Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στη μάχη του Κέντρου

Γιάννης Μεϊμάρογλου 20 Αυγ 2022

Η ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και η εξασφάλιση της κυβερνητικής του αυτοδυναμίας στις εκλογές του 2019 έχουν ένα κοινό παρανομαστή. Και αυτός δεν είναι άλλος από ένα σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων του κεντρώου πολιτικού χώρου που πείστηκαν ότι ο σημερινός πρωθυπουργός ήταν ο καταλληλότερος για να δώσει τέλος στην επικίνδυνη περιπέτεια που είχαν ρίξει τη χώρα οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Το ΠΑΣΟΚ, ενώ είχε αναλάβει τις ευθύνες του και είχε πληρώσει δυσανάλογο πολιτικό κόστος, έχασε επειδή στη συνέχεια «αφόρησε» τη συνεισφορά του στο ξεπέρασμα της κρίσης επιτρέποντας στον ΣΥΡΙΖΑ να αλώσει τα στελέχη και τη βάση του.

Στα χρόνια που πέρασαν από τότε που ανέλαβε τη διακυβέρνηση η ΝΔ ο πρωθυπουργός προσπάθησε να ανταποκριθεί στην εμπιστοσύνη και τις προσδοκίες του κεντρώου χώρου σηματοδοτώντας την προσπάθεια αυτή άλλοτε με προσχωρήσεις στελεχών στο κόμμα του και άλλοτε με συνεργασίες, σε ατομικό πάντα επίπεδο. Αντίθετα, όποτε αισθάνθηκε τον «κίνδυνο» οργανωμένης πολιτικής έκφρασης του Πολιτικού Κέντρου φρόντισε να τοποθετηθεί απέναντί της. Δεν είναι τυχαίο ότι αμέσως μετά την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη έσπευσε να τον κατατάξει στην «αριστερή πολυκατοικία». Οι τελευταίες εξελίξεις στο θέμα των «επισυνδέσεων», για το οποίο θα αποφανθούν τα αρμόδια θεσμικά όργανα, αποδεικνύουν ότι ο πρωθυπουργός δεν είναι ανοιχτός στην κριτική ακόμα και από πολιτικές προσωπικότητες που έχουν αποδείξει την υπερκομματική θεσμική τους προσήλωση.

Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ φαίνεται να αντιμετωπίζει ορισμένες φορές ενοχικά τις «κατηγορίες» για τη συμμετοχή του στο «Αντισύριζα μέτωπο» τη στιγμή που η υπαρξιακού χαρακτήρα ιδεολογικοπολιτική σύγκρουση με τον ΣΥΡΙΖΑ όλα αυτά τα χρόνια καθιστά απαγορευτική κάθε σκέψη για σύμπλευση και συμμετοχή του στα σχέδια της «προοδευτικής διακυβέρνησης». Το κόμμα που εκπροσωπεί τη Σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει η κερκόπορτα για την επιστροφή στην εξουσία των λαϊκιστικών δυνάμεων που εξακολουθεί να εκφράζει η ηγεσία της «Ριζοσπαστικής Αριστεράς». Άλλωστε, οι θέσεις των δύο κομμάτων τόσο για τις διεθνείς εξελίξεις όσο και για τα προβλήματα της χώρας, όπως και η κοινοβουλευτική τους στάση είναι τις περισσότερες φορές διαμετρικά αντίθετες.

Μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές η Ελλάδα μπαίνει σε διαφορετική πολιτική φάση. Η θεμιτή φιλοδοξία του πρωθυπουργού να εξασφαλίσει νέα αυτοδύναμη θητεία δεν μπορεί να οδηγήσει σε έναν ατέρμονα εκλογικό κύκλο, όπως άλλωστε έχει δηλώσει και ο ίδιος. Αργά ή γρήγορα η χώρα εισέρχεται στην εποχή των πολυκομματικών κυβερνητικών σχημάτων στη βάση προγραμματικών συγκλήσεων και γραπτών δεσμεύσεων. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας θα είναι προνομιακό πεδίο για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ που έθεσε εξ αρχής τον στόχο της ενίσχυσής του για την ανατροπή του δικομματικού σκηνικού.

Ωστόσο, βασική προϋπόθεση για την καθοριστική ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ παραμένει η ουσιαστική επανασύνδεση του με το Πολιτικό Κέντρο και τα στελέχη που εκφράζουν την πολιτική αγωνία και τις μεταρρυθμιστικές ανησυχίες ενός χώρου που συνδέθηκε διαχρονικά με τη διαδρομή της Δημοκρατικής Παράταξης. Στελέχη που εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πολιτική, επιστημονική και κοινωνική ζωή της χώρας, με την ίδια πάντα θεσμική και μεταρρυθμιστική προσήλωση. Η επιτυχία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στην κάλπη θα κριθεί κυρίως από το εύρος της συσπείρωσης του Σοσιαλδημοκρατικού και Κεντρώου χώρου και όχι από τις καιροσκοπικές παλινοστήσεις κάποιων στελεχών από τη λαϊκιστική Αριστερά.

Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 20/08/2022

Πηγή: www.tanea.gr