Το χωριουδάκι της Μεσσηνιακής Μάνης είναι ειδυλλιακό. Ησυχο, καθαρό, με λίγο κόσμο. Μερικά καφενεία, δύο ωραίες πλατείες, δύο εστιατοριάκια, ένα σπουπερμάρκετ, φούρνος, φαρμακείο, ιατρείο, φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Εχει νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο και, το καλοκαίρι, ιδίως τον Αύγουστο, το επισκέπτονται κυρίως παλαιοί κάτοικοί του, απόδημοι, και οι φίλοι τους. Ολα θα ήταν ωραία αν η κυρίαρχη κουλτούρα, η γαϊδουριά, δεν δέσποζε και εκεί.
Ο επισκέπτης μαθαίνει από ένα αεροπανό κρεμασμένο στην πλατεία ότι την Παρασκευή 9 Αυγούστου στον χώρο του δημοτικού σχολείου ο αθλητικός σύλλογος έχει οργανώσει «παραδοσιακό» πανηγύρι. Θα τραγουδήσουν ο τάδε και η δείνα, θα έχει φαγητό («γουρνοπούλα», κατά το ιδίωμα της περιοχής) και γενικώς θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε. Προετοιμάζεσαι ότι θα υπάρξει μια παράταση στο όριο της κοινής ησυχίας και παίρνεις το αυτοκίνητο να θαυμάσεις τη φεγγαρόφωτη νύχτα, τη δροσιά και την ησυχία σε διπλανό χωριό. Αλλά όταν επιστρέφεις, περασμένα μεσάνυχτα, οι ατέλειωτες σειρές αυτοκινήτων που έχουν παρκάρει παντού μαρτυρούν ότι το γλέντι συνεχίζεται.
Είναι ακριβώς όπως το αναγγέλλει η πινακίδα: «παραδοσιακό», αφού παράδοση σε όλη σχεδόν την επικράτεια έφθασε να σημαίνει καψούρα, κλαψούρα, σκυλάδικο και αγένεια. Δεν με νοιάζει, κάνε ό,τι θες, αλλά δεν γουστάρω αυτό το πράγμα να το μοιραστώ μαζί σου ώς το ξημέρωμα. Τα ντεσιμπέλ από τα ηχεία όμως τριβελίζουν στα αφτιά όποιου πασχίζει να κοιμηθεί σε ακτίνα χιλιομέτρων, αντιλαλούν οι λόφοι και οι ραχούλες – κι αν κάνεις το λάθος να γλαρώσεις, σε επαναφέρουν στην τάξη, στον ξύπνο δηλαδή, τα πυροτεχνήματα που πέφτουν ακόμα και κατά τις 2 μετά τα μεσάνυχτα.
Το σκέφτεσαι και είσαι ανίσχυρος. Τι να κάνεις; Να σηκωθείς και να πας να τσακωθείς στο προαύλιο του σχολείου όπου έχει στηθεί ο χορός της αγένειας; Ούτε συζήτηση, στην καλύτερη θα σε χλευάσουν, στη χειρότερη θα αρπάξεις και καμία. Να πάρεις την Αστυνομία; Ασ? το καλύτερα, οι δικαιολογίες είναι γνωστές – δεν φθάνει το προσωπικό ή, σε πιο ειλικρινή φάση, μια φορά τον χρόνο γλεντάνε τα παιδιά. Περιμένεις να περάσει η ώρα και, στο μεταξύ, μαθαίνεις ένα ρεπερτόριο κατά 60% άγνωστο. Θεέ μου, πόσο σκυλάδικο ξοδεύεις για να μη σε ακούμε;
Η ουσία είναι ότι το γλέντι τελείωσε σχεδόν στις 4.30, τα τελευταία αυτοκίνητα έφυγαν στις 6 το ξημέρωμα, τα νεύρα έγιναν τσατάλια, οι ξένοι φρικάρανε, οι άρρωστοι και οι ανήμποροι (όσοι δεν συνέβαλαν σε αυτό όταν μπορούσαν) το έχουν πάρει απόφαση, όσοι δεν το έχουν πάρει απόφαση περπατάνε σαν ζόμπι βρίζοντας – και η χώρα της εκτεταμένης αγένειας παντού πιστεύει ότι η ανθρωπότητα της χρωστά για τον πολιτισμό της.
Α, κι ότι ο τουρισμός είναι η βαριά της βιομηχανία.