Πριν από περίπου 12 χρόνια η Ευρώπη γιόρταζε την υιοθέτηση του ευρώ ως συμβόλου οικονομικής και ίσως πολιτικής ενότητας των ευρωπαϊκών κρατών και λαών. Ολα έμοιαζαν τόσο ευχάριστα και γιορτινά, που οι ατέλειες της κατασκευής του «λαμπρού» οικοδομήματος καλύπτονταν για να μη χαλάσουν οι πανηγυρισμοί.
Ομως η Ευρωζώνη δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις μιας «άριστης νομισματικής περιοχής», αφού η απώλεια εθνικού ελέγχου της νομισματικής πολιτικής δεν αντισταθμιζόταν από δημοσιονομική ενοποίηση, χωρίς να είναι εξασφαλισμένες ούτε η κινητικότητα της εργασίας ούτε η ευελιξία των μισθών, ώστε να αντιμετωπιστούν οι «ασύμμετρες διαταραχές», δηλαδή οι σημαντικές διαφορές στον οικονομικό κύκλο μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωζώνης, οι οποίες θα μπορούσαν να προκληθούν από οποιαδήποτε αιτία.
Επίσης, δεν είχαν προβλεφθεί αυστηροί κανόνες στην άσκηση των εθνικών οικονομικών πολιτικών (εισοδηματικών και δημοσιονομικών), ώστε να υπάρχει τουλάχιστον πλήρης συντονισμός μεταξύ των κρατών-μελών ελλείψει κοινής οικονομικής πολιτικής που θα έπρεπε να συνοδεύει την κοινή νομισματική πολιτική, δηλαδή την υιοθέτηση κοινού νομίσματος.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που επέβαλε όριο 3% του ΑΕΠ στο δημοσιονομικό έλλειμμα, δεν ήταν αρκετό για να επιτευχθεί συντονισμός της οικονομικής πολιτικής σ? ολόκληρη την Ευρωζώνη, αλλά ούτε και τηρήθηκε με την απαιτούμενη αυστηρότητα.
Ετσι, όταν το 2008-2009 άρχισαν τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης ρευστότητας με αύξηση των επιτοκίων, δεν υπήρχαν οι κατάλληλοι μηχανισμοί αντιστάθμισης στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Επομένως, ο κίνδυνος χρεοκοπίας των κρατών αυτών ήταν άμεσος, καθώς δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη δημοσιονομικών μεταβιβάσεων από την κατασκευή της Ευρωζώνης.
Στο ερώτημα γιατί οι πολίτες στις χώρες-μέλη της περιφέρειας δανείζονταν υπέρμετρα για κατοικίες και κατανάλωση, χωρίς να υπάρχει κάποιος περιορισμός, η απάντηση είναι ότι, ενώ δεν υπήρχε εθνικός έλεγχος στα επιτόκια, δεν υπήρξε ευρωπαϊκός έλεγχος στην πιστωτική επέκταση.
Στο ερώτημα γιατί αυξήθηκε τόσο πολύ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η απάντηση είναι ότι, ενώ δεν υπήρχε δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος, δεν υπήρξε συντονισμένη εισοδηματική πολιτική σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης (η αύξηση των μισθών και του δανεισμού στις χώρες της περιφέρειας τροφοδοτούσε τη ζήτηση και η ζήτηση τροφοδοτούσε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών). Στο ερώτημα γιατί επετράπη τόσο έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό, η απάντηση είναι ότι δεν υπήρξε αυστηρότητα στην τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Ηδημιουργία ευρωπαϊκών μηχανισμών διάσωσης των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας έγινε αργά και διστακτικά και η ένταξή τους σ? αυτούς έγινε με σκληρούς και συχνά τιμωρητικούς όρους (Μνημόνια). Η απότομη προσαρμογή για να μειωθούν τα ελλείμματα και να πληρωθούν τα χρέη οδήγησε σε ύφεση και ανεργία, πράγμα που προκάλεσε και προκαλεί αρνητικά συναισθήματα στην πλειονότητα των πολιτών όχι μόνο των χωρών της περιφέρειας, αλλά και των χωρών του κέντρου της Ευρωζώνης.
Η εμπιστοσύνη των πολιτών στην Ευρωπαϊκή Ενωση κατέρρευσε μέσα σε μερικά χρόνια, όπως δείχνουν τα πρόσφατα ευρήματα του Ευρωβαρόμετρου.
Οι πολίτες των χωρών του κέντρου της Ευρωζώνης θεωρούν ότι «πληρώνουν» τα λάθη των χωρών της περιφέρειας, ενώ οι πολίτες των χωρών της περιφέρειας θεωρούν ότι οι χώρες του κέντρου δεν επιδεικνύουν αρκετή αλληλεγγύη.
Ανεξάρτητα από την ορθότητα αυτής της πίστης των Ευρωπαίων πολιτών στο κέντρο ή την περιφέρεια της Ευρωζώνης, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι το κοινό νόμισμα, το ευρώ, αντί να ενώνει τα κράτη και τους λαούς της Ευρώπης, φαίνεται να τα χωρίζει. Ηδη στο κέντρο και την περιφέρεια υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που ζητούν να επιστρέψουν οι χώρες τους στο εθνικό τους νόμισμα.
Αυτή η εξέλιξη είναι προφανώς «θανατηφόρα» για την ευρωπαϊκή ιδέα.