Ο σπουδαίος Βρετανός φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ (David Hume) έλεγε ότι «ο μέγας οδηγός της ανθρώπινης ζωής είναι η συνήθεια». Επειδή σε πολλές περιπτώσεις έχουμε παρατηρήσει ότι ορισμένα φαινόμενα ακολουθούν άλλα, π.χ., ο καπνός τη φωτιά, το ψύχος το χιόνι κ.λπ. (τα βλέπουμε δηλαδή, όπως λέει, σε σταθερή σύζευξη) αναμένουμε, από συνήθεια, ότι αυτό θα συμβαίνει πάντα.
Πιστεύουμε ότι το μέλλον μοιάζει με το παρελθόν, ότι η φύση είναι ομοιόμορφη. Δεν έχουμε, όμως, καμία ορθολογική απόδειξη γι? αυτές τις πεποιθήσεις. Το τι μας λέει η εμπειρία μας για το παρελθόν καθόλου δεν δεσμεύει λογικά το τι θα γίνει στο μέλλον. Την επόμενη φορά μπορεί το χιόνι να δίνει την αίσθηση της φωτιάς, ο ήλιος να μην ανατείλει αύριο ή τα δέντρα να ανθίσουν τον Δεκέμβριο και να ρίξουν τα φύλλα τους το καλοκαίρι. Αυτά τα απροσδόκητα ενδεχόμενα, δεν ακυρώνουν την προηγούμενη εμπειρία. Εξακολουθεί να ισχύει ότι ο ήλιος ανέτειλε κάθε μέρα στο παρελθόν ακόμη κι αν δεν ανατείλει αύριο. Η εμπειρία που έχουμε για το παρελθόν δεν μας υποχρεώνει λογικά να δεχθούμε ότι τα πράγματα στο μέλλον θα είναι όπως τα περιμένουμε. Εν τούτοις, η ζωή μας στηρίζεται στο ότι κάνουμε αυτές τις λογικά αστήρικτες προβολές. Είναι στη φύση μας, λέει ο Χιουμ, να προεκτείνουμε στο μέλλον όσα ξέρουμε για το παρελθόν και να αγνοούμε τις φιλοσοφικές ανησυχίες που μας λένε ότι δεν έχουμε αδιάσειστες αποδείξεις για όσα πιστεύουμε για τον κόσμο. Αν δεν συνέβαινε αυτό, αν δεν υπήρχε αυτό το φυσικό ένστικτο να μας παρωθεί σε έστω αβέβαιες πεποιθήσεις και δράσεις, δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε. Θα μας παρέλυε η ακατάπαυστη αμφιβολία του Λόγου, ο διαρκής και ατελέσφορος έλεγχος· θα μας κατέβαλε η φιλοσοφική μελαγχολία και η απομόνωση από τους άλλους, τους μη φιλοσόφους, που, ακολουθώντας τη φυσική κλίση τους, απολαμβάνουν τις χαρές της ζωής.
Η πανδημία του κορωνοϊού κάνει τις παραπάνω σκέψεις του Χιουμ επίκαιρες. Παρά τις μικρές ή μεγάλες ανατροπές που πάντα βιώνει καθένας στον κύκλο ή τη χώρα του (προσωπικές ή τοπικές), η ζωή κυλά και αναπτύσσεται πάνω στον ιστό αυτής της φυσικής προδιάθεσης που αναμένει το μέλλον να μοιάζει με το παρελθόν.
