«Ο Ευκλείδης κατέχει μια κρίσιμη θέση στην ιστορία της Λογικής και των Μαθηματικών, καθώς είναι ο πρώτος που παράγει ένα αυστηρά δομημένο και συνεκτικό σύστημα προτάσεων…».
Wikipedia
Ενα αίσθημα ανακούφισης. Το πρώτο εδώ και καιρό. Μόλις διάβασε τα στοιχεία της Ενωσης Τραπεζών για την κατάσταση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Η έκθεση ήταν σαφής. Οι τράπεζες είχαν προβεί σε πλήρη αποπληρωμή του ELA, του μηχανισμού στήριξης με δανεισμό των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτού δηλαδή που ενεργοποιήθηκε μετά τη διακοπή του δανεισμού της ΕΚΤ, σαν συνέπεια της «ασυνέπειας Γιάνη», όπως καταχωρίζεται στη διεθνή βιβλιογραφία η πρώτη φάση πριν από τους ελέγχους κεφαλαίων.
Κοίταξε από το παράθυρο του γραφείου του. Τα χιόνια είχαν λιώσει και ένας ήλιος λαμπρός φώτιζε την πλατεία. Η οικονομία έμπαινε σαφώς στον δρόμο της αρετής. Δηλαδή στη στήριξη με δάνεια της ελληνικής οικονομίας. Διάβασε «…η επιτυχία αυτή είχε σαν βάση την πώληση περιουσιακών στοιχείων, την εκτεταμένη αναμόχλευση μη κύριων περιουσιακών στοιχείων, τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, τις ωριμάνσεις ομολόγων του κράτους…» και κυρίως τη σημαντική αύξηση των καταθέσεων. Επιτέλους. Τα στρώματα άδειασαν, η εμπιστοσύνη των καταθετών επέστρεψε. Τη θυμόταν εκείνη τη νύχτα. Κυριακή βράδυ ανακοινώθηκε ότι επιβλήθηκαν οι περιορισμοί κεφαλαίων. Τα περίφημα capital controls. Δεν φταίγαμε εμείς. Σκέφτηκε. Την προηγουμένη η ΕΚΤ είχε ανακοινώσει ότι διακόπτει τη χρηματοδότηση μέσω ELA, γιατί είχε λήξει η περίοδος ισχύος του δεύτερου προγράμματος διάσωσης.
Σήκωσε το τηλέφωνο. Μίλησε με τον Γιάννη(δύο νι). Του επιβεβαίωσε τα χαρμόσυνα νέα. Θα έπρεπε να ξυπνήσει τον Πρόεδρο, που αγωνιούσε όλον αυτόν τον καιρό. Από τη μία η πραγματική οικονομία και από την άλλη το mail Χαρδούβελη είχαν γίνει ο εφιάλτης του. Θα έτριβε στα μούτρα του Σόιμπλε και του Μητσοτάκη τα χαρμόσυνα νέα. Υστερα θα ενημέρωνε τον αντιπρόεδρο, που είχε κάνει το παν για να φτιάξει ένα παράλληλο τραπεζικό σύστημα για να απεμπλακεί η χώρα από τους εκβιασμούς της ΕΚΤ. Αλλά και τον υπουργό Ενέργειας, να προχωρήσει άφοβα στην αναθεώρηση της συμφωνίας με το κουαρτέτο για τη μετοχική σύνθεση των προς μερική ιδιωτικοποίηση εταιρειών ενέργειας του Δημοσίου.
Προφανώς και εκείνος ο πρώην πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ θα κατάπινε τη γλώσσα του.
Αλλά θα τηλεφωνούσε και στη Λυδία να της πει τα νέα, αν και μάλλον θα τα γνώριζε από τη θέση της στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Μια στιγμή… της Λυδίας; Μα δεν έλεγαν έτσι τη γυναίκα του! Τι συμβαίνει. Τι συμβαίνει;
Ξύπνησε ιδρωμένος. Κοίταξε το παράθυρο. Σκοτάδι. Μα βέβαια. Ονειρο ήταν. Θυμήθηκε. Λίγο πριν κοιμηθεί διάβαζε για χαλάρωση το βιβλίο του Αντόνιο Καμιλιέρι. Λυδία ήταν το αμόρε του επιθεωρητή Μονταλμπάν.
