας Αστυνομικός γνωρίζει ότι βρίσκεται στο μέσο ενός παιχνιδιού, που στην πραγματικότητα είναι στημένο. Στημένο όχι ως προς το αποτέλεσμα των αγώνων, αλλά ως προς τις οργανωμένες προβοκάτσιες, που τον στοχοποιούν συστηματικά, για να εξυπηρετηθούν διαφορετικά συμφέροντα. Ο άτυχος 31χρονος ήξερε ότι είναι πολύ πιθανό να είναι στοχοποιημένος, ότι ο κίνδυνος της προβοκάτσιας ελλοχεύει (πολύ περισσότερο μετά τις επίσημες ανακοινώσεις της ΠΑΕ Ολυμπιακός). Παρόλ’ αυτά πήγε, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Πήγε για το μεροκάματο...
Ας ξαναγυρίσουμε στον Παζολίνι...
Δεν είναι σκοπός του υπογράφοντος να ξεπλύνει τις αυθαιρεσίες των αστυνομικών οργάνων, την άσκοπη χρήση δακρυγόνων, την παράλογη χρήση βίας ή ακόμα και την προκλητική συμπεριφορά που συχνά επιστρατεύουν αλόγιστα. Ακόμα και προχθές, μετά τα γεγονότα στου Ρέντη, η αντίδραση της ΕΛ.ΑΣ. ήταν να μαντρώσει στο κλειστό γυμναστήριο 424 οπαδούς (ή ακόμα και φιλάθλους) και να τους μεταγάγει στα κρατητήρια, δήθεν για να εντοπιστεί ο επίδοξος δολοφόνος, ήταν υπερβολική. Όπως προφανώς, ήταν παράνομη και η απαγόρευση των ανθρώπων αυτών να επικοινωνήσουν με τους οικείους τους και κυρίως με τους δικηγόρους τους.
Εύλογα προκάλεσε εντύπωση (αν και δικαιολογείται, ως ένα βαθμό) ο ζήλος των αστυνόμων να εντοπίσουν άμεσα το δράστη, καθώς το θύμα ήταν ένας συνάδελφος τους, την ίδια στιγμή που σε άλλες περιπτώσεις, όπως αυτή των γεγονότων της Νέας Φιλαδέλφειας, δεν επιδείχθηκε παρόμοια ευαισθησία.
Ωστόσο, θα περίμενε κάποιος και από την ελληνική κοινωνία και δη τη φίλαθλη κοινή γνώμη, να αντιδράσει για το γεγονός ότι ένας 31χρονος άνθρωπος χαροπαλεύει στο νοσοκομείο, με την ίδια ευαισθησία που το έκανε για τον Μιχάλη Κατσούρη και τον Άλκη Καμπανό. Και όσο υγιές είναι για τους φιλάθλους και τους αθλητές να επιδεικνύουν τη φανέλα των ομάδων της ΑΕΚ και του Άρη, με το όνομα του Μιχάλη και του Άλκη, άλλο τόσο (ίσως και περισσότερο) υγιές θα ήταν να εκφράσουν τον αποτροπιασμό και την αλληλεγγύη τους στον 31χρονο ανώνυμο αστυνομικό και την οικογένειά του.
Το ποδόσφαιρο και το μίσος
“Εκείνο που προκαλεί περισσότερο μίσος είναι το να είναι κάποιος μισητός” λέει ο ίδιος ο Παζολίνι. Με ευθύνη του επίσημου Κράτους, της Ελληνικής Δικαιοσύνης που δείχνει επιείκια σε περιστατικά αυθαιρεσίας των αστυνομικών οργάνων, των πράξεων και των παραλείψεων της ΕΛ.ΑΣ, αλλά και της ρητορικής πολλών - δήθεν - προοδευτικών κομμάτων, ο έλληνας αστυνόμικος έμεινε από τη μεριά των μισητών.
Και αυτό το μίσος εκφράζεται συνολικά στην ελληνική κοινωνία. Κυρίως, όμως, εκφράζεται συστηματικά στις κερκίδες των γηπέδων (όχι μόνο από τους οργανωμένους οπαδούς). Πρόκειται για ένα μίσος που βολεύει πολλούς, γιατί διχάζει ανθρώπους που είναι ενταγμένοι στο ίδιο κοινωνικό και ταξικό πλαίσιο και που θα έπρεπε να έχουν κοινές πολιτικές επιδιώξεις και, επομένως, κοινούς αγώνες.
Και αυτό, φυσικά, το ξέρει και το επισημαίνει ο Παζολίνι, όπου στο τέλος του ποιήματός του διευκρινίζει: “Siamo ovviamente d’ accordo contro l’ istituzione della polizia. Ma prendetevela contro la Magistratura, vedrete!”. Δηλαδή: “Φυσικά, συμφωνούμε ότι είμαστε ενάντιοι στο θεσμό της Αστυνομίας. Αλλά, να τα βάλετε με τη Δικαιοσύνη και τότε θα καταλάβετε!”.