Με αφορμή την ενιαύσια συνάντηση παλιών φίλων και την επέτειο του θανάτου του Λεωνίδα Κύρκου θυμηθήκαμε σήμερα ένα πραγματικό περιστατικό της πάλαι ποτέ ανανεωτικής αριστεράς, από την εποχή που με μια ασύγγνωστη και αδικαιολόγητη αισιοδοξία πιστεύαμε πως θα αλλάξουμε τον κόσμο. Ήταν εκλογές του 1989 και ο Λεωνίδας επρόκειτο να μιλήσει στην κεντρική πλατεία της Κοζάνης. Ωστόσο, ο Κώστας Κουτσομύτης που ήταν επιφορτισμένος με την τηλεοπτική σκηνοθεσία και την αναμετάδοση του πρώτου δεκαλέπτου στην ΕΡΤ, παρατήρησε πως το καφέ κουστούμι του Λεωνίδα ήταν ανεπανόρθωτα φθαρμένο. Κατόπιν σύσκεψης της ηγετικής κομματικής τριανδρίας που φαίνεται στη φωτογραφία, δηλαδή του Σάκη Καραλιώτα, του Βασίλη Καραγιάννη και εμού ως –τι κομματικές δόξες!- γραμματέα της ΝΕ της ΕΑΡ, αποφασίσαμε ότι ο Κουτσομύτης είχε δίκιο και αγοράσαμε ένα ολοκαίνουργιο από το κατάστημα Αφοί Σαμπανόπουλοι. Το βράδυ ο Λεωνίδας μέσα στο μπλε κουστούμι ιερουργούσε πολιτικά στην πλατεία κάτω από ιστορικό καμπαναριό, επί του οποίου ελλείψει γερανού και οικονομικής ευχέρειας -και αφού παραβιάσαμε την κλειδαριά- ο Κώστας Κουτσομύτης αναμετέδιδε πανοραμικά από την κορυφή του τη μεγαλειώδη συγκέντρωση, τέτοια που ούτε ο σημερινός Σύριζα δεν μπορεί να πραγματοποιήσει.
Θυμήθηκα το φθαρμένο κουστούμι του Λεωνίδα όταν σε σημερινή ανακοίνωση είδα ότι ένας νεόκοπος εφοπλιστής, δίκην ποδοσφαιρικού σωματείου, αξιώνει να πάρει το Σύριζα. Οι φιλοδοξίες, όχι μόνο του εν λόγω υποψηφίου, αλλά και όλου του πολιτικού προσωπικού της αριστεράς με τις καταθέσεις εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, τις μετοχές στη BlackRock και τα ιδιοτελή κίνητρα ασυναίσθητα δημιουργούν μελαγχολικές συγκρίσεις.
Δεν υπήρχαν και τότε αντιπαραθέσεις και ιδιοτελή κίνητρα; Ασφαλώς. Ωστόσο δεν υπήρχε αυτή η χλιδή, η δαψίλεια της άγνοιας και της ρηχότητας ώστε η αριστερά να γίνει τόπος, ανάμεσα και σε σοβαρούς ανθρώπους, να εισχωρήσουν και να επιπλέουν τόσοι πολλοί γραφικοί. Το φθαρμένο κουστούμι του Λεωνίδα, ο οποίος μετά από δεκαετίες βουλευτικής και ευρωβουλευτικής θητείας απέκτησε όχι μια παπαδημούπολη, αλλά μόλις ένα ταπεινό διαμέρισμα στην Καλλιδρομίου με δάνειο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, είναι εκείνο που αναδεικνύει τη διαφορά του αυθεντικού από το κίβδηλο. Είναι αυτό που με κρατάει χρόνια τώρα κομματικά ανέστιο και οι συναντήσεις με τους παλιούς φίλους θυμίζουν λίγο την Αισθηματική αγωγή του Φλωμπέρ, όπου στο τέλος του βιβλίου, οι δυο παλιοί φίλοι, ο Φρεντερίκ και ο Ντελωριέ εκπροσωπώντας μια γενιά των ρομαντικών ιδεών, μετά από τις περιπέτειες μιας ζωής ξαναθυμούνται τα περασμένα και παραδέχονται την αποτυχία τους. Ωστόσο, είπε ο Φρεντερίκ, κι έτσι τελειώνει το μυθιστόρημα:
«Πιστεύω πως αυτά ήταν τα καλύτερά μας χρόνια».
«Σωστά, πιθανόν! Ναι, κι εγώ πιστεύω πως ήταν τα καλύτερά μας», είπε ο Ντελωριέ.