Μια κυβέρνηση συνεργασίας, μπορεί να βασιστεί μόνο σε προγραμματική συμφωνία και, συνεπώς, σε οριοθετημένη συνευθύνη. Διότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας προκύπτουν από κόμματα που διατηρούν την ακεραιότητά τους σε επίπεδο αξιών, δομών, πολιτικών και κοινωνικών αναφορών. Αυτή η ακεραιότητα πρέπει να είναι σαφής.
Είναι προφανές ότι το εκλογικό σώμα καταλογίζει στο ΠΑΣΟΚ μια σειρά πολιτικών λιτότητας, που αποδόμησαν τη σοσιαλδημοκρατική του ταυτότητα. Όπως δεν μπορεί να αναβληθεί η ανάγκη σχηματισμού κυβέρνησης, δεν μπορεί να αναβληθεί και η ανοικοδόμηση της αφήγησης του ΠΑΣΟΚ, που θα εξηγεί σε ποιο βαθμό και σε ποια σημεία το πρόγραμμα που υλοποιήθηκε, βρίσκεται εκτός των προγραμματικών και ιδεολογικών του πλαισίων. Χωρίς αμφιβολία, η μεγαλύτερη πρόκληση του ΠΑΣΟΚ είναι ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης του με κοινωνικά στρώματα που διατηρούν τον ίδιο πολιτικό προσανατολισμό, διατηρώντας την προσήλωσή του σε πολιτικές που συνδυάζουν το στόχο της ανάπτυξης με την κοινωνική συνοχή. Αυτό είναι το σοσιαλδημοκρατικό κριτήριο αξιολόγησης του ΠΑΣΟΚ.
Έχουμε πολλές φορές επικαλεστεί – και δικαίως – τη δεινή διαπραγματευτική θέση στην οποία βρεθήκαμε, που σημαίνει ότι ορισμένες από τις πολιτικές που υλοποιήσαμε δεν μας εκφράζουν. Ποιες είναι αυτές; Κάποια από τα στελέχη μας θεώρησαν ότι πολλά από τα σημεία του μνημονίου αποτελούν «αυτονόητες μεταρρυθμίσεις». Τι είναι, λοιπόν, αυτονόητο, μένει να αποσαφηνιστεί, τόσο για τους ψηφοφόρους που μας γύρισαν την πλάτη, όσο και για εκείνους που μας εμπιστεύτηκαν. Υπό αυτό το πρίσμα, έχουμε δύο επιλογές.
Η πρώτη είναι η διαιώνιση της κρίσης του ΠΑΣΟΚ, με την αναζήτηση του επαναπατρισμού ψηφοφόρων με όρους τηλεοπτικούς. Αυτή η λογική οδηγεί στη διαιώνιση πολιτικών αντιπαραθέσεων με διαπροσωπικό χαρακτήρα, ή στη στείρα αναζήτηση επικοινωνιακών τεχνασμάτων, που χωρίς αμφιβολία θα οδηγήσουν γρήγορα στην περαιτέρω αποξένωση του ΠΑΣΟΚ από τις κοινωνικές του αναφορές. Συνεπώς, η επιλογή να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο ερώτημα «ποιος» εκπροσωπεί το ΠΑΣΟΚ και όχι «ποιον» εκπροσωπεί το ΠΑΣΟΚ, θα μοιάζει με ένα τραγελαφικό κύκνειο άσμα. Διότι το βασικό ερώτημα, είναι το πλαίσιο αρχών με βάση το οποίο καλούμε την κοινωνία να μας αξιολογήσει, τόσο ως κόμμα, όσο και ατομικά ως στελέχη.
Η δεύτερη επιλογή είναι η ανοικοδόμηση της ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ ως κόμμα της Αριστεράς, που αναλαμβάνει την ευθύνη της διακυβέρνησης, ή ακόμα και της συγκυβέρνησης, όταν αυτό επιτάσσει η λαϊκή ετυμηγορία. Όσο μικρότερη είναι η εκλογική μας επιρροή, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη ενός σαφούς ιδεολογικού στίγματος. Διότι ο ψηφοφόρος έχει πάψει να ακούει αυτό που του λέμε, ακριβώς επειδή η αφήγησή μας προσαρμόζεται διαρκώς στις εκάστοτε συνθήκες, χωρίς βασική πυξίδα προσανατολισμού. Αφού μετέχουμε στην κυβέρνηση, το θέμα επείγει, επειδή δε μιλάμε πλέον για θεωρία, αλλά για θεωρία στην πράξη. Πότε και πώς θα οριοθετήσει το ΠΑΣΟΚ τον εαυτό του, πρέπει να το αποφασίσει ο Πρόεδρος, αφού δεν υφίστανται ακόμη αρμόδια όργανα. Αλλά η ανάγκη να οριοθετηθεί το κριτήριο αξιολόγησης της πολιτικής μας πρακτικής, δεν μπορεί να αναβληθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αυτή η δεύτερη επιλογή οριοθέτησης του ΠΑΣΟΚ, συνδέεται με την ανάγκη οριοθέτησης της στρατηγικής μας στα πλαίσια της παρούσας κυβέρνησης, που πρέπει να διέπεται από πνεύμα συνεργασίας, αλλά και γόνιμων αντιπαραθέσεων. Η προγραμματική σύμπραξη πρέπει να επιτρέπει και προγραμματική σύγκρουση. Μια συνεργασία χωρίς τριβή, είναι μια συνεργασία χωρίς πολιτικές αρχές. Όπως μας έμαθε και η πρόσφατη εμπειρία, το εκλογικό σώμα αξιολογεί τόσο τα μεγάλα «ναι», όσο και τα μεγάλα «όχι». Αξιολογεί, επίσης, τα «ναι μεν, αλλά».