Και η ανακοίνωση της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών τι στην ευχή ήταν; Την είχε «διαβάσει» κατά λέξη. Κοίταξε το τραπέζι. Την είδε. Την εφημερίδα, στις σομόν σελίδες. Είχε υπογραμμίσει την ανακοίνωση της Λαϊκής Τράπεζας της Κύπρου. H Λαϊκή επέστρεφε στην κανονικότητα. «Επέστρεφε συχνά και παίρνε με / αγαπημένη αίσθησις…». Το υποσυνείδητο έριξε στο φως στίχους του Καβάφη.
Για να μη με παρεξηγήσετε, τον Ευκλείδη τον θεωρώ τον καλύτερο, συμπαθέστερο και αποτελεσματικότερο υπουργό. Ανθρωπο καλλιεργημένο, ευγενή και εργατικό μέχρι εξάντλησης. Στην πραγματικότητα ήθελα κάπως να εκφράσω το σοκ που έπαθα στο αεροπλάνο με προορισμό τις Βρυξέλλες – στον τόπο του εγκλήματος -, όταν διάβασα την ανακοίνωση της κυπριακής τράπεζας. Και αφόρητης ζήλιας για το πώς τα κατάφεραν τα αδέλφια μας να βγουν από την περιπέτειά τους τόσο γρήγορα. Κι εμείς ακόμη παιδευόμαστε και θα παιδευόμαστε συλλαβίζοντας «α, βου, γου, δου» και άλλα προεφηβικά στερεότυπα.
Ισως στο βάθος της αιτίας των αποτυχιών μας να κρύβεται η αμφιθυμία. Από τη μια θέλουμε να προοδεύσουμε και από την άλλη η ιδεολογία του κρατισμού μάς κρατάει απ’ το μανίκι. «Φτιάχνουμε θέατρα και τα χαλνούμε…», όπως λέει ο άλλος ποιητής. Και ο κρατισμός έχει πολλές κεφαλές. Δεν είναι μόνο ο Ευκλείδης, που από τη μια δηλώνει μαρξιστής – και κάποιος συνάδελφός του κομμουνιστής – κι από την άλλη καλείται να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα ξένο. Είναι και τα άλλα κόμματα που στην άσκηση της εξουσίας πριν και μετά την πτώχευση έζησαν τον διχασμό τους. Πώς μπορείς από τη μια να υποχρεώνεσαι από τους δανειστές να μετασχηματίσεις την οικονομία σε γνήσια καπιταλιστική και από την άλλη να αρνείσαι αυτό που ακόμη και το κομμουνιστικό Βιετνάμ έχει πετύχει; Απλώς, δεν μπορείς.
Κι όταν οι τρόικες φωνάζουν «πάρτε την ιδιοκτησία του προγράμματος, επιτέλους», δεν καταλαβαίνουμε τι ζητάνε. Μα ζητάνε να βγούμε από τον διχασμό. Και να πάρουμε μια δύσκολη απόφαση. Να γίνουμε κανονικό κράτος.
Οχι δηλαδή ότι οι «ξένοι» είναι άγιοι. Ζούνε κι αυτοί τον διχασμό τους. Που ενώ υποτίθεται ότι ζητάνε προσαρμογή στη φιλελεύθερη οικονομική πραγματικότητα, επιβάλλουν μέτρα σοβιετικού τύπου. Γιατί πώς αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις την ισοπέδωση των πάντων στο ελάχιστο δυνατό πολλαπλάσιο και την καταστροφή της αρχής των κινήτρων; Την υπερφορολόγηση που ανέχθηκαν, αν δεν επέβαλαν, όλα αυτά τα χρόνια, την ώρα που τα κράτη γύρω μας εντός και εκτός Ενωσης αγωνίζονται να προσελκύσουν επενδύσεις. Και τόσα άλλα.
Δύο διχασμένες οντότητες που συνεργάζονται ανταγωνιζόμενες είναι η απόλυτη σχιζοφρένεια. Και εκεί βρισκόμαστε.