Από το 19ο αιώνα η Ελλάδα πορεύεται μέσα από επαναλαμβανόμενες κρατικές χρεοκοπίες διότι ποτέ μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να εδραιώσει την παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων ποιότητας και νέας τεχνολογίας. Ιδιαίτερα σπάνιες οι περιπτώσεις που ένα made in Greece προϊόν κυριαρχούσε έναντι ενός made in Germany, made in Italy, made in the USA κοκ.
Η ελληνική οικονομία είναι διαχρονικά ισχυρή κυρίως ως καταναλωτής, άρα ως εισαγωγέας προϊόντων και υπηρεσιών και όχι ως παραγωγός, επομένως ως εξαγωγέας.
Αυτή είναι η μήτρα των αέναων κύκλων της κρίσης στην Ελλάδα.
Η ελληνική παραγωγή προϊόντων κι υπηρεσιών, με εξαίρεση τον τουρισμό και τη ναυτιλία, έβρισκε αποκλειστικά σχεδόν εγχώριους καταναλωτές.
Κατ’ ανάγκη ένα τέτοιο μοντέλο, στην πραγματικότητα όχι ανάπτυξης αλλά μεγέθυνσης μέσω αύξησης της κατανάλωσης, μπορούσε να στηριχθεί χρηματοδοτικά μόνον με δύο εργαλεία οικονομικής πολιτικής:
1. το εθνικό νόμισμα σε διαρκή διολίσθηση, συχνά και σε υποτίμηση
2. τη συνεχή αύξηση του δημόσιου χρέους για τη συνεχή αύξηση της εσωτερικής ζήτησης.
Μεταπολιτευτικά, το οικονομικό καθώς και το μοντέλο διακυβέρνησης ήταν στηριγμένα στη λογική της συνεχούς, κυρίως μέσω δανεισμού, ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης και όχι στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Με την υιοθέτηση του ευρώ αρχικά και την άρση εμπιστοσύνης των αγορών – ιδιωτών πιστωτών στη συνέχεια, η Ελλάδα το 2009 δεν χρεοκόπησε απλώς.
Στην πραγματικότητα βίωσε την οικονομική κατάρρευση της συνολικής της πορείας.
Βίωσε την κατάρρευση ενός ξεπερασμένου κι αντιπαραγωγικού μοντέλου οικονομίας. Το 2009, επισημοποιήθηκε ότι μεταπολιτευτικά έζησε μέσα σε συνθήκες οικονομικής μεγέθυνσης μιας καταναλωτικής οικονομίας κι όχι μέσα σε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης μιας σύγχρονης και ισχυρής παραγωγικής οικονομίας. Διότι ως γνωστόν είναι διαφορετική η έννοια της οικονομικής μεγέθυνσης από την έννοια της οικονομικής ανάπτυξης.
Η ρίζα του προβλήματος είναι βαθιά λοιπόν. Είναι η απουσία μιας σύγχρονης και ανταγωνιστικής πραγματικής οικονομίας. Είναι η δεσπόζουσα παρουσία της μεταπρατικής Ελλάδας.
Ο δε γενικευμένος κρατισμός που επικράτησε καθόλη την περίοδο της μεταπολίτευσης – ξεκινώντας από τις βλαπτικές για την οικονομική μας κουλτούρα καθώς και απολύτως αδικαιολόγητες κρατικοποιήσεις της Ολυμπιακής και της Εμπορικής τράπεζας το 1975 – έχει σχέση όχι μόνον αιτίου αλλά και αιτιατού με την παραγωγική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας την οποία και επιδείνωσε δραματικά.
Το κράτος αποτελούσε μέχρι πρόσφατα το μοναδικό πελάτη για την κρατικοδίαιτη παρασιτική επιχειρηματικότητα που στο τέλος παρήγαγε πτωχευμένες επιχειρήσεις και συχνά πλούσιους επιχειρηματίες. Αλλά και το πλουσιοπάροχο κι ασφαλές καταφύγιο για κάθε νέο.
