Η είδηση που ήρθε από τις ΗΠΑ ακούγεται εξωφρενική: Από την 1η Οκτωβρίου το αμερικανικό κράτος «έκλεισε», ελλείψει εγκεκριμένης από το Κονγκρέσο χρηματοδότησης για τη λειτουργία του. Ακόμα και στη βυθισμένη στην κρίση Ελλάδα, με τις τόσο οδυνηρές περικοπές που έχουν επιβληθεί, θα ήταν αδιανόητο από τη μια στιγμή στην άλλη οι μισοί δημόσιοι υπάλληλοι να τεθούν απλήρωτοι σε αργία, από τους άλλους μισούς που κρίθηκαν απολύτως απαραίτητοι να ζητηθεί να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους απλήρωτοι επίσης, δημόσιες υπηρεσίες να αναρτούν πινακίδες «κλειστό» η μία μετά την άλλη, να ανασταλούν πληρωμές επιδομάτων κ.ο.κ. (Μόνο σε περίπτωση άτακτης χρεοκοπίας θα μπορούσε να μας συμβεί κάτι ανάλογο, με επόμενο βήμα την προσφυγή στο εθνικό νομισματοκοπείο για να τυπώσει δραχμές και οι πληρωμές να αποκατασταθούν, αυτή όμως είναι άλλη συζήτηση.)
Και, φυσικά, αδιανόητο θα ήταν για οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης. Όχι επειδή η συνολική οικονομική κατάσταση που επιτρέπει στο κράτος να εξασφαλίζει τους απαιτούμενους πόρους είναι στην Ευρώπη καλύτερη – δεν είναι. Αλλά επειδή, με όλες τις σοβαρές αδυναμίες στη δημοκρατική λειτουργία που ανέδειξε η κρίση (και που πληρώνουν βαριά δεκάδες εκατομμύρια άνεργοι και φτωχοί), παρόμοιο πολιτικό πρόβλημα εδώ δεν έχει ανακύψει: Πουθενά στην Ευρώπη δεν υφίσταται, ούτε τείνει να διαμορφωθεί, μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία τόσο εχθρική προς κάθε έννοια κοινωνικού κράτους που να επιχειρεί να εκβιάσει την αναστολή του νόμου για την υγειονομική κάλυψη ανασφάλιστων πολιτών – ψηφισμένου και επικυρωμένου από το 2010 – με την άρνησή της να εγκρίνει τον προϋπολογισμό, αδιάφορη για τις συνέπειες. Η κοινωνικά αντιδραστική θέση των Ρεπουμπλικανών αντιπροσώπων καυτηριάζεται μαζί με την ανευθυνότητά τους σε ευρύτατο φάσμα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ο Μάρτιν Γουλφ των “Financial Times” επαινούσε χθες τον πρόεδρο Ομπάμα που δεν υποκύπτει στον άθλιο εκβιασμό. Εφόσον πάντως παραταθεί το αδιέξοδο, ελλοχεύουν μεγάλοι κίνδυνοι για την αμερικανική οικονομία, κατ’ επέκταση για την παγκόσμια.
Το θεσμικό σύστημα στις ΗΠΑ προβλέπει αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης αν κατά την έναρξη του δημοσιονομικού έτους την 1η Οκτωβρίου δεν έχει ψηφιστεί ο νέος προϋπολογισμός. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει, είχε ξαναγίνει το 1996 για έξι μέρες, και παλαιότερα. Τώρα οι δυσκολίες είναι μεγαλύτερες, καθώς η αμερικανική οικονομία μόλις αρχίζει να συνέρχεται από τη μεγάλη κρίση. Αλλά κρίσιμη ημερομηνία είναι η 17η Οκτωβρίου. Εάν μέχρι τότε δεν αναθεωρηθεί στο Κογκρέσο το όριο του επιτρεπομένου χρέους, το αμερικανικό Δημόσιο δεν θα μπορεί πλέον να δανειστεί, ούτε για να αναχρηματοδοτεί λήγοντα ομόλογα. Οπότε είτε θα οδηγηθεί στη χρεοκοπία, είτε θα εξαναγκαστεί σε περικοπές πολύ πιο δραστικές ακόμα από τις παρούσες που ήδη μας φαίνονται αδιανόητες. Οι οικονομικές συνέπειες θα ήσαν ανυπολόγιστες, οι κοινωνικές δραματικές, οι πολιτικές εξαιρετικά επικίνδυνες. Καθώς θα σήμαινε «αυτοκαταστροφή», διεθνώς επικρατεί αισιοδοξία ότι τα πράγματα δεν θα φτάσουν ως εκεί.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, η υπόθεση αυτή εγείρει δύο αλληλένδετα ζητήματα που εμάς ειδικά θα άξιζε να μας προβληματίσουν: Το πρώτο είναι η δύναμη, η απαρέγκλιτη ισχύς των θεσμών στην πρώτη μεγάλη πολιτική δημοκρατία που καθιερώθηκε στο νεότερο κόσμο και παραμένει καρδιά του καπιταλισμού. Εκεί η εκλεγμένη από το λαό εκτελεστική εξουσία δεν μπορεί να προβαίνει σε δημόσιες δαπάνες έξω από το πλαίσιο ενός ψηφισμένου από την εκλεγμένη επίσης νομοθετική εξουσία κρατικού προϋπολογισμού. Σκεφτείτε από πόσα δεινά θα είχαμε γλυτώσει αν γινόταν σεβαστή σ’ εμάς μια τέτοια αρχή.
Δεν αρκεί όμως να υπάρχουν καλοί θεσμοί. Για να λειτουργούν προς όφελος της κοινωνίας εξίσου αναγκαίες είναι οι καλές πολιτικές: εναλλακτικές, αντιτιθέμενες σίγουρα, αλλά που να ασκούνται με ευθύνη, με αλληλοσεβασμό πλειοψηφίας και μειοψηφίας, με κάποια συνθετική βούληση όποτε οι περιστάσεις, το «μείζον καλό», το απαιτούν. Αλλιώς τα πάντα κινδυνεύουν να τιναχτούν στον αέρα. Αυτό το δεύτερο ζήτημα είναι το πάντα επίκαιρο πνεύμα του «114», του παλιού εκείνου τελευταίου άρθρου του Συντάγματος που αναθέτει την τήρησή του «στον πατριωτισμό των Ελλήνων», στην ευθύνη όλων των πολιτών, δηλαδή και των κομμάτων, των μέσων ενημέρωσης, κάθε οργανωμένης ομάδας συμφερόντων. Πέρα από τα οικονομικά που μόνιμα μας βασανίζουν, κατ’ εξοχήν επίκαιρο αναδεικνύεται επίσης στη συγκεχυμένη και κάποτε ιδιοτελή συζήτηση των ημερών για την καταπολέμηση του νεοναζισμού.