Να μας συμπαθάει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αλλά το ερώτημα σήμερα δεν είναι «αν θα δώσει ο ελληνικός λαός κι άλλα». Το ερώτημα της διαπραγμάτευσης είναι αν «θα πάρει κι άλλα», έστω δανεικά. Αυτό που συζητάμε σήμερα με τους εταίρους και δανειστές έσχατης ανάγκης είναι αν και πώς θα καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό της επιμήκυνσης.
Το επιχείρημά μας είναι ότι «δεν αντέχουμε». Το επιχείρημά τους είναι «δεν δίνουμε άλλα λεφτά» και σε λίγο, με δεδομένη την οικονομική κατάσταση της Ευρωζώνης, το επιχείρημά τους θα γίνει «δεν έχουμε άλλα λεφτά» ή «δεν μπορούμε να δανειζόμαστε ακριβότερα απ’ όσο δανείζουμε αυτούς που δεν αντέχουν».
Κυκλοφορεί ένα επικίνδυνο μύθευμα στα καφενεία των οκτώ. Αυτό που λέει ότι έχουμε μπροστά μας μια διαπραγμάτευση ισότιμων (σε ό, τι αφορά το πάρε-δώσε) εταίρων. Οτι το αντικείμενο της διαφωνίας -αν το λέγαμε με όρους εμπορίου- είναι πόσα πορτοκάλια θα δώσουμε για να πάρουμε τα λεφτά που θέλουμε. Οτι οι διαρθρωτικές αλλαγές που μας ζητάνε θα βελτιώσουν τη δική τους οικονομική κατάσταση και όχι την ελληνική οικονομία.
Η συζήτηση, όμως, που γίνεται είναι για τα λεφτά που θα πάρουμε και πώς θα έχουμε το πλεόνασμα ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα τα δώσουμε πίσω. Να συμφωνήσουμε ότι ο κ. Τόμσεν δεν ξέρει τόσο καλά οικονομικά όσο ο κ. Λαφαζάνης, αλλά το επιχείρημα ότι θα χρεοκοπήσουμε και δεν θα σας δώσουμε αυτά που σας χρωστάμε δεν βοηθά να δανειστούμε περισσότερα. Προσθέτει καχυποψία ότι θέλουμε να δανειστούμε περισσότερα για να χρεοκοπήσουμε σε πιο υψηλό επίπεδο. Ακόμη κι αν το επιχείρημα λειτουργήσει μία-δύο φορές, κάποια στιγμή χάνει τη χρησιμότητά του.
Για μια ακόμη φορά η συζήτηση στην Ελλάδα εξελίσσεται στο «επιχειρήματα και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια». Είναι διαφορετικό το (έστω λανθασμένο) επιχείρημα ότι η αλλαγή στα εργασιακά δεν συμβάλλει στην οικονομική ανάκαμψη και διαφορετικό να λέμε «κάναμε τις μισές αλλαγές που μας ζητήσατε, κάντε σκόντο κι εσείς στις άλλες μισές, για να έρθουμε πάτσι». Θυμίζει το επιχείρημα του ταξιτζή που είχε περιγράψει προ ημερών ο κ. Κωνσταντίνος Ζούλας: «Ρε φίλε, γιατί μας ζαλίζουν οι ξένοι με τα 11,5 δισ. για να μας δώσουν 31,5; Ας μας σκάσουν μόνο 20 να πατσίσουμε μια και καλή» («Καθημερινή» 29.9.2012).
Εχει δίκιο ο πρωθυπουργός όταν μιλά για παράθυρο ευκαιρίας που μπορεί να κλείσει. Οχι μόνο διότι οι διαθέσεις των εταίρων είναι ευμετάβλητες και διάφορα κέντρα στην Ευρώπη, για δικούς τους ιδεολογικούς ή οικονομικούς λόγους, πιστεύουν ότι η Ελλάδα πρέπει να αφεθεί στην τύχη της. Κυρίως διότι η οικονομική κατάσταση στην Ευρωζώνη χειροτερεύει. Ακόμη κι αν δεν κοπεί το σωληνάκι που συντηρεί την ελληνική οικονομία, μπορεί να στερέψει. Βεβαίως, μια σημαντική επιδείνωση της οικονομίας στην Ευρωζώνη θα σωρεύσει δεινά σε όλους. Θα είναι, όμως, πολύ χειρότερα για μια χώρα σαν την Ελλάδα με ισχνή παραγωγική βάση και τεράστια ακόμη ανοίγματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, που σημαίνει ότι η χώρα ζει από τις εισαγωγές. Τότε θα νοσταλγήσουμε τις σημερινές δύσκολες συνθήκες και δεν θα μιλάμε για συντεταγμένες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Θα γίνει πραγματικότητα αυτό που η Αριστερά ονομάζει «εργασιακή ζούγκλα».