Επτά μήνες μετά τις εκλογές η Ελλάδα ως κρατική οντότητα, ως εθνική οικονομία και ως κοινωνία πολιτών βρίσκεται βαθιά εγκλωβισμένη στην πολιτική απάτη και αυταπάτη. Η χώρα πληρώνει τώρα ακριβά και θα πληρώσει τους μήνες και τα χρόνια που έρχονται ακόμη ακριβότερα, την ακραία και άδικη πολιτική – αλλά και κοινωνική – αντίδραση απέναντι στην προσπάθεια που έγινε επί τεσσεράμισι σκληρά χρόνια, από το Μάιο του 2010 έως τον Δεκέμβριο του 2014.
Την περίοδο αυτή έγινε η επώδυνη προσπάθεια να μείνει η Πατρίδα μας σε οικονομικά ελεγχόμενη κατάσταση, εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και ευρώ και να αποφύγει τη ασύντακτη χρεοκοπία, πληρώνοντας ως τίμημα την απώλεια περίπου του 25% του ΑΕΠ για να διαφυλάξει το υπόλοιπο 75%. Επικράτησε δυστυχώς η αντίληψη ότι το μνημόνιο έφερε την κρίση, αντί της αλήθειας πως η κρίση έφερε το μνημόνιο και θα το έφερνε ούτως ή άλλως: είτε εντός ευρώ με ελεγχόμενες απώλειες στο πλαίσιο του προγράμματος διάσωσης και προσαρμογής, είτε εκτός ευρώ με ανεξέλεγκτες απώλειες υπό συνθήκες ασύντακτης χρεοκοπίας και διάλυσης της οικονομίας, του κράτους, των δημοκρατικών θεσμών και της κοινωνίας.
Τα τεσσεράμισι αυτά χρόνια ήταν εφιαλτικά. Πρωτίστως, γιατί η κοινωνία έχανε το κεκτημένο της. Οπισθοχωρούσε, μετά από πολλές δεκαετίες ευθύγραμμης πορείας προς μεγαλύτερο ΑΕΠ και υψηλότερα εισοδήματα. Δεκαετίες που πέρασαν χωρίς η κοινωνία, στη συντριπτική της πλειονότητα, να δίνει ιδιαίτερη σημασία στο πόσο σταθερές ή σαθρές ήταν οι βάσεις αυτής της πορείας. Χωρίς να δίνει σημασία σε διαρθρωτικές αδυναμίες, συντεχνιακά συμφέροντα, συσσωρευμένα επαγγελματικά προνόμια, διάχυτες κακές πρακτικές, έκδηλες ανισότητες, αδυναμίες όχι μόνο του δημόσιου, αλλά και του ιδιωτικού τομέα που συγκροτούσαν το φαινόμενο όχι απλώς του «δημόσιου κρατισμού» (δηλαδή της παθογένειας του κράτους, όπου ως τέτοιο ορίζεται ο ευρύτερος δημόσιος τομέας), αλλά του «εθνικού κρατισμού» (που περιλαμβάνει και τον ιδιωτικό τομέα και την κοινωνία των πολιτών καθώς επηρεάζονται στο σύνολο τους, άμεσα ή έμμεσα, από το κράτος και τις παθογένειες του, τροφοδοτούνται από αυτές και τις τροφοδοτούν).
Ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τεθούν ξαφνικά και συνολικά επί τάπητος όλα αυτά τα προβλήματα που σωρεύτηκαν και εκκρεμούσαν πολλά από συστάσεως του νέου ελληνικού κράτους, πολλά από την μεταπολεμική και μετεμφυλιακή εποχή, ορισμένα από την περίοδο της δικτατορίας, ενώ όλα μαζί αναδιατάχθηκαν και αναζωπυρώθηκαν την περίοδο της μεταπολίτευσης. Και μάλιστα να ανοίξουν όλα αυτά τα θέματα υπό την πίεση της ασύντακτης χρεοκοπίας, υπό την πίεση των εταίρων και δανειστών. Να τεθεί η αντιμετώπισή τους ως εξωγενής όρος για τη χορήγηση δανείων και όχι ως «ελεύθερη» εσωτερική επιλογή, όπως θα μπορούσε να γίνει πριν το 2009. Ελεύθερη βεβαίως στο πλαίσιο μιας χώρας που είναι και θέλει να παραμείνει ουσιαστικά ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κινηθούν παραλλήλως και ταυτοχρόνως: πρώτον, μια τεράστια προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής που ξεκινούσε από πρωτογενές έλλειμμα του 2009 ύψους 13,7% του σημερινού ΑΕΠ και απαιτούσε σκληρά μέτρα μείωσης δαπανών και αύξησης εσόδων. Και, δεύτερον, μια πρωτοφανής προσπάθεια διαρθρωτικής προσαρμογής που προϋποθέτει τη συμμετοχή και τη στήριξη μιας κοινωνίας που λέει ότι δεν θέλει αγκυλώσεις και προνόμια, είναι όμως έντονα πιεσμένη και φοβισμένη, δηλαδή συντηρητική και αντιδρά σε κάθε αλλαγή, καθώς υφίσταται τις συνέπειες της δημοσιονομικής προσαρμογής, της μείωσης των εισοδημάτων, της ύφεσης και της ανεργίας.