Κρατικοδίαιτη όμως, μέσα από πληθωρισμένους μισθούς και συντάξεις, ήταν και η αγοραστική δύναμη των εγχώριων καταναλωτών, μοναδικών πελατών για τη συντριπτική πλειονότητα των μη ανταγωνιστικών ελληνικών επιχειρήσεων.
Κατά συνέπεια το ελληνικό πρόβλημα στο βάθος του, είναι πρόβλημα όχι μόνο πολιτικό αλλά είναι και πρόβλημα πραγματικής οικονομίας.
Ποιό είναι λοιπόν το εθνικό, ιστορικό καθήκον μας παράλληλα με την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών; Είναι η αλλαγή της παραγωγικής μηχανής της χώρας.
Η μεγάλη πατριωτική μας προτεραιότητα είναι να χτίσουμε από την αρχή μια ισχυρή, παραγωγική πραγματική οικονομία βασισμένη στην καινοτομία, την υψηλή τεχνολογία και την ποιότητα.
Αυτή είναι η Ελλάδα που παράγει μέσα παραγωγής. Μέσα παραγωγής υψηλής τεχνολογίας.
Αυτή είναι η νέα μεγάλη ιδέα για την πατρίδα μας.
Το νέο μεγάλο όραμα για τη νέα γενιά, για τις παραγωγικές μας δυνάμεις.
Πρόκειται για ιστορική εθνική ευκαιρία ενόψη της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Η πατρίδα μας, χάρη στο απαράμιλλο επιστημονικό δυναμικό της καθώς και στην νομισματική ασφάλεια του Ευρώ, έχει τη δυνατότητα να μετεξελιχθεί από μία καταναλωτική οικονομία σε μια οικονομία που παράγει μέσα παραγωγής.
Ποιά είναι η Ελλάδα που παράγει μέσα παραγωγής;
Είναι η Ελλάδα που παράγει σπόρο ντομάτας που φθάνει να πωλείται μέχρι 50.000€ το κιλό.
Είναι η Ελλάδα στην οποία παράγεται το νέο λογισμικό, η ρομποτική τεχνολογία που θα χρησιμοποιείται στην πάσης φύσεως παραγωγική διαδικασία.
Είναι η Ελλάδα που εισάγει όχι μόνο τα iPhone αλλά την ίδια την Apple που τα παράγει.
Μπορεί; Ναι μπορεί. Αρκεί μία εθνική, ιστορική πολιτική απόφαση γι’αυτό.
Πως; Με την πλέον θαρραλέα πολιτική επενδύσεων στο συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής. Με 0% για τα δύο πρώτα χρόνια και με 7 % για όλα τα υπόλοιπα χρόνια του κύκλου ζωής τους, να φορολογούνται όλες οι εταιρίες από τον πρωτογενή μέχρι τον τριτογενή τομέα παραγωγής, που παράγουν μέσα παραγωγής βασισμένα στην έρευνα, την καινοτομία και την πνευματική ιδιοκτησία.
Με το κράτος να μην μπορεί να μεταβάλει τους φορολογικούς συντελεστές και την επιχείρηση να μην τη συμφέρει να διαπράξει φορολογική απάτη. Με την υποχρεωτική συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη της επιχείρησης με τη μορφή μπόνους παραγωγικότητας.
Η Ελλάδα που παράγει μέσα παραγωγής, η επόμενη Ελλάδα, η ευφυής Ελλάδα είναι η Ελλάδα που εκτός από 200.000 νέες θέσεις παραγωγικής εργασίας :
– θα φέρει πίσω τα παιδιά της που μετανάστευσαν λόγω της κρίσης διότι θα φέρει εδώ τις εταιρείες που τα κρατάνε μακριά.
