Το ουρλιαχτό και το βέλασμα

Αγγελική Σπανού 23 Απρ 2013

Στην ταινία Dogville, ο θεατής δεν μπορεί να καταλάβει από την αρχή πόση και πόσο αποκρουστική βία θα ασκηθεί από το μικρό χωριό πάνω στην ξένη που βρέθηκε εκεί κυνηγημένη, ζητώντας άσυλο. Στο ξέσκισμα του θύματος συμμετέχουν τελικά όλοι, καθένας με τον τρόπο του -εκτός από τον σκύλο.

Η Μανωλάδα ήταν κολαστήριο για αλλοδαπούς εργάτες γης, πολύ πριν να πέσουν οι σφαίρες που έκαναν το γύρο του κόσμου προκαλώντας παγκόσμιο σοκ. Το καθεστώς σκλαβιάς που λειτουργεί στην περιοχή ήταν γνωστό στις κρατικές αρχές, φυσικά και στην τοπική κοινωνία. Χάρη στην αλληλεγγύη της “κοινότητας”, άλλωστε, προστατεύεται η τόσο εκτεταμένη παρανομία και συγκαλύπτεται η φρίκη. Τον τρόπο καλλιέργειας της φράουλας στη Μανωλάδα, τον έμαθαν όλοι το 2008, χάρη σε ρεπορτάζ με αφορμή την απεργία εργατών που διαμαρτύρονταν για τα μεροκάματα της ντροπής και υπέστησαν άγρια πογκρόμ. Μόλις έφυγε το θέμα από την επικαιρότητα, η ζωή συνεχίστηκε κανονικά στην περιοχή, μέχρι που το καλοκαίρι πάλι τα φώτα έπεσαν εκεί, επειδή ένας ντόπιος καινοτόμησε, σέρνοντας με το όχημά του δύο μετανάστες στο δρόμο, προς παραδειγματισμό των υπολοίπων αλλά και για την απόλαυση του θεάματος.

Με άλλα λόγια, ο βασανισμός και ο εξευτελισμός των ξένων που δουλεύουν στα χωράφια, είναι ο κανόνας στην περιοχή και τίποτα δεν είναι κρυφό, όλα συμβαίνουν κάτω από τα μάτια της αστυνομίας, της δικαιοσύνης, της αυτοδιοίκησης, των βουλευτών του νομού και των ψηφοφόρων τους. Αυτό που άλλαξε είναι η διαβάθμιση της ασκούμενης βίας. Δεν είχε συμβεί μέχρι τώρα, ή τουλάχιστον δεν έχει γίνει γνωστή, δολοφονική επίθεση όπως αυτή της προηγούμενης εβδομάδας. Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι ο φασισμός αποενοχοποιείται και εκπέμπει κτηνώδη αυτοπεποίθηση.

Το φίδι τρεφόταν με την κακία, τη σιωπή και την απάθεια. Είχε αποκτήσει δύναμη πολύ πριν να μπει ένα ναζιστικό κόμμα στη Βουλή. Η αδράνεια των θεσμών, η ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος και η συλλογική ανοησία, δημιούργησαν ιδανικές συνθήκες για να ξεσαλώσουν οι νοσταλγοί του Χίτλερ. Με σημαίες στα χέρια και με το λάβαρο του αντιμνημονιακού αγώνα, αξιοποιώντας το πραγματικό έλλειμμα μεταναστευτικής πολιτικής, παίζοντας με το φόβο και την άγνοια, καταφέρνουν να καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο χώρο.

