Το πολιτικό προσωπικό, έστω με μεγάλη καθυστέρηση, σχεδόν στο σύνολό του συνειδητοποιεί ορισμένες στοιχειώδεις αλήθειες:
(α) Η πολιτική που θα αποφασίζει ο ελληνικός λαός να ασκείται στη χώρα μας, όπως συμβαίνει σε κάθε χώρα της Ευρωζώνης, θα διαμορφώνεται από κοινού με τους Ευρωπαίους εταίρους. (β) Ο έλεγχος και η εποπτεία από τους εταίρους δεν συνιστούν υποτέλεια, αλλά είναι στοιχεία ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και βεβαίως της Ευρωζώνης, και γίνονται δημόσια, όχι εν κρυπτώ. (γ) Η Ευρωζώνη είναι ένα σύνολο από θεσμούς και κανόνες άνευ των οποίων δεν υπάρχει, όλοι οφείλουν να τους σέβονται, η μη τήρησή τους εισάγει καθεστώς ζούγκλας, πλήττει τους αδύναμους. (δ) Αυτοί οι κανόνες τροφοδοτούνται με το πολιτικό περιεχόμενο που τους προσδίδουν οι ευρωπαϊκοί λαοί με τις εκλογές – όχι μόνον ένας λαός, με τις δικές του εκλογές, σε μία χώρα. Η Ευρώπη προχωρά με συμβιβασμούς.
Αν δεν είχαν κατανοηθεί αυτά τα στοιχειώδη, δεν θα είχε καταστεί εφικτή οποιαδήποτε συμφωνία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υπό συζήτηση συμφωνία με τους εταίρους είναι δύσκολη. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι: (α) Χωρίς συμφωνία, η καταστροφή θα είχε επέλθει, η κοινωνία, η δημοκρατία και ενδεχομένως τα εθνικά συμφέροντα θα αντιμετώπιζαν εφιαλτικές καταστάσεις – δεν ήταν παρά θέμα χρόνου. (β) Τα αρνητικά σημεία της συμφωνίας είναι διορθώσιμα στην πορεία, ανάλογα με την επίτευξη των στόχων που περιέχει, υπάρχει (όπως υπήρχε πάντα…) η δυνατότητα τροποποίησης υφεσιακών ρυθμίσεων. (γ) Τέλος, με τη συμφωνία δημιουργούνται δυνατότητες για αντισταθμιστικές, αναδιανεμητικές και αναπτυξιακές πολιτικές και μέτρα που, από τώρα, σταδιακά, θα απαλύνουν το αποτύπωμα των εισπρακτικών, κυρίως, μέτρων.
Χρόνος δεν περισσεύει. Θα ήταν πολύτιμη η άσκηση, σε πνεύμα συνεννόησης με ευρεία συναίνεση, μιας πολιτικής μεταρρυθμίσεων παντού, σε όλη τη γραμμή, σε όλες τις σφαίρες, από την κρατική διοίκηση, τη Δικαιοσύνη, μέχρι τις τράπεζες, για να αποδεσμευτούν πόροι από το τέλμα του παρασιτισμού και των «ημετέρων», και το άμεσο άνοιγμα των αγορών στον υγιή ανταγωνισμό. Ωστόσο, πριν και πάνω από όλα, προέχει ο σχεδιασμός και η καλή εφαρμογή μιας συνεκτικής πολιτικής επενδύσεων, πολιτικής που θα εμπνέει εμπιστοσύνη και θα επιδιώκει να προσελκύσει ξένα ιδιωτικά μακροπρόθεσμα κεφάλαια – πρώτα πρώτα αυτά που υπερίπτανται και αναζητούν ευκαιρίες στα μεγάλα κοιτάσματα υποτιμημένων αξιών που κρύβει η χώρα. Το σημαντικό –για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του πρωθυπουργού, Αλ. Τσίπρα– είναι «η προσπάθεια άμεσης προσέλκυσης επενδύσεων ώστε να αντιμετωπιστούν οι υφεσιακές τάσεις στην οικονομία» (21.7.15).
Η προσέλκυση ιδιωτικών μακροπρόθεσμων (όχι απλά και μόνο βραχυπρόθεσμων, κοινώς αεριτζίδικων…) κεφαλαίων είναι το πιο σημαντικό άμεσα, για να σταθεί στα πόδια της μια νέα εθνική προσπάθεια, αλλά και στρατηγικά, για να αρχίσει η οικοδόμηση ενός νέου οικονομικού μοντέλου. Αυτό, δηλαδή, που αποτελεί το ζητούμενο από το 2010, όταν ξέσπασε το τσουνάμι της κρίσης. Τότε ακόμη, η ελληνική κοινωνία κυκλοφορούσε με μια λιμουζίνα που είχε πάρει με δάνειο. Δεν ήταν όλοι ίσοι σε αυτήν – αντιθέτως. Ούτε την απολάμβαναν όλοι εξίσου – και πολλοί υπέφεραν. Αλλοι κάθονταν στις θέσεις του οδηγού, συνοδηγού ή στο πίσω κάθισμα, πολλοί ήταν πατικωμένοι στο δάπεδο. Αλλοι ήταν στην καμπίνα και σπρώχνονταν για πιο άνετη θέση, άλλοι παραχωμένοι στο πορτμπαγκάζ πάσχιζαν να δουν λίγο φως. Αλλά σχεδόν όλοι είχαμε ξεχάσει ότι η λιμουζίνα δεν μας ανήκε. Οτι το μόνο που πραγματικά ήταν δικό μας, δεν ήταν η λιμουζίνα, ήταν το δάνειο που είχαμε πάρει. Το θυμηθήκαμε, εκόντες άκοντες, το 2010. Οταν οι διεθνείς αγορές αρνήθηκαν την αναχρηματοδότηση του δανείου.
Οταν, με άλλα λόγια, κατέρρευσε το μοντέλο της μεταπολεμικής ανάπτυξης της χώρας, το μοντέλο του παρασιτικού καπιταλισμού, της μεγέθυνσης μέσω της κατανάλωσης με δανεικά, αδιάφοροι για την παραγωγικότητα που είχε ξεπέσει σε ουραγό διεθνώς, με καθυστερημένες παραγωγικές δομές (κρατικοδίαιτες μεγάλες κατακλεμμένες και υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, ένα αρχιπέλαγος από μικρομεσαίες δήθεν επιχειρήσεις), με πελατειακό κράτος που αναλάμβανε το ρίσκο του δανεισμού και (δημοκρατικά, συναινετικά) διένειμε το προϊόν του με πελατειακά κριτήρια – εξού και υπερδανείστηκε. Αυτό το μοντέλο είχε εξαντληθεί προ πολλού. Οι αγορές το 2010 σφύριξαν και επίσημα τη λήξη του. Ηταν πολύ καλή ώρα για μια επώδυνη αλλά εξυγιαντική άσκηση εθνικής αυτογνωσίας. Το πολιτικό σύστημα, με υστεροβουλία, έκανε τα πάντα να μας διευκολύνει ως κοινωνία να αποφύγουμε αυτήν την άσκηση – να μην πιούμε αυτό το ποτήρι. Αυτό που δεν κάναμε τότε, αυτό που γίνεται σταγόνα με σταγόνα όλα αυτά τα χρόνια, παραμένει επίκαιρο. Οπως και το διά ταύτα της άσκησης: ο σχεδιασμός του νέου μοντέλου της χώρας, της μετά-την-κρίση-Ελλάδας.