Το πανεπιστημιακό ζήτημα: Μήπως δεν ξέρουμε τι θέλουμε;

Κώστας Σοφούλης 16 Σεπ 2013

Άρχισε η καινούργια ακαδημαϊκή χρονιά με μία από τα ίδια. Ανομία πολλών πρυτανικών αρχών, απεργίες προσωπικού και «κινητοποιήσεις» φοιτητών, ατμόσφαιρα αδιάλλακτης πολιτικής σύγκρουσης για υπαρκτά έως ανύπαρκτα προβλήματα.  Η πανεπιστημιακή κοινότητα δείχνει να προχωρεί ακάθεκτη προς την αυτοδιάλυσή της. Ή μήπως δεν είναι έτσι;

.

Όταν έστελνα τα χειρόγραφα του τελευταίου βιβλίου μου[1] στο τυπογραφείο με κατέλαβε μια έντονη ανησυχία, μήπως είχα κοπιάσει για να απαντήσω σε ένα ερώτημα που η ζωή είχε ήδη απαντήσει τελεσίδικα: Σε συνθήκες διάλυσης της ακαδημαϊκής κοινότητας, πώς θα ξαναφέρναμε τα πανεπιστήμιά μας στην «παραδοσιακή» τροχιά τους, όταν ήδη έχει προκύψει το πολυπανεπιστήμιο  (multiuniversity) ως διάδοχο σύστημα; Είχα συγκεντρώσει αρκετές ενδείξεις ότι λίγοι έως ελάχιστοι ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο. Αντίθετα, μάλιστα, ο κοινός τόπος σχεδόν όλων των «μεταρρυθμιστών» είναι το αίτημα για διοικητική μεταρρύθμιση. Δηλαδή, απλώς η αναδιάταξη των μηχανισμών εξουσίας χωρίς την παραμικρή αναφορά σε ζητήματα προσανατολισμού και ποιότητας (όχι μόνο αυτοαναφορικής, αλλά και κοινωνικής) των πανεπιστημιακών σπουδών. Οι ίδιες ενδείξεις, εν τούτοις, μου έλεγαν ταυτόχρονα ότι το σώμα των μεταρρυθμιστικών ιδεών και δραστηριοτήτων που προβάλλεται μαρτυρεί μια εκτεταμένη σύγχυση: Πολλοί μιλούν για την μεταρρύθμιση αλλά φαίνεται ότι καθένας τους, συνειδητά ή ασύνειδα, αναφέρεται σε διαφορετικό είδος πανεπιστημίου. Μα τότε, ποιο ακριβώς είναι το «πανεπιστημιακό ζήτημα»;

.

Για να μιλήσουμε για ποιότητα του πανεπιστημίου λογικά πρέπει να προδιαγράψουμε τα κριτήρια του «κανονικού» (normal) πανεπιστημίου; Tα κριτήρια αυτά είναι πολλαπλά, όσοι και οι ρόλοι που ένα πανεπιστήμιο παίζει στην κοινωνία, προγραμματικά ή εκ των πραγμάτων. Για να κάνω όσο πιο απλή την θέση μου, διερωτώμαι, για παράδειγμα, αν τα κριτήρια με τα οποία κατατάσσονται διεθνώς σε πίνακες αριστείας τα πανεπιστήμια είναι καθολικά ή μήπως απλώς στηρίζονται σε μια μερική κάθε φορά και συγκεκριμένη αντίληψη του τι είναι ή του τι πρέπει να είναι ένα σύγχρονο πανεπιστήμιο; Αν υποθέσουμε ότι κάποιο πανεπιστήμιο αριστεύει σε αναλογίες δημοσιεύσεων, βραβείων και φήμης, αλλά η συνολική κουλτούρα του που αφήνει το αποτύπωμά της πάνω στους αποφοίτους του είναι ολοκληρωτική ( ας πούμε φασιστική), ή έστω απολιτική,  πως θα το συγκρίνουμε με το αμέσως προηγούμενο ίδρυμα που έρχεται μεν δεύτερο στα «σκληρά» κριτήρια, αλλά ταυτόχρονα εμπεδώνει στους αποφοίτους του δημοκρατική και ανθρωπιστική κουλτούρα; Για την πλειονότητα των μεταρρυθμιστών το ερώτημα αυτό είτε δεν αξίζει να τεθεί, είτε θεωρείται απαντημένο από το ότι η «διοικητική μεταρρύθμιση» αρκεί για να ανοίξει τον δρόμο και προς την πολυκριτηριακή αυτή ποιοτική διασφάλιση. Στη δεύτερη περίπτωση η «καλή οργάνωση» μετατρέπεται σε μεταφυσικό σύστημα που δήθεν λύνει αυτομάτως προβλήματα ηθικής και κοινωνικών προτεραιοτήτων. Σάμπως να πιστεύουμε, δηλαδή, ότι επειδή τα Γερμανικά SS είχαν καταπληκτική οργάνωση και οργανωτική αποτελεσματικότητα εξ ορισμού θα πρέπει να τα δεχτούμε ως καταξιωμένο κοινωνικό θεσμό! Επίτηδες διαλέγω ακραίες αναλογίες για να κάνω σαφέστερο το επιχείρημά μου.