Μια τέτοια προσπάθεια μπορούσε να γίνει μόνο υπό εξαιρετικές πολιτικές συνθήκες ευρύτατης συναίνεσης και συστράτευσης, χωρίς τις σκοπιμότητες και τις μικροψυχίες της συνήθους – πριν το 2010 – κομματικής αντιπαράθεσης. Αντί όμως να γίνει αυτό, έγινε το τελείως αντίθετο. Δεν έγινε δεκτή η πρότασή μου να ψηφιστεί το πρώτο μνημόνιο με αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών. Επέλεξε τότε η ΝΔ το αντιμνημονιακό στρατόπεδο. Διχάστηκαν το πολιτικό σύστημα, η κοινωνία, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς» οι οποίοι ανυψώθηκαν λίγο αργότερα σε «αγανακτισμένους». Οι νέες διαιρέσεις υπερκάλυψαν γρήγορα τις κλασικές διαιρέσεις του πολιτικού φάσματος στον άξονα «αριστερά – δεξιά». Το Νοέμβριο του 2011, όταν η ΝΔ προσχώρησε στο στρατόπεδο της υπευθυνότητας είχαν ήδη γεννηθεί νέες καταστάσεις που φάνηκαν στα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου 2012. Εκλογών που θα μπορούσαν να έχουν γίνει ένα χρόνο αργότερα, μετά την εξειδίκευση και σταθεροποίηση του δεύτερου προγράμματος.
Διαμορφώθηκε έτσι μια κατάσταση ασφυκτική, γιατί η αντιπαράθεση γύρω από πολιτικές επιλογές που έπρεπε να γίνουν υπό εξαιρετικά πιεστικές συνθήκες, αντί να είναι ηπιότερη, προσέλαβε χαρακτηριστικά δήθεν ηθικά, χαρακτηριστικά συνωμοσιολογικά, μη ορθολογικά, συνεπώς εν δυνάμει μη δημοκρατικά, βίαια, ολιστικά, λόγω της εύκολης υπεραπλούστευσης. Και το ολιστικό ως τρόπος σκέψης είναι πολύ κοντά στο ολοκληρωτικό.
Τα επιμέρους γεγονότα της περιόδου αυτής (2010-2015) με σκληρές διαπραγματεύσεις, συνεχείς αγωνίες, δύσκολα μέτρα, αμφίβολες ψηφοφορίες, εσωτερικές αμφιθυμίες στο ΠΑΣΟΚ και μετά στη ΝΔ (όταν εγκατέλειψε την αντιμνημονιακή της ευκολία έχοντας καλλιεργήσει την τομή «μνημόνιο /αντιμνημόνιο) και τη ΔΗΜΑΡ ( τον ένα χρόνο της κυβερνητικής ημιευθύνης της), εκλογές διπλές το 2012, εκλογές ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές το 2014, διαδικασία εκλογής ΠτΔ στη συνέχεια κοκ, δεν άφησαν να σχηματιστεί καθαρά η μεγάλη εικόνα όλης αυτής της προσπάθειας.
