Προδημοσίευση
Από το 2008 παρακολουθούμε τις κοπιώδεις διαδικασίες της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης καθώς, απρόθυμα και με μικρά βήματα, κινείται επιφυλακτικά προς την Ευρώπη. Τελικά ?ύστερα από δυόμισι χρόνια αρχικής επιμονής σε μοναχικές εθνικές διαδρομές, παζάρεμα για ομπρέλες διάσωσης, διφορούμενα σημεία και καθυστερημένες παραχωρήσεις? μοιάζει να επικρατεί η άποψη ότι το νεοφιλελεύθερο όνειρο έχει αποτύχει οικτρά. Τα εθελοντικά συμφωνημένα κριτήρια οικονομικής σταθερότητας, που υποτίθεται ότι όφειλαν να ακολουθήσουν οι εθνικοί προϋπολογισμοί των κρατών-μελών, έχουν καταρρεύσει. Το όνειρο των «μηχανισμών», οι οποίοι θα έκαναν περιττή τη διαμόρφωση κοινής πολιτικής βούλησης και θα χαλιναγωγούσαν τη δημοκρατία, συνετρίβη, όχι μόνο πάνω στις διαφορετικές οικονομικές νοοτροπίες αλλά προπάντων πάνω σε εναλλασσόμενους αστερισμούς απρόβλεπτων καταστάσεων. Σήμερα μιλάμε όλοι για το «κατασκευαστικό λάθος» της νομισματικής ένωσης του ευρώ,
από την οποία λείπουν οι απαραίτητες ικανότητες πολιτικής καθοδήγησης. Γίνεται λοιπόν όλο και πιο κατανοητό ότι οι ευρωπαϊκές συνθήκες χρειάζονται αλλαγές, λείπει ωστόσο ακόμα η σαφής προοπτική.
Σύμφωνα με τα σχέδια και τις προτάσεις που κυκλοφορούν τελευταία, η από κοινού διακυβέρνηση των δεκαεπτά χωρών της Ευρωζώνης οφείλει να διενεργείται στον κύκλο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, δηλαδή σε έναν «πυρήνα» του συμβουλίου κορυφής. Επειδή το διοικητικό αυτό όργανο δεν είναι σε θέση, από τη φύση του, να λάβει αποφάσεις δεσμευτικές από νομική άποψη, το σκεπτικό επικεντρώνεται στο είδος των κυρώσεων που πρέπει να επιβάλλονται στις «ανυπάκουες» κυβερνήσεις. Ποιος όμως θα επιβάλει σε ποιον ευπείθεια και σχετικά με αποφάσεις ποιου περιεχομένου; Από τη στιγμή που τα δύσκαμπτα κριτήρια σταθερότητας της «Συνθήκης για την Ευρώπη», στο όνομα της οποίας κάποτε ορκίζονταν όλοι, διευρύνθηκαν και έγιναν ελαστικότερα, οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου οφείλουν να επεκταθούν στο ευρύ φάσμα όλων εκείνων των πολιτικών επιλογών που επηρεάζουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των εθνικών οικονομιών – οι οποίες μάλιστα διαφέρουν και αποκλίνουν μεταξύ τους. Οι ευρωπαϊκές συμφωνίες θα επενέβαιναν έτσι στον πυρήνα των εθνικών κοινοβουλίων και θα επηρέαζαν τη χρηματοπιστωτική και οικονομική πολιτική, την κοινωνική και την εκπαιδευτική πολιτική, καθώς και την πολιτική της αγοράς εργασίας. Προφανώς οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαντάζονται τη διαδικασία ως εξής: οι αρχηγοί των κρατών, προκειμένου να επιβάλουν όλους τους πολιτικούς στόχους στους οποίους συμφώνησαν με τους συναδέλφους τους στις Βρυξέλλες, πρέπει να επιτύχουν, ο καθένας στο δικό του εθνικό κοινοβούλιο, μια πειθαναγκασμένη πλειοψηφία, μια βεβιασμένη συναίνεση. Αυτή η μορφή εκτελεστικού φεντεραλισμού, με όργανο ένα αυτοανακηρυσσόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των δεκαεπτά, θα ήταν το υπόδειγμα άσκησης μεταδημοκρατικής [δηλαδή, εντέλει, «αντιδημοκρατικής»] ηγεμονίας.
Όπως ήταν αναμενόμενο, λοιπόν, εναντίον αυτής της διακυβερνητικής υπονόμευσης της δημοκρατίας αναπτύσσεται αντίσταση από δύο πλευρές. Οι υπερασπιστές του εθνικού κράτους βλέπουν τους χειρότερους φόβους τους να επιβεβαιώνονται και περιχαρακώνονται περισσότερο από ποτέ πίσω από την πρόσοψη της προ πολλού διάτρητης εθνικής κυριαρχίας. Εξάλλου, με τη σημερινή κρίση έχουν χάσει την κάλυψη ενός οικονομικού λόμπι, το οποίο ως τώρα ενδιαφερόταν να διατηρήσει τόσο το κοινό νόμισμα όσο και την κοινή αγορά μακριά από πολιτικές παρεμβάσεις. Από την άλλη πλευρά, επανεμφανίζονται οι εδώ και πολύ καιρό σιωπηροί υπέρμαχοι των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», οι οποίοι, με την εμφατική προβολή του στόχου τους, της ολοκλήρωσης δηλαδή του πυρήνα της Ευρώπης, τελικά μόνο κακό κάνουν. Γιατί έτσι η δικαιολογημένη αντίσταση ενάντια στον κατήφορο προς ένα γραφειοκρατικό εκτελεστικό φεντεραλισμό εγκλωβίζεται στο αδιέξοδο δίλημμα μεταξύ εθνικού και ομόσπονδου ευρωπαϊκού κράτους. Αλλά και ο ασαφής φεντεραλισμός, που αρνείται αυτό το ψευτοδίλημμα, δεν είναι καλύτερος.
Το βιβλίο του Γιούργκεν Χάμπερμας, Για το σύνταγμα της Ευρώπης, θα κυκλοφορήσει στα μέσα Μαρτίου από τις εκδόσεις Πατάκη