Στη συζήτηση στη Βουλή για τα δεύτερα προαπαιτούμεναυπήρχε μια σχετικά καλή στιγμή. Ήταν η συζήτηση μεταξύ του κ. Τσίπρα και του κ. Μεϊμαράκη για το τι είναι νέο και τι παλαιό. Καλή όχι λόγω του πλούτου των απόψεων που αναπτύχθηκαν, αλλά μόνο για το ότι συζητήθηκε αυτή η σχέση.
Είχα υποστηρίξει πως ο μεγάλος ηττημένος του δημοψηφίσματος ήταν το παλαιό πολιτικό σύστημα και οι ελληνικές ελίτ, που δεν κατόρθωσαν να πείσουν την κοινωνία για τις καταστροφικές συνέπειες του ‘Όχι’. Αν και βεβαίως αυτό το παλαιό έλαβε υπεύθυνη στάση στο Κοινοβούλιο υπερψηφίζοντας τη Συμφωνία παραμονής της χώρας στην Ευρώπη.
Ο πολύ καλός φίλος και εξαίρετος συγγραφέας, Τάσος Γουδέλης, μου επέστησε την προσοχή πως το «το διάδοχο σχήμα είναι ό,τι πιο διεφθαρμένο και αναξιόπιστο έχει παρουσιασθεί σε αυτόν τον τόπο. Με τη σφραγίδα μάλιστα της λεγόμενης Αριστεράς». Συμφωνώ και συμπληρώνω λοιπόν ότι το δημοψήφισμα αποτέλεσε την ήττα του παλαιού, το νέο Μνημόνιο όμως αποτελεί την πανωλεθρία αυτού του «διεφθαρμένου και αναξιόπιστου» νέου «διάδοχου αριστερού σχήματος». Το παλαιό δεν μπορεί και το νέο δεν υπάρχει.
Η σχέση νέου και παλαιού έχει και τη λεγόμενη διαγενεακή της διάσταση. Εδώ από τη μια έχουμε μια συντηρητική άποψη που υποστηρίζει πως το παλαιό είναι ρομαντικό, ευγενές, σταθερό και από την άλλη υπάρχει η άποψη που θέλει κάθε νέο, ως τέτοιο, να είναι προοδευτικό. Αντιδραστικές πολιτικές και καριέρες στήθηκαν στη λογική του «δίκιου της γενιάς μας».
Όταν το νέο ιδεολογικοποιεί τις διαφορές των γενεών, όταν αυτό εμφανίζεται ως προοδευτικό επειδή είναι νέο, τότε είναι παμπάλαιο. Αν με αυτό εννοούμε κόμματα στημένα με ηλικιακά κριτήρια, τότε μιλάμε για ενέργειες βαθύτατα αντιπολιτικές. Κανένα νέο δεν προκύπτει από παρθενογένεση. Όταν βεβαίως με το νέο εννοούμε πολιτική, ιδεολογική και ηλικιακή ανανέωση του πολιτικού συστήματος, τότε αυτό είναι ευκταίο γεγονός.
Η μεγάλη ελληνίδα μυθιστοριογράφος Ρέα Γαλανάκη στο τελευταίο της βιβλίο «Η Άκρα Ταπείνωση» (Καστανιώτης) γράφει: «Όποιος ασχολείται με γενιές, στο τέλος χάνει το μηχανισμό της κοινωνίας. Κινδυνεύει να χάσει και τον εαυτό του ακόμη». Εξαιρετικό.
Υπάρχουν νέοι «εκσυγχρονιστές» που διαβάζουν την πραγματικότητα με τέτοιο τρόπο που τίποτα καινούργιο δεν κομίζουν στην ανάλυσή της. Υπάρχουν και νέοι, που μπορεί να μη φαντάζονται καν ότι είναι εκσυγχρονιστές, αλλά τοποθετούνται πολύ πέραν του «εκσυγχρονισμού» που λέγεται κοινωνικός αυτοματισμός και περιφρόνηση των λαϊκών ανησυχιών. Υπάρχουν παλαιοί βουτηγμένοι στη διαφθορά, οι οποίοι αυτοπροτείνονται ως το νέο, όπως και νέοι βουτηγμένοι στο ψέμα, το οποίο παρουσιάζουν ως «αριστερή» ριζοσπαστική πολιτική. Αυτό το ριζοσπαστικά νέο όχι αριστερή, αλλά ούτε καν πολιτική δεν είναι.
Η ανάλυση των αιτίων για την κατάσταση της χώρας δεν αφορά την ηλικιακή σχέση νέου και παλαιού. Αφορά τη σχέση παλαιού και κοινωνικά νέου, την αντίθεση ανάμεσα στον κρατισμό και τον εθνολαϊκισμό και την ανοικτή κοινωνία, που ποτέ της δεν ξεχνά πως δεν παρακολουθούν όλοι με την ίδια ευκολία τις κινήσεις της ελεύθερης αγοράς.
Αν οι ένοχοι για την κατάσταση της χώρας ήσαν μόνο κάποια παλαιά ή νέα πρόσωπα, η Δημοκρατία θα μπορούσε να δείξει και ανοχή, επειδή όμως οι ένοχοι δεν είναι μόνο πρόσωπα, αλλά και ιδέες και πρακτικές, τίποτα δεν πρέπει να ξεφύγει της κριτικής.
Ούτε ο κρατισμός, οι πελατειακές σχέσεις και ο εθνολαϊκισμός, αλλά ούτε και η διαιώνιση των ανισοτήτων στο όνομα των «μεταρρυθμίσεων» της αγοράς, που δεν είναι αγορά αλλά βασίλειο των, κατά Κόλιν Κράουτς, Μεγάλων Εταιρειών.
Αυτό πάντως που προέχει αυτή τη στιγμή είναι η ρυμούλκηση σ’ ευρωπαϊκούς δρόμους του εξαναγκασθέντος να συρθεί στη συναίνεση νέου κ. Τσίπρα. Η ρυμούλκησή του στο πραγματικά νέο γι’ αυτόν. Πολύ δύσκολο έως απίθανο το βλέπω και εγώ φίλε, Τάσο Γουδέλη.