Το 2018 δεν είναι 1992. Τότε η Ελλάδα έμοιαζε με υπνοβάτη που ξαφνικά ξυπνά σ’ ένα άγνωστο περιβάλλον και τρομάζει. Απορροφημένη για χρόνια στα δικά της – στον πυρετό του σκανδάλου Κοσκωτά, της πολιτικής κρίσης, των αλλεπάλληλων εκλογών και του Ειδικού Δικαστηρίου – ήταν σαν να άνοιγε μια μέρα τα μάτια και να ανακάλυπτε ότι ο κόσμος γύρω της είχε αλλάξει, είχε γίνει αγνώριστος, τρομακτικός. Η κόκκινη σημαία δεν κυμάτιζε πια στο Κρεμλίνο, τα ευρωπαϊκά σύνορα δεν ήταν πια απαραβίαστα και δίπλα μας μια χώρα ολόκληρη κατέρρεε και διαλυόταν μέσα σε λουτρό αίματος. Η Χερσόνησος του Αίμου γινόταν ξανά χερσόνησος του αίματος, οι παλιοί δαίμονες αφυπνίζονταν, ένας σκοτεινός βαρδάρης στοίχειωνε τον νου.
Σε αυτό το περιβάλλον, η πρώτη φοβική έκρηξη, η υπερβολή των αισθημάτων και των συνθημάτων, το σύνδρομο «rally around the flag», οι Βουκεφάλες και οι σάρισες και η τρελή πέραση που απέκτησαν εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας μπορεί να ξάφνιασαν αλλά δεν ήταν ανεξήγητη η εμφάνισή τους. Είχαν άλλωστε ενθαρρυνθεί στην αρχή από την κυβέρνηση της εποχής. Και είχαν υιοθετηθεί από το σύνολο – με την εξαίρεση του ΚΚΕ – των πολιτικών κομμάτων. Τα δύο κυρίαρχα κόμματα, καθώς είχαν μόλις σηκωθεί τραυματισμένα από το τραπέζι όπου είχαν παίξει επί μακρόν μια ακραία παρτίδα πόλωσης, είδαν ενστικτωδώς τα μακεδονικά συλλαλητήρια ως κολυμβήθρα αναβάπτισης στο λαϊκό αίσθημα, ως ευκαιρία ενίσχυσης της πολιτικής τους νομιμοποίησης. Και πλειοδότησαν. Και όταν η ψυχρή λογική επέβαλε διαπραγμάτευση και επιδίωξη συμβιβασμού, το ένστικτο της πολιτικής επιβίωσης το απαγόρευε και υπαγόρευε αναρρίπιση του αισθήματος το οποίο καλούσε σε απανωτά συλλαλητήρια και διαλαλούσε, παραδείγματος χάριν, μποϊκοτάζ στα ολλανδικά τυριά – τα θυμάστε; – επειδή η Ολλανδία στεκόταν απέναντι στον μακεδονικό μας αγώνα. Μέχρι το καλοκαίρι του Χόλμπρουκ, το 1995, της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και του συμβιβασμού με το προσωρινό «ΠΓΔ της Μακεδονίας».
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι θερμοκρασίες έπεσαν. Οι δημοσκοπήσεις στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν διεξαγόταν χωρίς μεγάλη δημοσιότητα μια διαπραγμάτευση που είχε φθάσει μισό βήμα πριν τη συμφωνία, έδειχναν ένα κοινωνικό κλίμα χαμηλών αντιστάσεων. Το ίδιο και την περίοδο 2007-08, από τη διατύπωση περί σύνθετης ονομασίας στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Καραμανλή έως το Βουκουρέστι. Μια δημοσκόπηση, δημοσιευμένη στην «Καθημερινή» τον Οκτώβριο του 2008 μετρούσε την αποδοχή ενός υποθετικού ονόματος «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Ενα υψηλό 43% δήλωνε ότι θα το δεχόταν. Η εναντίωση μετριόταν σε ένα σχετικά χαμηλό 53%.