.

Η επικίνδυνη αυτή σύγχυση εκπηγάζει από την άγνοια του πολύπλοκου και πολυποίκιλου κοινωνικού και πολιτισμικού ρόλου των πανεπιστημίων (και  κάθε άλλης εκπαιδευτικής δομής). Αυτόν τον πολλαπλό ρόλο το πανεπιστήμιο θα τον παίξει αναπόφευκτα,  είτε τον έχουμε προσχεδιασμένα εμπεδώσει στο στρατηγικό πρόγραμμα του ιδρύματος, είτε έχει αφεθεί στον αυτόματο πιλότο του λεγόμενου κρυφού προγράμματος (hidden curriculum).

.

Το πανεπιστήμιο κατ’ εξοχήν, όπως και κάθε άλλη εκπαιδευτική μονάδα, λειτουργεί σε δύο αλληλοσχετιζόμενα μεν αλλά αυτόνομα επίπεδα: Στο επίπεδο της «βιομηχανίας της γνώσης» αφενός και στο επίπεδο της κοινωνικοποίησης των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ονομάζω «βιομηχανία της γνώσης» τις ποικίλες διδακτικές και ερευνητικές προσεγγίσεις με τις οποίες επιδιώκεται η μεταβίβαση γνώσεων και η παραγωγή νέων γνώσεων. Το επίπεδο της κοινωνικοποίησης από την άλλη, συγκεντρώνει τις λειτουργίες που προσχεδιασμένα ή αυθόρμητα εμπεδώνουν κοινωνική φιλοσοφία στα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας και διαμορφώνουν εν τέλει τις στάσεις και συμπεριφορές των μελών της. Έτσι για παράδειγμα, οι διδακτικές μέθοδοι, η ερευνητική αποτελεσματικότητα και τα προγράμματα σπουδών απεικονίζουν την ποιότητα της «βιομηχανίας της γνώσης». Οι τρόποι λειτουργίας, το ήθος και η ηθική των επιδιωκόμενων σκοπών και των μέσων που επιλέγονται για την επίτευξή τους, απεικονίζουν την ουσία της κοινωνικοποίησης που αποτυπώνεται στον χαρακτήρα και την συμπεριφορά των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας.  Τα δύο επίπεδα δεν συνδέονται με κανόνες αναγκαίας αλληλεξάρτησης. Ένα αυταρχικό πανεπιστήμιο είναι ενδεχόμενο να μεταβιβάζει ικανοποιητικό όγκο γνώσης και να διασφαλίζει παραγωγικά ερευνητικά αποτελέσματα. Το ίδιο, όμως, μπορεί να κάνει και ένα δημοκρατικό και ανθρωπιστικό πανεπιστήμιο. Η μακροχρόνια θητεία σε ένα ίδρυμα της πρώτης κατηγορίας είναι περισσότερο από βέβαιο ότι θα αποδώσει υψηλό ποσοστό ατόμων που θα είναι εμβαπτισμένα στον αυταρχισμό. Η θητεία στο δεύτερο θα αποδώσει υψηλό ποσοστό ώριμων δημοκρατικών πολιτών. Ένα βρώμικο πανεπιστήμιο που βιάζει την οπτική των μελών του, είναι πιθανό να διαταράσσει τον ψυχισμό εκείνων που εγκαταβιούν σε αυτό. Ένα πανεπιστημιακό περιβάλλον όπου εκχυλίζει η βία και η ανομία, δεν θα αφήσει τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας χωρίς «τραύματα». Και πάει λέγοντας.

.

Είναι φανερό, ότι η οποιαδήποτε διοικητική μεταρρύθμιση δεν αρκεί από μόνη της για να «αριστοποιήσει» και τα δύο επίπεδα. Εάν στο οποιοδήποτε διοικητικό σχήμα δεν εμφυσήσουμε στρατηγικές λειτουργίες «καλής» κοινωνικοποίησης, αδίκως θα περιμένουμε από το σύστημα να τις παράγει αφεαυτού. Το κενό αυτό αρχίζουμε να το ζούμε στα πανεπιστήμια που «μεταρρυθμίστηκαν» με τον νόμο 4009/10. Το διφυές διοικητικό σύστημα που υποθέσαμε ότι θα καταπολεμούσε τον φατριασμό και την πελατειακή δομή των εσωτερικών ακαδημαϊκών σχέσεων, εξελίσσεται σε ένα αντιφατικό σύστημα με δύο αλληλοσπαρασσόμενα κέντρα εξουσίας που συνδέονται μεταξύ τους με έναν διάδρομο από όπου σιγά-σιγά ο φατριασμός των παλιών πρυτανικών αρχών διεισδύει (δια μέσου των αιρετών εσωτερικών μελών του ΔΣ) στο Διοικητικό Συμβούλιο,  ώστε το διοικητικό σύστημα εν τέλει να τείνει στην πρότερη κατάστασή του. Το μόνο κέρδος μένει ότι εξοβελίστηκε ένα κομμάτι της άμεσης πελατείας, δηλαδή οι φοιτητές και οι διοικητικοί υπάλληλοι. Αλλά και αυτό προβλέπω ότι θα είναι ένα προσωρινό κέρδος που θα προκύπτει μέχρις ότου και η πελατεία αυτή βρει τους εκπροσώπους της μέσα στο σώμα των διδασκόντων.