– γεννά πολλαπλασιαστικά και μόνιμα οφέλη σε αναρίθμητα επαγγέλματα : από τις λογιστικές και τις νομικές υπηρεσίες μέχρι το εμπόριο, τις μεταφορές καθώς και τόσα άλλα.
– δεν είναι ενεργοβόρος, δεν απαιτεί υψηλό κόστος ενέργειας
– δεν επιβαρύνει ούτε αλλοιώνει το φυσικό περιβάλλον.
– δεν απαιτεί δόμηση, άρα δεν είναι χρονοβόρος και γραφειοκρατική.
– μετατρέπεται από μία ασθενική, παρακμιακή οικονομία εισαγωγών, σε μια πανίσχυρη οικονομία εξαγωγών.
Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα σχέδιο εθνικής ανάταξης κι εξόδου από την κρίση που υπερβαίνει τη λογική του μνημονίου χωρίς να το ψευδοαθετεί. Που επιταχύνει και δεν παρατείνει τη λήξη του.
Πρόκειται επίσης για μία εθνική στρατηγική τόσο κρίσιμη για το μέλλον της χώρας που όχι απλώς νομιμοποιεί αλλά και επιβάλει τη σύγκρουση με όποιον διεθνή παράγοντα προσπαθήσει ν’ αποτρέψει την εφαρμογή της.
Αρχικά όμως, η αλλαγή της παραγωγικής μηχανής της χώρας απαιτεί άλλη αντίληψη από αυτή που ηγεμονεύει πολιτικά στο εσωτερικό της χώρας. Απαιτεί πολιτικές που απορρέουν από τα οικονομικά της προσφοράς κι όχι από τα οικονομικά της ζήτησης. Απαιτεί άλλες προτεραιότητες. Διαφορετικές εξαγγελίες από αυτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη ΔΕΘ τον περασμένο Σεπτέμβριο. Διαφορετικές προτεραιότητες από αυτές που νομοθετήθηκαν από τη σημερινή καθώς και από την προηγούμενη Κυβέρνηση στο πλαίσιο διανομής του πλεονάσματος στους χαμηλοσυνταξιούχους.
Υπό αυτήν την έννοια, το ΟΧΙ που ΔΕΝ ακούστηκε στη Βουλή κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ονομαστικής ψηφοφορίας από κανένα κόμμα, δεν ήταν απλώς ένα πολιτικά ενδεδειγμένο όχι. Ηταν ένα όχι, εθνικά και στρατηγικά κρίσιμο για το μέλλον της χώρας, που έλαμψε δια της απουσίας του.
Διότι για να βγούμε από την κρίση, που στην περίπτωσή μας είναι πολύ βαθιά, πρέπει να αλλάξουμε όχι απλώς κυβερνήσεις, θεσμούς και λειτουργίες. Πρέπει από εδώ και στο εξής να δώσουμε αποκλειστική προτεραιότητα σε ακραίες πολιτικές που αλλάζουν το παραγωγικό DNA της οικονομίας κι όχι σε ρηχές πολιτικές που τεχνητά και πρόσκαιρα στηρίζουν την κατανάλωση.
Γι αυτό θα ήταν ορόσημο ένα ηχηρό όχι στην πρόσφατη ονομαστική ψηφοφορία για τις παλαιοκομματικές παροχές Τσίπρα.
Θα ισοδυναμούσε με ένα όχι στις κατεστημένες αντιλήψεις της μεταπολίτευσης που μας χρεοκόπησαν καθώς και με ένα προοδευτικό ναι στη διανομή του πλεονάσματος στους νέους και στους ανέργους, για την νέα παραγωγική συγκρότηση της οικονομίας.
Στους νέους και στους άνεργους που θέλουν να αναπτύξουν μια σύγχρονη καλλιέργεια στον πρωτογενή τομέα.
Στους νέους και στους ανέργους που θέλουν να φτιάξουν μια δική τους επιχείρηση υψηλής τεχνολογίας.