Πέρασε μια δεκαετία όπου στα Σκόπια ένα αυταρχικό και βαθιά διεφθαρμένο καθεστώς χρησιμοποιούσε το κιτς του ακραίου «μακεδονικού» εθνικισμού ως οχύρωση της εξουσίας του. Το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας με την Ελλάδα για το όνομα έμοιαζε απίθανο. Στην Ελλάδα την ίδια, την Ελλάδα των χρόνων του μνημονιακού δράματος, το θέμα έμοιαζε να έχει πλήρως εξατμιστεί από τη δημόσια σφαίρα. Κι όταν, επιτέλους, η ανατροπή του καθεστώτος Γκρούεφσκι και η ανάδυση του ευρωπαϊστή Ζάεφ στα Σκόπια προσέφεραν μια ευκαιρία να ανοίξει ένας νέος κύκλος διαπραγμάτευσης, πολλοί υπέθεσαν ότι η διαπραγμάτευση του ονόματος θα περνούσε με χλιαρές αντιδράσεις, μεταξύ ανοχής και αδιαφορίας.
Εκπληξη: Πριν ακόμη το θέμα πάρει τις διαστάσεις που πήρε, τον περασμένο Δεκέμβριο, οι Τάσεις της MRB έβρισκαν ένα 82% της κοινής γνώμης να δηλώνει αντίθετο στη λύση της σύνθετης ονομασίας – της λύσης, δηλαδή, που το 2007 είχε δεχθεί ρητά το σύνολο (πλην Καρατζαφέρη) του πολιτικού κόσμου. Και στο συλλαλητήριο της περασμένης Κυριακής στη Θεσσαλονίκη η συμμετοχή, το κλίμα, τα συνθήματα έμοιαζαν να αναβιώνουν την ατμόσφαιρα του 1992.
Αλλά το 2018 δεν είναι 1992. Το θέμα του ονόματος μπορεί να είναι και πάλι ένα θερμόμετρο που μετρά εθνική αυτοπεποίθηση (ή την έλλειψή της), αλλά η Ελλάδα που διαδηλώνει για το όνομα σήμερα δεν είναι η ίδια, ούτε έχει τα ίδια κίνητρα με εκείνην του 1992. Υπάρχει σήμερα, και μάλλον κυριαρχεί, ένα στοιχείο που τότε έλειπε: Στις αντιδράσεις για το θέμα του ονόματος, που έγιναν πάλι θερμές, οδηγός μοιάζει να είναι ένα ρεύμα «αντισυστημικό», ένα άρωμα πλατείας του 2011, μια βαριά δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό προσωπικό και τα κόμματα, μια απόρριψη στο «σύστημα», στο οποίο πρωτευόντως περιλαμβάνεται και η κυβέρνηση Τσίπρα και ο κάποτε αντισυστημικός ΣΥΡΙΖΑ.
Λίγοι, ίσως, πρόσεξαν πως στις Τάσεις της MRB του περασμένου Δεκεμβρίου, στο τυπικό και επαναλαμβανόμενο ερώτημα «ποιες λέξεις σας εκφράζουν περισσότερο ως έλληνα πολίτη» οι απαντήσεις ήταν ελαφρώς διαφορετικές. Οι λέξεις «οργή» και «φόβος», που τα τελευταία χρόνια κυριαρχούσαν, τώρα υποχωρούσαν κάπως. Και ενισχυόταν ως απάντηση η λέξη «ντροπή». Σαν η κρίση να άφησε πίσω της προπάντων ένα πληγωμένο φιλότιμο, μια αίσθηση ταπείνωσης και μιαν ανάγκη για μια συμβολική «νίκη» επί ενός εξίσου συμβολικού εχθρού. Σε αυτό το έδαφος, υποθέτω, καλλιεργήθηκε η νέα μακεδονική έξαρση. Σ’ αυτό το έδαφος έτρεξαν να απλώσουν την πραμάτεια τους πονηροί πολιτευτές και ιεράρχες που εμπορεύονται φόβο, αντιδυτικό αίσθημα, Μεγαλέξανδρο και θεωρίες συνωμοσίας.
Μια ισχυρή, φωτισμένη πολιτική ηγεσία με κεφάλαιο εμπιστοσύνης προς επένδυση θα μπορούσε, ίσως, να κρατήσει σταθερό το τιμόνι ανάμεσα σε αυτά τα κύματα προς μία λύση σαν εκείνη που επιδιώχθηκε το 2001 και το 2008. Μια ισχυρή πολιτική συναίνεση του δημοκρατικού τόξου θα μπορούσε, ίσως, να αναπληρώσει το κενό. Αλλά ούτε το ένα ούτε το άλλο μάς ευρίσκεται…