.

Η εξέλιξη των πραγμάτων δείχνει, δυστυχώς, ότι το κοινωνικό αποτύπωμα του πανεπιστημίου πάνω στην προσωπικότητα των μελών του, μένει μάλλον αναλλοίωτο. Και κανείς δεν ενδιαφέρεται γιαυτό.  Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι διαλύεται καθημερινά και περισσότερο η πανεπιστημιακή κοινότητα και το πανεπιστήμιο μεταβάλλεται σε διοικητικό κέλυφος των ιδιωτικών (ατομικών) συμφερόντων όσων εργάζονται κάτω από τη σκέπη του. Αυτό μας το έχει δείξει ήδη από την δεκαετία του’60 ο Κέρ, αλλά το συναντούμε τώρα με τις γνωστές ελληνικές ιδιομορφίες στην περίπτωση των δικών μας δημόσιων πανεπιστημίων. Σε όλα αυτά προστίθενται ήδη και νέες εξελίξεις που σχετίζονται με την τεχνολογία της γνώσης, όπως είναι το e-learning και τα τυποποιημένα προγράμματα σπουδών εξ αποστάσεως. Όλες οι εξελίξεις αυτές, αναπόφευκτες και κατά το πλείστο χρήσιμες και σκόπιμες, θα μπορούσαν να μη οδηγήσουν στην διάλυση της πανεπιστημιακής κοινότητας, αν υπήρχε βιώσιμη τέτοια κοινότητα που αντλούσε από άλλους παράγοντες την βιωσιμότητά της. Και αν δεν υπάρχει ακαδημαϊκή κοινότητα δεν μπορούμε καν να μιλάμε για κοινωνικοποιητικό ρόλο του πανεπιστημίου με τον τρόπο που το ξέραμε μέχρι τώρα. Ένας ακόμη κοινωνικός θεσμός της νεωτερικότητας πεθαίνει. Ποιος τον αντικαθιστά; Πόσοι από εμάς που έχουμε προσχωρήσει στην αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης αντιλαμβανόμαστε επαρκώς το πρόβλημα αυτό; Μήπως εκεί βρίσκεται η ουσία του πανεπιστημιακού ζητήματος;

.

 

.

Ένα ακόμη σοβαρό επιχείρημα για την ανάγκη να ασχοληθούμε με αυτή την διάσταση του πανεπιστημιακού ζητήματος είναι και η αναγκαία σχέση που συνδέει τις παραπάνω εξελίξεις με την ακαδημαϊκή αυτονομία. Μια κατάκτηση της νεωτερικής εποχής μας και ένας σημαντικό πυλώνας της δημοκρατίας, κινδυνεύει εξ αιτίας της εσωτερικής ιδιωτικοποίησης των πανεπιστημίων μας.  Η ακαδημαϊκή αυτονομία στηρίζεται στην παραδοχή ότι το πανεπιστήμιο και η επιστημονική κοινότητα επιτελεί έναν εντελώς ιδιάζοντα σε αυτή ρόλο: Την εξυπηρέτηση της γνώσης με αλτρουιστικό και αφιλοκερδή σκοπό. Όταν όμως το πανεπιστήμιο εξελίσσεται σε οικονομικο-διοικητικό κέλυφος που εξυπηρετεί σχεδόν αποκλειστικά ατομικά οικονομικά κυρίως συμφέροντα των εταίρων και πελατών του, ποιόν λόγο έχει η κοινωνία να συνεχίσει να αναγνωρίζει το προνόμια της αυτονομίας; Οι οπαδοί της μεταρρύθμισης κατά το δόγμα της αποτελεσματικής διακυβέρνησης πρέπει να καταλάβουν επιτέλους ότι υπονομεύουν τον πυρήνα της κοινωνικής ιδιαιτερότητας των πανεπιστημίων. Αν τους ενδιαφέρει το ζήτημα, τότε κάτι πρέπει και αυτοί να κάνουν.

.

.


.

.

[1] «Το Πανεπιστήμιο ως Σχολείο: Αναζητώντας το παιδαγωγικό αποτύπωμα», Gutenberg, Αθήνα 2013

.

.

.