Πάντα την άνοιξη πηγαίνουμε στο σχολείο, κάνουμε τις πασχαλινές διακοπές, ταξιδεύουμε όπου θέλουμε και όπου μπορούμε στον κόσμο, βλέπουμε και διασκεδάζουμε με τους φίλους μας, πηγαίνουμε σε συναυλίες, στο θέατρο, στο γήπεδο, στο σινεμά, κάνουμε βόλτες και αγορές. Με βάση αυτή την εδραία για μας πεποίθηση κάνουμε σχέδια και παίρνουμε αποφάσεις. Αυτήν όμως την άνοιξη τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Όχι μόνο τοπικά ή προσωπικά από μια αναποδιά ή από μια ορατή κακή διαχείριση, αλλά αναπάντεχα και παγκόσμια. Όλοι οι σχεδιασμοί μας ανατράπηκαν: από το ότι δεν προλάβαμε να κάνουμε ένα ταξίδι, μέχρι το ότι κατέβασαν ξαφνικά ρολά οι πιο ισχυρές οικονομίες ή, το σοβαρότερο, ότι έχασαν τη ζωή τους πρόωρα τόσοι άνθρωποι. Πόσα σχέδιά τους έμειναν στη μέση, πόσοι προγραμματισμοί μετέωροι, πόσοι απροσδόκητοι, οριστικοί αποχωρισμοί! Αυτή είναι όμως η ανθρώπινη συνθήκη, η ανθρώπινη κατάσταση. Μια κατάσταση ανεξάληπτης αβεβαιότητας και επισφάλειας. Η ζωή μας εκτυλίσσεται πάνω σε μία εύθραυστη επιφάνεια που ανά πάσα στιγμή μπορεί να κλονιστεί και να διαρραγεί όπως συνειδητοποιήσαμε τώρα με την πανδημία.
Και η επιστήμη; Αυτή είναι σύμμαχός μας στην προσπάθεια να ελέγξουμε κατά το δυνατόν όσα μας συμβαίνουν και όσα μπορεί να μας συμβούν. Στηρίζεται κι αυτή στην εμπειρία και υπ? αυτή την έννοια οι γενικεύσεις και οι προβλέψεις της ενέχουν πάντα στοιχεία αβεβαιότητας. Όμως, έχει αναπτύξει τις μεθόδους για να μαθαίνει από την εμπειρία, και μεθόδους για να ελέγχει πολλές φορές, με διαφορετικούς τρόπους, τις θεωρίες και τις έρευνές της ώστε να εξασφαλίζει κατά το δυνατόν τα πιο αξιόπιστα και τα πιο έγκυρα αποτελέσματα, αυτά που μας βοηθούν να αντιμετωπίσουμε, όσο καλύτερα γίνεται, προβλήματα και απρόβλεπτες καταστάσεις. Μας προσφέρει γνώση που μας προειδοποιεί, μας προετοιμάζει, μας προστατεύει. Για τον νέο κορωνοϊό, στην αρχή δεν ξέραμε τίποτε. Ήμασταν σχεδόν σαν τον Αδάμ που, όπως έλεγε ο Χιουμ, δεν μπορούσε να συναγάγει από την εικόνα του νερού που έβλεπε για πρώτη φορά ότι μπορεί να τον πνίξει, ή από την εικόνα της φωτιάς ότι μπορεί να τον κάψει. Όμως, αρχίσαμε πολύ γρήγορα να μαθαίνουμε γι? αυτόν μελετώντας τη δομή του, τις ιδιότητές του και τις συνέπειες, αξιοποιώντας τις γνώσεις και την εμπειρία μας από άλλους ιούς και κορωνοϊούς. Η επιστήμη είναι ο τρόπος να μειώσουμε την άγνοιά μας και την αβεβαιότητα παρότι διατηρούνται διαφωνίες και κενά. Αλλά είναι το πιο αξιόπιστο μέσον που έχουμε στη διάθεσή μας για να κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη.