Στους συνταξιούχους, που έτσι κι αλλιώς κι αυτοί στα παιδιά και στα εγγόνια δίνουν τη σύνταξή τους, θα έπρεπε να διανεμηθούν οι φόροι από τα κέρδη αυτής της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Στο πλαίσιο της ίδιας αντίληψης, ακόμη και το διακομματικό Ναι στη διατήρηση του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά λόγω της προσφυγικής κρίσης, ήταν ένα ουσιαστικό λάθος Ναι για το μέλλον των νησιών. Ήταν ένα Ναι στη συνέχιση μεταπολιτευτικών πολιτικών που εμπνέονται από την Ελλάδα καταναλωτή κι όχι παραγωγό. Πολιτικών που προωθούν κατά προτεραιότητα αποφάσεις που καθιστούν την κατανάλωση πιο φθηνή. Κατανάλωση όμως που στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς αυξάνει τις εισαγωγές.
Ενώ με βάση την παραγωγική Ελλάδα ως προτεραιότητα, θα έπρεπε να ασκηθεί η αντίθετη πολιτική υπέρ των νησιών.
Από τα νησιά θα μπορούσε να ξεκινήσει η εφαρμογή μιας ακραίας πολιτικής προσέλκυσης εταιριών που παράγουν μέσα παραγωγής. Μια στρατηγική που δημιουργεί θέσεις εργασίας καθώς και στέρεη οικονομική ανάπτυξη στα νησιά. Όχι μία πρόσκαιρη καταναλωτική ικανοποίηση.
Αυτή όμως είναι άλλη στρατηγική. Διαφορετική από την κυβερνητική καθώς και τις κομματικές στρατηγικές που εξακολουθούν να ηγεμονεύουν σήμερα στην πολιτική ζωή.
Αυτή είναι η αντίθετη λογική από την λογική του παλαιοκομματισμού που αναπαράγει την Ελλάδα που θέτει σε δεύτερη μοίρα τις παραγωγικές της δυνάμεις. Όσοι δε, αρνούνται να συμφωνήσουν με τα παραπάνω ας κάνουν τον κόπο την επόμενη φορά που θα βρεθούν σε εστιατόριο να ρωτήσουν τον ή την σερβιτόρο τι έχει σπουδάσει. Ας παρατηρήσουν την ηλικία αυτού που θα κάνει delivery την πίτσα τους για να συνειδητοποιήσουν ότι πρόκειται πολλές φορές για οικογενειάρχες 40 και 50 ετών. Ας μιλήσουν για λίγο με τους χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες που αυτές τις ημέρες κλείνουν τα βιβλία τους για να μην καταστραφούν ολοσχερώς εξαιτίας των νέων ασφαλιστικών εισφορών. Ας αναλογιστούν τη στενοχώρια των χιλιάδων νέων που μετανάστευσαν και δεν μπορούν να γυρίσουν στο σπίτι τους γιατί δεν μπορούν να βρουν μια αξιοπρεπή δουλειά στην πατρίδα τους.
Σε κάθε περίπτωση, για την Ελλάδα που πραγματικά θέλει να βγει από την κρίση, προτεραιότητα έχουν οι αποφάσεις που αλλάζουν την παραγωγή κι όχι αυτές που στηρίζουν στο κενό την κατανάλωση. Προτεραιότητα έχουν οι νέοι, οι άνεργοι και γενικά οι παραγωγικές ηλικίες κι όχι οι συνταξιούχοι.
Η Ελλάδα που παράγει μέσα παραγωγής, η επόμενη Ελλάδα που έχει διαφορετικές αρχές, αντεστραμμένες προτεραιότητες, ναι αναντίλεκτα είναι μια Ελλάδα στην οποία συντελείται μια ακραία και ριζοσπαστική αλλαγή.
Όμως αυτός είναι ο σύγχρονος ορισμός της έννοιας προοδευτικός.
Αυτή είναι η πεμπτουσία μιας αληθινά προοδευτικής πολιτικής στρατηγικής.