Στον πολιτικό στίβο οι πρωταγωνιστές δεν αξιολογούνται πάντα με αντικειμενικά κριτήρια. Κατά κανόνα είτε υπερτιμούνται είτε υποτιμούνται. Οι αυταρέσκειες, οι υποκειμενισμοί, οι σκοπιμότητες λειτουργούν σαν παραμορφωτικοί φακοί. Έτσι εξηγείται και το ότι οι γενικές κρίσεις δεν είναι συνήθως εύστοχες.
Στην εγχώρια σκηνή υπήρξαν πολιτικοί που υποτιμήθηκαν ενώ άφησαν θετικό αποτύπωμα και έργο. Αντιθέτως, κάποιοι άλλοι φερέλπιδες δεν επέδειξαν τις αναμενόμενες δυνατότητες. Ήταν απλώς υπερτιμημένοι.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικού, του οποίου η ηγετικότητα αμφισβητήθηκε από την αρχή. Όταν δήλωσε «παρών» στη διεκδίκηση της ηγεσίας της ΝΔ, ακόμη και οι ομοϊδεάτες του θεώρησαν βέβαιη την αποτυχία του. Μάλιστα αρκετοί δημοσιολογούντες, αλλά και αντίπαλοί του, εντός και εκτός του κόμματός του, τον κατέτασσαν τελευταίο στην κούρσα της διαδοχής.
Η επικράτησή του ανέτρεψε τις προβλέψεις. Η ανάδειξή του στην πρωθυπουργία επιβεβαιώνει ότι οι κοντόφθαλμες και απαίδευτες αξιολογήσεις ανατρέπονται. Η επιτυχία του στις εκλογές ακύρωσε τις βεβαιότητες όσων τον έκριναν ως μέτριο και ανεπαρκή.
Η αμφισβήτησή του δεν εδραζόταν μόνο στις διαθέσεις των ανταγωνιστών. Πρωτίστως οφειλόταν στο ότι οι πολιτικές που ενσαρκώνει βρίσκονται στον αντίποδα του κρατισμού και του λαϊκισμού. Οι δυνάμεις που τον αντιστρατεύονται διαπερνούν όλο σχεδόν το φάσμα του κομματικού συστήματος. Το χειρότερο, είναι εμποτισμένες με τις πλέον αναχρονιστικές και συντηρητικές ιδέες και απόψεις.
Αξιοσημείωτο είναι πως και η ΝΔ αδυνατεί να απεξαρτηθεί από το σκουριασμένο, παρωχημένο πλέγμα της βαθιάς Δεξιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι αντιμετωπίζει με αμηχανία, ακόμη και αποστροφή, τα ανοίγματα που επιχειρεί ο αρχηγός της, επιστρατεύοντας στελέχη από τον κεντρώο και κεντροαριστερό χώρο.
Η μεταρρυθμιστική επαγγελία του Μητσοτάκη ούτε ενθουσίασε ούτε ενέπνευσε τον στενό κομματικό μηχανισμό και τις βαρονίες της ΝΔ. Περισσότερους υποστηρικτές έχει εκτός των τειχών. Η αναμφισβήτητη αυτή αλήθεια αποδεικνύει ότι σημαντικό τμήμα της κοινωνίας αντιλαμβάνεται την ανάγκη απεξάρτησης από τις δυνάμεις της «παλιάς Ελλάδας».
Πάντως η αποκρυπτογράφηση των επιφυλάξεων και των ενστάσεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το «μοντέλο Μητσοτάκη» αντιπροσωπεύει μια νέα πολιτική πρόταση. Το πλεονέκτημά της είναι ότι βρίσκεται σε αρμονία με τις σημερινές ανάγκες και απαιτήσεις της χώρας και της οικονομίας. Πατάει στο γόνιμο έδαφος του πραγματισμού και του ορθολογισμού.
Αν και οι συγκρίσεις οδηγούν σε απλουστεύσεις, θα υποστήριζα ότι το εγχείρημα Μητσοτάκη εμφανίζει αρκετές ομοιότητες με εκείνο του Κώστα Σημίτη – παρά τις διαφορές των δύο ανδρών και των εποχών. Αμφότεροι υποτιμήθηκαν εξαρχής από ένα σύστημα εγκλωβισμένο στις αγκυλώσεις, δοξασίες και ιδεοληψίες του παρελθόντος.
Η ανατροπή που πέτυχε ο Μητσοτάκης επαναφέρει το ζήτημα του τρόπου και των κριτηρίων αξιολόγησης των πρωταγωνιστών της πολιτικής. Η κυριαρχία του αποδίδεται στο ότι η ηγετικότητά του στηρίζεται σε συγκεκριμένο σχέδιο, στη μεθοδικότητα και στη σκληρή δουλειά. Το βέβαιο είναι ότι όλα αυτά υποτιμήθηκαν από όσους αμφισβήτησαν την αξία του.