Η αντίθετη αφήγηση σχηματίστηκε πολύ πιο εύκολα και εύληπτα. Έλεγε ότι υπήρχε μια εφικτή εναλλακτική λύση. Ένα σχέδιο Β χωρίς λιτότητα, ύφεση και ανεργία. Έλεγε ότι η Ελλάδα μπορούσε να μεταστρέψει την αδυναμία της σε όπλο και δεν το έκανε, ενώ αυτό ήταν δήθεν εύκολο και ασφαλές, αλλά ήθελε αριστερούς «μάγκες» πολιτικούς και όχι «πουλημένους» του ΠΑΣΟΚ και μετά της ΝΔ. Στην πιο μετριοπαθή της εκδοχή η αφήγηση αυτή έλεγε ότι είναι απολύτως εφικτή μια πιο δυναμική και αποτελεσματική διαπραγμάτευση εντός Ευρώπης που φλερτάρει με την απειλή του Grexit – το οποίο φανταζόντουσαν ότι προκαλεί τρόμο στους εταίρους – και κερδίζει την οριστική απαλλαγή από το μνημόνιο και τις πολιτικές λιτότητας και επιπλέον σοβαρό ονομαστικό κούρεμα του χρέους. Στην απόλυτη εκδοχή της η αφήγηση αυτή μιλούσε πάντα για έξοδο από το ευρώ, για επάνοδο στην δραχμή, με την αφελή σκέψη ότι επάνοδος στη δραχμή σημαίνει πολιτική ανεξέλεγκτων ελλειμμάτων, χρηματοδότηση με πληθωριστικό νόμισμα όλων των κρατικιστικών πολιτικών και απαλλαγή από το χρέος με μαγικό τρόπο, γιατί δεν θα έχουμε προφανώς μόνο επιστροφή στη δραχμή, αλλά και μονομερή διαγραφή όλου του χρέους! Χωρίς κανείς να υπολογίζει ότι αυτό σημαίνει πλήρη και οριστική απομόνωση της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις διεθνείς συναλλαγές, τις αγορές. Αυτά μπορεί να μη τα έλεγε επισήμως και στο σύνολο του ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως τα δεχόταν ως θέση μιας ισχυρής εσωκομματικής τάσης που προσέλκυε στο όνομα αυτών των απόψεων ψηφοφόρους υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα.
Πάνω στις αφηγήσεις αυτές στήθηκαν καριέρες πρωθυπουργικές, υπουργικές, βουλευτικές, ευρωβουλευτικές, ακαδημαϊκές, δημοσιογραφικές, επιχειρηματικές. Και το 2015 η σχετική πλειοψηφία της κοινωνίας έκρινε ότι ήρθε η ώρα να δοκιμάσει τις επαγγελίες αυτές. Μέσα στην ευφορία της εκλογικής νίκης παρέμενε σκοπίμως τελείως ασαφής η σχέση μεταξύ της μετριοπαθούς ( εντός ευρώ ) και της απόλυτης (έξοδος από το ευρώ) εκδοχής της «αντιμνημονιακής» πολιτικής. Η ασάφεια αναπαράχθηκε μετ/ επιτάσεως, έξι μήνες αργότερα, παρά τα όσα είχαν ήδη μεσολαβήσει, με το ηχηρό «όχι» στο δημοψήφισμα, με ένα 61,5% που συνάθροιζε κάθε πιθανή εκδοχή μιας «αντιμνημονιακής» προσδοκίας.
Ακολούθησε ξαφνικά η πλήρης ανατροπή όλων των έως τότε λεονταρισμών και υποσχέσεων. Από τις 10.7.2015 ο κ. Τσίπρας απευθύνεται στους διαφωνούντες συντρόφους του και τους λέει με άγαρμπο τρόπο αυτά που προσπαθούσαμε να πούμε στη Βουλή και στα ΜΜΕ το 2010, το 2011, το 2012 και ο ίδιος μας χαρακτήριζε προδότες και δοσίλογους. Τώρα ο κ. Τσίπρας λέει με άνεση ότι έκαναν λάθος σε όλες τις εκτιμήσεις τους. Ότι είπαν ψέματα σε όλες τις υποσχέσεις τους. Ότι προσχωρούν στην πολιτική μας για τη δημοσιονομική προσαρμογή, τις διαρθρωτικές αλλαγές, το δημόσιο χρέος, τη σχέση με την Ευρώπη. Αλλά προσχωρούν διατηρώντας την αντιμνημονιακή τους παρθενία, γιατί όταν δηλώνεις αριστερός (ή συνεργαζόμενος εθνικολαϊκιστής ή ανανήψας οπορτουνιστής) ισχύει διαφορετικός πολιτικός και ηθικός κώδικας από αυτόν που ισχύει για τους εκπροσώπους των «παλιών» κομμάτων εξουσίας.