Όσον αφορά τα μεγάλα «ναι», είναι προφανές ότι το ΠΑΣΟΚ στο εξής δε θα έχει το θλιβερό προνόμιο των μοναχικών επώδυνων αποφάσεων. Θα μπορεί να συνεισφέρει τη δύναμη των συμμαχιών του με αδελφά κόμματα στην Ευρώπη, τη στιγμή μάλιστα που η πολιτική ισορροπία αλλάζει τόσο στη Γερμανία, όσο και στη Γαλλία. Η ευρωπαϊκή ισχύς της σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να είναι ένα αντίβαρο στην άλλοτε κραταιά αφήγηση του «κόμματος εξουσίας», που δικαίως δεν επέφερε πάντοτε θετικούς συνειρμούς. Σε αυτό το πλαίσιο, ο εκλογικός κύκλος προσφέρει στο ΠΑΣΟΚ μια δύναμη στην Ευρωβουλή μεγέθους 2009 και όχι 2012, που πρέπει να αξιοποιηθεί.
Όσον αφορά τα μεγάλα «όχι», είναι σαφές ότι το ΠΑΣΟΚ πρέπει να ενώσει τις δυνάμεις του με την ευρύτερη Αριστερά, προκειμένου η ρητορική «επανακατάληψης των πόλεων», να μη θέσει σε ομηρία και τη δημοκρατική παράταξη, όπως έχει ήδη θέσει την κεντροδεξιά. Δεν μπορούμε να συμπορευτούμε με μια αστικά αποδεκτή εκδοχή «τελικών λύσεων» της Χρυσής Αυγής, στην οποία έχει ήδη παρασυρθεί η κεντροδεξιά. Ο αγώνας για μια πλουραλιστική και ανεκτική κοινωνία, είναι θεμελιακής αξίας για τη φυσιογνωμία της παράταξης. Σε αυτό το σημείο, όχι μόνο το κόμμα, αλλά και κάθε ένας ατομικά καλείται να κάνει τις επιλογές του. Για παράδειγμα, το δεδομένο του νόμου περί ιθαγένειας, δεν μπορεί να θιχτεί με δική μας συνευθύνη.
Υπάρχουν, όμως, και «ναι μεν, αλλά». Ο πυρήνας της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατικής αφήγησης, είναι ο κρατικός παρεμβατισμός, με σκοπό την οικοδόμηση μιας κοινωνίας με συνοχή και κοινωνική δικαιοσύνη. Θέματα όπως η παραβίαση της αρχής της μη παρεμβατικής επέμβασης στις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ κοινωνικών εταίρων, δημιούργησαν ήδη μεγάλα ρήγματα στην παράταξη. Και η φιλελεύθερη επαναστατικότητα, που καλεί στην ισοπέδωση κάθε δυνατότητας του κράτους να επεμβαίνει σε στρατηγικούς τομείς και κλάδους της παραγωγής, μας έχει ήδη αποξενώσει από μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος. Εδώ, τα διλήμματα θα είναι περισσότερο σύνθετα. Αλλά η απάντησή μας δεν πρέπει να είναι αυτάρεσκη και να επικαλείται την ανάγκη «διάσωσης» της πατρίδας. Το πολιτικό μας στίγμα θα κριθεί από τη διάθεσή μας τελικά να εκπροσωπήσουμε, όχι μόνο το ισχνό ιστορικά κομμάτι των ψηφοφόρων που ανανέωσαν την προτίμησή τους προς το κίνημα, αλλά κυρίως αυτούς που αναζήτησαν αλλού την εκπροσώπησή τους.
Εάν είμαστε ιδεολογικά περισσότερο συμπαγείς, πρέπει να το αποδείξουμε, διότι η ασάφεια είναι χειρότερη από τον πλουραλισμό. Εάν η εμπειρία μάς δίνει προστιθέμενη αξία και δε μας βαρύνει αποκλειστικά και μόνο με απαξία, θα φανεί. Αυτό που είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε είναι ότι το ΠΑΣΟΚ, δεν παλεύει για μια νέα επικοινωνιακή πολιτική, αλλά διαπραγματεύεται την ταυτότητά του ως εκφραστής μιας συγκεκριμένης Αριστεράς, που έχει σοσιαλδημοκρατικό προσανατολισμό. Τα «ναι», τα «όχι», τα «ναι μεν, αλλά» πρέπει να έχουν κριτήριο. Σε αντίθετη περίπτωση, το ΠΑΣΟΚ απλώς θα βιώσει μια τελευταία αναλαμπή «κυβερνησιμότητας», πριν από την τελική του πολιτική απαξία.