Απευθύνονται σε μαθητές που δεν μαθαίνουν στο σχολείο τι ήταν τα τάγματα ασφαλείας και πώς ξεκίνησε ο εμφύλιος, ποιοι δολοφόνησαν τον Καποδίστρια και από ποιους καταδικάστηκε ο Κολοκοτρώνης, τι απέγιναν οι δωσίλογοι και πόσοι συνεργάστηκαν με τη χούντα. Απευθύνονται σε νέους που ξέρουν ότι δεν θα βρουν δουλειά και δεν ξέρουν την ιστορία της πατρίδας τους. Απευθύνονται σε νοικοκυραίους που έχουν ζαρώσει από την ανέχεια και την ανασφάλεια και η κουλτούρα τους εξαντλείται στα μηνύματα που παίρνουν από απογευματινά σίριαλ και κουτσομπολίστικες εκπομπές. Απευθύνονται στους προδομένους πελάτες των κομμάτων που θέλουν να εκδικηθούν και στα άγρια ένστικτα όσων ψάχνουν ένα θύμα για να εκτονώσουν το μίσος τους. Απευθύνονται σε πολίτες εθισμένους στη βία, αυτή που παράγουν οι ίδιοι και εκείνη την οποία έχουν υποστεί ή με την οποία έχουν συμφιλιωθεί, στην οικογένειά τους, στο γήπεδο, στο πανεπιστήμιο, στη γειτονιά.

Αξιοποιούν τις δυνατότητες έκφρασης που προσφέρει η δημοκρατία για να την υπονομεύσουν, εκμεταλλεύονται τη γοητεία που ασκούν σε ένα μεγάλο κομμάτι της αστυνομίας και το φόβο που εμπνέουν σε ένα άλλο μεγάλο κομμάτι του κράτους. Το αποτέλεσμα είναι να δαγκώνει όλο και περισσότερο το φίδι, να σέρνεται στο φως ανενόχλητο και να γίνονται αναλύσεις επί αναλύσεων για το δηλητήριο, αλλά καμία ουσιαστική προσπάθεια εξόντωσής του.

Παρακολουθούμε φασίστες να αγορεύουν χωρίς αντίλογο από τηλεοπτικού βήματος, να μπαίνουν σε νοσοκομεία για να ελέγξουν αν δουλεύουν αλλοδαπές, να σπάνε πάγκους ξένων μικροπωλητών, κανείς δεν συλλαμβάνεται, κανείς δεν καταδικάζεται, τώρα είδαμε και μια καταχώριση προβολής του έργου της χούντας σε ομογενειακή εφημερίδα των ΗΠΑ.

Παρακολουθούμε βουλευτές να διασύρουν τον κοινοβουλευτισμό, να προβάλλουν ευθέως απόψεις εναντίον του πολιτεύματος, να υποστηρίζουν ότι δεν έγιναν ολοκαυτώματα, να νοσταλγούν τους πραξικοπηματίες, να κηρύττουν το μίσος, να διδάσκουν ρατσισμό και όλα αυτά γίνονται σαν να πρόκειται για μια φυσική κατάσταση στο πλαίσιο του πλουραλισμού και της ελευθερίας.

Ποιος ξέρει τι ψήφιζαν οι πολίτες της Μανωλάδας που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στον εξανδραποδισμό των ξένων εργατών. Όποιο κόμμα του δημοκρατικού τόξου και αν επέλεγαν, η αλήθεια είναι ότι η δημοκρατική τους συνείδηση είναι ανύπαρκτη, όσο και η ανθρωπιά τους. Ο εκφασισμός δεν ξεκίνησε μετά την κρίση, χάρη στα μνημόνια και την τρόικα, είχε συντελεστεί νωρίτερα. Τώρα παρακολουθούμε το αποκορύφωμά του ακριβώς επειδή υπάρχουν τα προσχήματα: Φτώχεια, εξαθλίωση, αδικία, αβεβαιότητα.

Ο Έριχ Φρομ έβαλε το ερώτημα αν ο άνθρωπος είναι λύκος ή πρόβατο και τελικά δεν το απάντησε. Ο Χίτλερ μπήκε στη Βουλή της Γερμανίας εκλεγμένος δημοκρατικά. Και η μεθοδολογία του ήταν ξεκάθαρη: “Όπως επιτίθεται ο λύκος στα πρόβατα, έτσι ερχόμαστε”!.

Ξέρουμε ποιος είναι ο λύκος, μένει να φανεί αν είμαστε όλοι πρόβατα.