Αυτά τα λέει ο κ. Τσίπρας, υποψάλλοντος του κ. Καμμένου, επτά μήνες μετά. Αφού στο μεταξύ προκάλεσαν τεράστια ζημιά σε όλα τα μέτωπα και τώρα αναγκάζουν τη χώρα να ξανακάνει τα 2/3 της διαδρομής του μνημονίου ( 4,5 χρόνια προσπάθειας έως τον Ιανουάριο, 3 χρόνια νέου μνημονίου) με το χειρότερο τρόπο.
Αυτοί λοιπόν οι ίδιοι άνθρωποι επιδιώκουν να μπουν στο πλυντήριο της ιστορίας.
Από υστερικά αντιμνημονιακοί, έγιναν εν μια νυκτί οι υποστηρικτές του σκληρότερου μνημονίου που δεν υπήρχε – πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου- λόγος να υποστεί η χώρα. Έσφαλαν, οδήγησαν τη χώρα σε ήττα, προκάλεσαν τεράστια βλάβη, είπαν ωμά ψέματα στις εκλογές, ωμά ψέματα στο δημοψήφισμα, ωμά ψέματα μεταξύ τους, ωμά ψέματα στους πολίτες, αλλά πάλι ωραίοι είναι!
Η μεταμόρφωσή τους έχει εχθρούς που από εσωκομματικοί συγκροτήθηκαν πλέον σε σκληρά αντίπαλο κόμμα, αλλά έχει και οπαδούς επικοινωνιακούς και επιχειρηματικούς!
Σπεύδουν κάποιοι να βάλουν πλάτη ώστε ο κ. Τσίπρας να ανεβεί στο δικό του όρος Θαβώρ, το όρος της μεταμόρφωσης, να γίνει σοσιαλδημοκράτης, εκσυγχρονιστής, «εθνικός ηγέτης». Μόνο που το ύψωμα δεν είναι το όρος Θαβώρ, αλλά ένας λόφος που σχηματίζεται από τις ψεύτικες υποσχέσεις και τα απλοϊκά επιχειρήματα του κ. Τσίπρα και της ομάδας του. Άλλωστε ο ίδιος επιλέγει τον αμφίθυμο και επαμφοτερίζοντα λόγο. Δηλώνει υπερήφανος γιατί έκανε την τελευταία στιγμή την στροφή στην υπευθυνότητα και δεν κατέστρεψε την χώρα ακολουθώντας έως το τέλος την δική του πολιτική. Δηλώνει όμως ταυτοχρόνως ότι δεν υιοθετεί το μνημόνιο που συμφώνησε, υπέγραψε και ψήφισε. Δηλώνει και ότι θα το εφαρμόσει, αλλά και ότι θα επιδιώξει να το αλλάξει!
Μπορεί άραγε να οικοδομηθεί το μέλλον του έθνους, να συγκροτηθεί το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, να επιτευχθεί η κινητοποίηση των δημιουργικών δυνάμεων της οικονομίας και της κοινωνίας πάνω σε τέτοιες απατηλές αντιφάσεις που υπονομεύουν αφενός την διεθνή αξιοπιστία της χώρας, αφετέρου δε την δυνατότητα να αποδεχθεί η κοινωνία την ανάγκη εφαρμογής δύσκολων μέτρων που έφεραν αυτοί που λένε τώρα αυτά τα αυτοαναιρούμενα φληναφήματα;
Μπορεί να γίνει δεκτή ως λογική και εθνικά υπεύθυνη η θέση ότι, υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες που οι ίδιοι προκάλεσαν, δεν πιστεύουν στις ευρύτερες συνεργασίες και θέλουν την εξουσία πεισματικά μόνοι τους ή έστω με τους ΑΝΕΛ;
Ποιος ενδιαφέρεται για την πορεία της χώρας, την πραγματική οικονομία, τις επενδύσεις, τις θέσεις εργασίας, την εφαρμογή των δύσκολων μέτρων που η κυβέρνηση Τσίπρα / Καμμένου κατέστησε αναγκαία, την άρση των capital controls, το μεταναστευτικό, τη διάλυση της δημόσιας διοίκησης, την αναστάτωση στην εκπαίδευση, την ανυπαρξία εξωτερικής πολιτικής; Σίγουρα όχι η απερχόμενη κυβέρνηση που ευθύνεται για όλα αυτά.