Καλύτερη είναι επίσης η ζωή μας, όταν ζούμε σε κοινωνίες που σέβονται τις επιστήμες και σέβονται τους πολίτες τους. Αυτό σημαίνει ότι τους παρέχουν, κατά το δυνατόν ασφάλεια, σέβονται τα δικαιώματά τους και μεριμνούν για την υγεία τους και την ποιότητα της ζωής τους αξιοποιώντας τα επιστημονικά πορίσματα. Η στάθμιση όλων αυτών των στοιχείων (π.χ. δικαιωμάτων που μπορεί να συγκρούονται, δικαιωμάτων και γενικού συμφέροντος, ατομικού και συλλογικού συμφέροντος) είναι δύσκολη και απαιτεί διαφάνεια, δικαιοσύνη και ειλικρίνεια. Αυτό επιτυγχάνεται με πιο ικανοποιητικό τρόπο στις φιλελεύθερες δημοκρατίες όπου οι κυβερνήσεις κρίνονται και λογοδοτούν στους πολίτες και οι πολίτες έχουν την ευθύνη της συλλογικής ζωής. Φάνηκε δε στην πανδημία πόσο σημαντικό είναι να εκλέγουμε αντιπροσώπους τους οποίους μπορούμε να εμπιστευόμαστε τόσο για την ακεραιότητα του χαρακτήρα τους (ότι δεν θα βάζουν, π.χ., το πολιτικό τους συμφέρον πάνω από την υγεία των πολιτών) όσο και για την ικανότητά τους να αντιλαμβάνονται και να χειρίζονται πτυχές των σύνθετων θεμάτων που προκύπτουν.
Η συνθήκη της απομόνωσης που βιώσαμε επί μακρόν δεν αναίρεσε τους συλλογικούς δεσμούς και την αίσθηση του καθήκοντος ή του χρέους απέναντι στους συνανθρώπους μας. Πολλοί βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή: στα νοσοκομεία, στα εργαστήρια, στις ηλεκτρονικές τάξεις, στα σούπερ μάρκετ, στους φούρνους, στα ντιλίβερι, στα ραφεία, στους δρόμους για την καθαριότητα, την αστυνόμευση, τη δημοσιογραφία, την πολιτική προστασία. Ήταν εκεί για όλους μας και για το κοινό καλό. Αυτή τη φορά, ακόμη και η απομόνωση ήταν πράξη αλληλεγγύης.
Πιο απομονωμένοι ήταν όμως οι λίγοι που αγνόησαν την κοινή συνθήκη και προέταξαν εντελώς άκαιρα τις προσωπικές και ιδεολογικές τους προτεραιότητες. Ακόμη κι όταν επικαλούνταν τους αδύναμους ή τους αδικημένους στέκονταν σε απόσταση από αυτούς και την κοινή προσπάθεια. Όταν ασθενείς και γιατροί πάσχιζαν στα νοσοκομεία κυριολεκτικά για μιαν ανάσα, μιλούσαν με περιφρόνηση για τη γυμνή ζωή, το απλό ζην, προκρίνοντας αλαζονικά ένα ευ ζην φιλοτεχνημένο από την προνομιακή θέση τους.
Η κρίση της πανδημίας κατεδάφισε διά μιας τους πήλινους πύργους μιας επίπλαστης, υπεροπτικής και αμέριμνης βεβαιότητας και μας υποχρέωσε να ασχοληθούμε πάλι με τα βασικά: τη ζωή, την υγεία, την ασφάλεια, την εκπαίδευση, την επιστημονική γνώση, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, τη δουλειά. Η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας πάνω σε ένα σαθρό έδαφος. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι ένας αγώνας μάταιος. To νόημα και η αξία της ζωής έγκειται ακριβώς στην άσκησή της. Όπως λέει και ο Ronald Dworkin, «η μόνη πραγματική επιταγή της ζωής είναι να τη ζεις». Εννοεί να τη ζεις σωστά, αναλαμβάνοντας ηθικές ευθύνες απέναντι στον εαυτό σου και στους άλλους. Μακάρι, παρά τα δεινά της, η πανδημία αυτή να μας κάνει, ατομικά και συλλογικά, να αναθεωρήσουμε προτεραιότητες και σχέδια και να δώσουμε σημασία στα βασικά της ζωής.