Τον είδα στην Κοπεγχάγη, σε έναν από τους πιο εμπορικούς δρόμους της πόλης. Συνηθισμένη εικόνα εκεί είναι οι άνθρωποι που κρατούν διαφημιστικές ταμπέλες, όπως κάποτε οι φρουροί κρατούσαν σημαίες με εμβλήματα πριγκίπων στα μεσαιωνικά κάστρα. Είναι συνήθως φοιτητές, υποαπασχολούμενοι νεαροί ή μετανάστες που δουλεύουν στη μαύρη. Η βροχή σταμάτησε και βγήκε ο ήλιος, έπειτα συννέφιασε και ο ήλιος έφυγε, άρχισε να μπουμπουνίζει και να βρέχει ξανά στην Κοπεγχάγη εκείνη την ημέρα αλλά ο κουκουλωμένος νεαρός διάβαζε πάντα με μανία, κρατώντας, ακίνητος σαν άγαλμα, την διαφημιστική ταμπέλα του ξενοδοχείου “Sultan Palace” («Σουλτανικό Παλάτι» δηλαδή). Αν με ρωτούσε κανείς ποιο είναι το όνειρό μου ως συγγραφέα θα έδειχνα αυτή την εικόνα. Θα ονειρευόμουν το βιβλίο στα χέρια του νεαρού να ήταν ένα από τα δικά μου…
ΥΓ. Κατά τα άλλα η Κοπεγχάγη είναι μια πανέμορφη πόλη (ειδικά όταν είναι ηλιόλουστη), χαλαρή και πεντακάθαρη αλλά, δεν ξέρω γιατί, δεν καταφέρνει ποτέ να με αγγίξει. Ίσως γιατί έχει τον επαρχιωτισμό μιας μικρής πόλης που δεν της λείπει τίποτα, πεπεισμένη για την τελειότητά της. Οι μικρές πόλεις που είναι πολύ ευχαριστημένες με τον εαυτό τους έχουν πάντα την τάση να γίνουν καταπιεστικές και σνομπ. Να μοιάσουν με κάτι στριμμένες και «μουχλιασμένες» κυρίες που θα πεθάνουν από μνησικακία αν δεν αποφασίσουν να πετάξουν το παλιομοδίτικο ταγιέρ τους, να πάνε για μαθήματα χορού της κοιλιάς και να καμακώσουν έναν νεαρό αφρικανό εραστή…