Προέχει, λένε οι εναπομείναντες οπαδοί του κ. Τσίπρα, η μεταμόρφωση του, η νέα νομιμοποίηση του και η επιβεβαίωση του ως κυρίαρχου του πολιτικού παιχνιδιού! Γιατί δήθεν το έθνος δεν μπορεί να πορευτεί χωρίς αυτόν που προκάλεσε την ανυπολόγιστη βλάβη του τελευταίου επταμήνου!
Όλα αυτά είναι η πολιτική συνταγή της νέας εθνικής αποτυχίας.
Ας πάρουμε το πιο φιλικό για τον κ. Τσίπρα σενάριο που λέει ότι αναδεικνύεται πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ και έχει αριθμητικά τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση με ενσωματωμένους τους ΑΝΕΛ. Αυτό το σχήμα θα καθοδηγήσει τη διάβαση της κοινωνικής και οικονομικής ερήμου που κατέστησε αναγκαία ο κ. Τσίπρας, θα πείσει την κοινωνία, τις εθνικές παραγωγικές δυνάμεις, τους ξένους επενδυτές, τις αγορές, τα διεθνή ΜΜΕ και θα επιτύχει τα καθορισμένα σκληρά χρονοδιαγράμματα λαμβάνοντας, αν χρειαστεί, συμπληρωματικά δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα; Προφανώς δουλευόμαστε επικινδύνως και παίζουμε εν ου παικτοίς.
Αν πορευτούμε έτσι, σε λίγους μήνες θα επανέλθει κραταιό το σενάριο του Grexit, όχι ως πρόταση του κ. Σόιμπλε, αλλά λόγω της αδυναμίας μας να υπερβούμε την κρίση.
Θα βρίσκουν τότε ευεπίφορο ακροατήριο οι δραχμοφιλικές ιδέες σε όσους θα νομίζουν ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν ή ότι δραχμή σημαίνει απαλλαγή από οποιαδήποτε δυσάρεστη υποχρέωση. Όλα δε αυτά τα δημαγωγικά στερεότυπα θα ενθαρρύνονται από τους γνωστούς επιτήδειους υπό τας ζητωκραυγάς ενός ισχυρού δραχμοφιλικού κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς, με την εξ αντικειμένου συνεργασία της δραχμοφιλικής εθνικιστικής ακροδεξιάς. Τότε θα προσπαθούμε να εξηγήσουμε πάλι ότι δραχμή σημαίνει μεγαλύτερη φτώχεια, σκληρότερο μνημόνιο, πολλαπλάσιο χρέος, όμως λιγότεροι θα έχουν την αντοχή να καταλάβουν την προφανή αλήθεια .
Καταλυτικό κριτήριο προκειμένου να ελεγχθεί αν ο κ. Τσίπρας έχει πράγματι μεταστραφεί και προτάσσει το εθνικό συμφέρον, είναι το αν είναι έτοιμος να αναλάβει πολιτικό και προσωπικό κόστος. Αν είναι έτοιμος να αρθεί στο ύψος της ευθύνης του και να καταβάλει τίμημα ανάλογο αυτού που καταβάλαμε όσοι σηκώσαμε το βάρος των δύσκολων αποφάσεων αυτά τα πέτρινα χρόνια. Αυτό σημαίνει αποδοχή λύσεων ευρύτατης συστράτευσης και συνεργασίας οι οποίες συσπειρώνουν το μέγιστο δυνατό εύρος πολιτικών, κοινωνικών και παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό ο κ. Τσίπρας το αποκλείει ρητά και σε όλους τους τόνους.
Το ερώτημα συνεπώς είναι πώς μπορεί να επιβληθεί, έστω τώρα, η λογική του εθνικού συμφέροντος, στις συνεχείς μεταμορφώσεις του πολιτικού τυχοδιωκτισμού που από κάποιους εκλαμβάνονται ως αξιοθαύμαστοι πολιτικοί χειρισμοί.
Η απάντηση είναι ότι τα πάντα εξαρτώνται από τη στάση της κοινωνίας, από τις προτιμήσεις του ίδιου του εκλογικού σώματος. Στη Δημοκρατία – όπως και στην εσχατολογία – για να σωθείς ως έθνος πρέπει τουλάχιστον να το θέλεις, να το επιδιώξεις, να αγωνιστείς για το σκοπό αυτό.